Η Μαρία χήρα Αρίστου Αριστάρχου, κάτοικος Αιγίου διηγείται τα εξής:
«Η μητέρα μου Αννα Γεωργίου όταν ήτο κόρη ανύπαντρη ηλικίας 30 ετών, ενώ ήτο υγιής αίφνης έπαθε παράλυση. Δεν μπορούσε να κινήση τίποτε.
Εμένανε στο Βόρι και γιατρό τότε πίστευαν και είχαν μόνο την Αγία Αννα. Πήραν την άρρωστη και την πήγαν σηκωτή με το φορείο στην Αγία Αννα. Έμεινε εκεί με τη μητέρα της Μαλαματένια μέσα στην Εκκλησία με νηστεία και προσευχή. Πολλές φορές τα βράδυα, διηγείται, ακουόταν ο θόρυβος από το άνοιγμα κλειδαριάς χωρίς να άνοιγη η πόρτα και άλλοτε καταλάβαιναν το θόρυβο από τα πασουμάκια της Αγίας Αννας, πού περπατούσε χωρίς να τη βλέπουν. Και άλλοτε ακουόταν το θυμιατό πού θύμιαζε η Αγία Αννα τη νύχτα στο ιερό. Η άρρωστη τότε μητέρα μου μετά τις 40 ημέρες έγινε εντελώς καλά. Είχε πάντα μια μεγάλη ευλάβεια στην Αγία Αννα, και δεν άφηνε καμιά ευκαιρία διά να εκφράζη την ευγνωμοσύνη της».
Η Αννα Τσιλιμπούρη του Χαραλάμπους και της Κυριακούλας κάτοικος Αιγίου (Χρυσοστόμου Σμύρνης 6) διηγείται (έτος 1983) τα εξής:
«Πατρίδα μου είναι τα Σκουπιά της Προικονήσου. Στο Αίγιο ήλθαν οι γονείς μου πρόσφυγες με τον ξεριζωμό του 1922. Εγώ ήλθα εδώ κοριτσάκι εξ ετών. Σε ηλικία 23 περίπου χρονών μου συνέβη, ένα σοβαρό περιστατικό.
Δούλευα στο σταφιδεργοστάσιο του Παπαγεωργίου. Κατά την ώρα της εργασίας μου γλίστρησα κι έπεσα. Αυτό το πέσιμο μου έγινε αιτία μιάς μεγάλης μου ταλαιπωρίας, διότι, μετατοπίσθηκαν δυο σπόνδυλοι της σπονδυλικής μου στήλης, ο ένατος και ο δέκατος. Οι γιατροί δεν έκαμαν σωστή διάγνωσηη με συνέπεια να χειροτερέψη η κατάστασή μου και να καταλήξω ολότελα παράλυτη. Ο ορθοπεδικός κ. Μηνιάτης στην Πάτρα με έβαλε στο γύψο. Έμεινα έτσι ακίνητη στο σπίτι μου 18 ολόκληρους μήνες.
Μια ημέρα η μητέρα διαπίστωσε ότι ο γύψος και το στρώμα μου είχαν γεμίσει αίματα. Καλέσαμε στο τηλ. τον κ. Μηνιάτη από την Πάτρα. Είπε πώς το πρόγραμμά του δεν του επέτρεπε να έλθη και πρότεινε να καλέσωμε τον κ. Παπαχρυσάνθου, να βγάλη το γύψο και να μου περιποιηθεί τις πληγές πού προκάλεσαν το αιμάτωμα.
Έγιναν όλ αυτά από τον ιατρό κ. Παπαχρυσάνθου, εγώ όμως εξακολουθούσα να είμαι παράλυτη. Ο κ. Μηνιάτης συμβούλεψε να με πάνε πάλι στην Πάτρα για να μου ξαναβάλει το γύψο. Ο αδελφός μου ο Νίκος ετοιμαζόταν να με πάη. Τότε επεμβαίνει η μητέρα μου και λέγει:
-Ως τώρα, του είπε, σε άκουσα και γυρίζουμε στους γιατρούς χωρίς αποτέλεσμα. Τώρα δεν θα σε ακούσω άλλο. Θα πάω την κοπέλλα πρώτα στην Αγία Αννα και ύστερα πήγαινε εσύ όπου θέλεις.
Με σήκωσαν τέσσαρες γυναίκες. Μία κρατούσε το κεφάλι, η άλλη τα πόδια και οι άλλες δυο δεξιά και αριστερά το κορμί και με πήγαν στην Εκκλησία της Αγίας Αννας στο Συνοικισμό.
Ήταν τότε η ξύλινη Εκκλησία. Εφημέριος ήταν ο π. Ανδρέας Κουμπέτσος.
Ετοίμασαν να γίνη αγιασμός και με έστησαν καθιστή στο δάπεδο του ναού. Μου κρατούσαν την πλάτη να σταθώ γιατί από μόνη μου δεν μπορούσα να μείνω σ αυτή τη στάση. Ύστερα μου έφεραν την εικόνα της Αγίας Αννας αυτή πού είναι τώρα στο προσκυνητάρι με τα χρυσά αφιερώματα, και μου την έβαλαν όρθια στα γόνατά μου. Ο π. Ανδρέας άρχισε να ψάλλη αγιασμό. Αμέσως τότε η εικόνα δίνει μια σπρωξιά και με ξαπλώνει ύπτια κάτω. Στη συνέχεια όρθια η εικόνα άρχισε να κινήται πέρα δώθε και να τρίβεται πάνω στο σώμα μου από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Απ εκεί πεταγόταν πάλι στο κεφάλι και συνέχιζε να κάνη το ίδιο. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι πού τελείωσε ο αγιασμός πού ούτε κατάλαβε πώς τον έψαλε ο π. Ανδρέας, ο οποίος δεν είχε απλώς φοβηθή, αλλά είχε πάθει φρίκη, τόσο πού τα γένεια του είχαν σηκωθή όρθια από τον τρόμο του. Εγώ ζούσα φοβερή στιγμή.
Είχα τρομάξει, τα είχα χάσει. Άπλωνα τα χέρια, ζητούσα βοήθεια, οι γυναίκες όμως στεκόντανε μακριά. Η εικόνα μου φαινόταν σαν πούπουλο καθώς κινιόταν επάνω μου. Τελειώνοντας ο Αγιασμός σταμάτησε να κινήται η εικόνα. Την πήραν τότε από πάνω μου και θέλησαν να με σηκώσουν πάλι για να με μεταφέρουν. Έγω αισθάνθηκα μια δύναμη στον οργανισμό μου.
-Αφήστε με τους είπα, θα σηκωθώ μόνη μου, έγινα καλά. Και σηκώθηκα όρθια. Δοκίμασα να περπατήσω. Δυο χρόνια είχα περίπου να το κάμω. Αλλαξα βήματα. Ασπάσθηκα με δάκρυα το σταυρό, την εικόνα και το χέρι του ιερέα και μετά ξεκίνησα για το σπίτι. Η μητέρα μου ήθελε να μου δείξη το δρόμο. Πράγματι είχα ξεχάσει από πού πηγαίνουν στο σπίτι μας. Η Αγία Αννα με εθεράπευσε από την ανίατη αρρώστεια μου. Αισθανόμουν εντελώς υγιής.
Ο κ. Μηνιάτης πού έκανε τις εξετάσεις του δεν πίστευε στα μάτια του. Βρήκε τη σπονδυλική μου στήλη εντελώς φυσιολογική. Σε λίγους μήνες ήλθε η Γερμανική κατοχή. Κι εγώ, η πρώην παράλυτη, μαζύ με άλλες γυναίκες, δούλευα στα χαρακώματα, στο 20ο χιλιόμετρο κοντά στην Πάτρα και πηγαινοερχόμουν κάθε ημέρα με τα πόδια. Ποτέ δεν λησμονώ την ευεργεσία της Αγίας Αννας σε μένα την ταπεινή και αμαρτωλή. Πολύ την ευλαβούμαι και πάντοτε τιμώ και δοξάζω την Αγία Αννα».
Μια ενορίτισσα της Αγίας Αννας η οποία ιδιαίτερα την ευλαβείται και η οποία διά λόγους ευνοήτους θέλει να είναι ανώνυμος, διηγείται τα εξής:
«Είναι βέβαια όνειρο, αλλά έχει τόση ζωντάνια και είναι τόσο χαρακτηριστικό, ώστε εγώ με τη δική μου τη σκέψη το θεωρώ ως επίσκεψη και ευλογία της Αγίας Αννας σε μένα την ταπεινή.
Πάντοτε στην προσευχή μου επικαλούμαι την προσευχή και τη μεσιτεία της Αγίας Αννας. Ένα βράδυ, ήταν Μάρτης του 1982, με περισσότερη θέρμη ζήτησα τη βοήθειά της, διότι είχα στενοχώριες και προβλήματα, τα οποία κρατούσαν σε αγωνία την ψυχή μου. Είδα εκείνο το βράδυ, στον ύπνο μου, ότι ενώ εγώ είχα γείρει στο κρεββάτι μου για ύπνο, σε μια στιγμή άνοιξε η πόρτα του σπιτιού μου και πρόβαλε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Έλαμπε από την μεγαλοπρέπεια με διάχυτη την αγαθότητα και την καλωσύνη στο πρόσωπό της. Πλησίασε, στάθηκε και μου είπε:
-Με φωνάζεις κάθε μέρα κ εγώ έρχομαι, αλλά μέσα στο σπίτι σου δεν με έχεις.
Εγώ γεμάτη έκπληξη και τρόμο τη ρώτησα:
-Ποιά είσαι εσύ;
-Με ξέρεις, απάντησε και δείχνοντας με το πανάγιο χέρι της την κατεύθυνση προς την Εκκλησία πρόσθεσε: Μόλις στρίψεις από το σχολείο φάτσα με βλέπεις. Αμέσως χάθηκε κι έκλεισε η πόρτα. Την επομένη είχα στο σπίτι μου την επίσκεψη μιάς μοναχής. Διηγήθηκα σ αυτήν το όνειρό μου και χωρίς αμφιβολία συμφωνήσαμε ότι ήταν η Αγία Αννα. Πράγματι έλειπε από το εικονοστάσι του σπιτιού μου η εικόνα της Αγίας Αννας. Έψαξα και βρήκα μία εικόνα της κι έτσι έχω την ευλογημένη παρουσία της πάντοτε μέσα στο σπίτι μου».
Η ίδια ενορίτισσα διηγήθηκε και το εξής επίσης όνειρο.
«Ήταν καλοκαίρι του 1982 και στη βραδυνή μου προσευχή είχα ιδιαίτερα προσευχηθή στην Αγία Αννα. Το βράδυ εκείνο είδα το εξής όνειρο. Βρέθηκα μέσα στο ναό της Αγίας Αννας. Δεν είχε κτισθεί ο πέτρινος ναός πού έχει κτισθεί τώρα, αλλά η πρώτη εκκλησία, η ξύλινη παράγκα. Η εκκλησία ήταν γεμάτη από χριστιανούς και γινόταν θεία λειτουργία.
Τη στιγμή πού τελείωσε το χερουβικό και ο ιερεύς έβγαινε από το ιερό για τη μεγάλη είσοδο, είδα επάνω στο ιερό Δισκάριο να είναι ένα μικρό παιδί. Μου φαινόταν πώς χωρούσε πάνω στο Άγιο Δισκάριο. Το παιδί αυτό άστραφτε από φώς και καθώς προχωρούσε αργά ο ιερεύς κάνοντας την είσοδο, το παιδί ευλογούσε με το δεξί του χέρι τους πιστούς πού ήταν γονατιστοί. Εκτυφλωτική ήταν η λάμψη πού είχαν τα μάτια του.
Όταν ο λειτουργός στάθηκε στο μέσον του Ναού για να μνημόνευση, το λαμπερό παιδί έστρεψε τη ματιά του στην εικόνα της Αγίας Αννας και βλέποντας μία την εικόνα και μία το εκκλησίασμα φώναξε τρεις φορές με δυνατή και κρυστάλλινη γλυκειά φωνή: Γιαγιά, Γιαγιά, Γιαγιά. Ο λειτουργός προχώρησε στο στό άγιο βήμα και το όραμα τελείωσε».
Η Διαλεχτή Γεωργοπούλου κάτοικος Αιγίου (Στράτωνος 9) διηγείται (1983) τα εξής:
«Όταν ο γυιός μου Γιώργος ήταν ηλικίας 10 χρονών του συνέβη το εξής περιστατικό. Ήταν τότε μαθητής στο δημοτικό σχολείο. Μια ημέρα γυρίζοντας από το σχολείο δε βρήκε της αρεσκείας του το φαγητό πού είχε ετοιμαστή. Θύμωσε και πήρε να κόψη για να φάει πορτοκάλι, συγχρόνως όμως είπε στο θυμό του και μία βλαστήμια. Δε πρόλαβε όμως να κόψη το πορτοκάλι και σωριάσθηκε κάτω βγάζοντας αφρούς από το στόμα και χτυπώντας με τα πόδια του το πάτωμα. Βλέποντας εγώ το παιδί μου σ αυτή την κατάσταση κάλεσα το γιατρό κ. Γιαννάκη Σπυρόπουλο. Ο γιατρός μετά την εξέταση του παιδιού είπε:
-Αυτή δεν είναι αρρώστια για μάς, εμείς δεν έχουμε δουλειά εδώ. Θα καλέσεις παπά. Κάλεσα τότε τον εφημέριο της ενορίας μας, ο οποίος διάβασε διάφορες ευχές. Μετά από το διάβασμα το παιδί ηρέμησε και τότε μπόρεσε να επικοινωνήση με το περιβάλλον του και να μιλήση. Διηγήθηκε τότε τα εξής: «Τη στιγμή πού έκοβα το πορτοκάλι, ενώ είχα ειπή με το θυμό μου τη βλαστήμια είδα ν ανεβαίνη τη σκάλα μας ένας κοντός και μαύρος με μια μακριά ουρά. Με χτύπησε με την ουρά του στο πρόσωπο κι έπεσα κάτω. Από τότε δε θυμάμαι τίποτε άλλο. Πριν με χτυπήση και πίσω φοβέρισε τη γιαγιά μου (Μυρσίνη Πασχαλίδου) η οποία εκείνη τη στιγμή έκανε το σταυρό της. Για σένα θα ξανάρθω να εξηγηθούμε, της είπε».
Το παιδί εξακολουθούσε να είναι ανήσυχο. Έβλεπε πολλές φορές εκείνον τον μαύρο με την ουρά. Πήγαμε σε διάφορα προσκυνήματα και παρακαλέσαμε. Αυτό διήρκεσε περίπου ένα εξάμηνο. Τελευταία πήγαμε το παιδί στην Αγία Αννα ντυμένο καλογεράκι. Όσο βρισκόταν στην εκκλησία ήταν ήρεμο, έφευγε η ταραχή. Αυτή η εικόνα έλεγε δείχνοντας την εικόνα της Αγίας Αννας, με ανακουφίζει. Γι αυτό πηγαίναμε για αρκετό καιρό τακτικά στην Αγ. Αννα. Δεν ξαναείδε τον κοντό με την ουρά, ηρέμησε, έγινε εντελώς καλά και μέχρι σήμερα χαίρει άκρας υγείας».
Η κ. Χριστίνα χήρα Ι. Σεβαστού κάτοικος συνοικισμού Αιγίου διηγείται (1980) τα εξής:
«Η κόρη μου Κατερίνα από ηλικίας δυο ετών υπέφερε επί τέσσερα χρόνια από μία σοβαρή αρρώστεια. Παρ όλη την προσπάθεια με γιατρούς και φάρμακα, το παιδί εξακολουθούσε να είναι στην ίδια κατάσταση. Είχα ευλάβεια στην Αγία Αννα και την παρακαλούσα με θέρμη να μου κάμη καλά το παιδί μου. Μία ημέρα πού είχα πάει στο γιατρό μαζύ με το παιδί, βρέθηκε μπροστά μου μια μαυροφορεμένη γυναίκα μ ένα παιδάκι στην αγκαλιά, η οποία μου είπε:
– Κυρά μου το παιδί σου δεν θα γίνει καλά. Μην τρέχης και ξοδεύεσαι στους γιατρούς. Θα πάς να βρής ένα χορτάρι πού θα σου ειπώ θα δώσης, απ αυτό να πιή το παιδί κι έτσι θα γίνη καλά. Μου περιέγραψε το χόρτο κι εξαφανίστηκε χωρίς να καταλάβω πώς. Πιστεύω ότι ήταν η Αγία Αννα, την οποία παρακαλούσα για το παιδί μου.
Επί δυο χρόνια έψαχνα να βρώ το χορτάρι και δεν το εύρισκα. Μια ημέρα όμως το αγοράκι μου, ο Πανταζής μου έφερε μία χεριά χόρτο και μου είπε: Να μαμά το χόρτο πού θέλεις για την Κατίνα μας.
Ήτο ακριβώς όπως μου το περιέγραψε εκείνη η γυναίκα πού μου φανερώθηκε. Έκαμα τότε λειτουργία στην Αγία Αννα, έδωσα και από το χόρτο στο παιδί και ήπιε. Το θαύμα έγινε. Το παιδί μετά από τέσσερα χρόνια ταλαιπωρίας έγινε καλά και μέχρι σήμερα δεν ξέρει τί είναι αρρώστεια. Όσο ζώ θα ευλαβούμαι και θα ευγνωμονώ την Αγία Αννα για την ευεργεσία της».
Η Κασιανή Μιτακόλα θυγατέρα του Δημ. Νικολόπουλου από την Κρήνη (Αράχωβα) Αιγίου διηγείται τα εξής (1983).
«Είμαι υπάλληλος και κατοικώ στην Κόρινθο με το σύζυγό μου και το αγοράκι μας έξη χρονών τώρα (1982). Αισθάνομαι την υποχρέωση να μιλήσω για ένα θαύμα πού έκαμε σε μένα η Αγία Αννα. Πριν τέσσερα χρόνια είχα ενοχλήσεις γυναικολογικές. Επισκέφθηκα πολλούς γιατρούς τυχαίους και φημισμένους. Έμεινα και στο νοσοκομείο «Έλενα» και έκαμα θεραπεία χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η κατάσταση της υγείας μου αντί να βελτιωθή χειροτέρευε.
Η ταλαιπωρία αυτή της αρρώστειας μου συνεχιζόταν επί τρία χρόνια. Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα υπέφερα από αιμορραγία. Τελικά αποφάσισα να πάω για θεραπεία στην Αγγλία και ετοιμαζόμουν για το ταξείδι. Ημέρες πριν φύγω κάναμε συζήτηση για την αρρώστειά μου σε μία συντροφιά.
Ήταν μαζύ και η κ. Χριστίνα Σεβαστού, η οποία είναι συγχωριανή μου και μένει στο συνοικισμό Αιγίου. Η κ. Χριστίνα με εβεβαίωσε πώς η Αγία Αννα θα κάμη το θαύμα της αν την παρακαλέσω. Συγχρόνως μου μιλούσε και για ένα χόρτο, το οποίο είχε υποδείξει σ αυτήν η Αγία Αννα και μ αυτό είχε πριν χρόνια θεραπευθή η κόρη της. Προσέθετε ότι δεν αρκεί μόνον το χόρτο για να έλθη το αποτέλεσμα, αλλά χρειάζεται πίστη και προσευχή για να δώσει η Αγία Αννα τη χάρη της.
Είχα κουρασθή από την ταλαιπωρία της αρρώστειας μου. Στην Αγγλία, πού είχα αποφασίσει να πάω, πήγαινα χωρίς πολλές ελπίδες. Η απελπισία από τα ανθρώπινα μέσα με είχε κυριεύσει. Κρέμασα τις ελπίδες μου στην Αγία Αννα. Προσευχήθηκα και την παρακάλεσα να με βοηθήση. Ήπια και από το χόρτο πού μου έδωσε η κ. Χριστίνα. Μετά απ αυτό έπαυσαν οι αιμορραγίες μου και γρήγορα διαπίστωσα ότι είχα εντελώς θεραπευθή. Πέρασε από τότε διάστημα επτά μηνών και δεν αισθάνθηκα καμιά ενόχληση από την προηγούμενη αρρώστεια μου.
Η πίστις μας είναι ζωντανή και αληθινή. Οι Άγιοί μας σκορπίζουν ευεργεσίες πού δίδει η χάρις του Θεού. Εγώ ευεργετήθηκα από θαύμα της Αγίας Αννας. Στο Ναό της στο Αίγιο έκαμα την ευχαριστήρια λειτουργία μου, αλλά πάντοτε θα την ευγνωμονώ».
Η Μαγδαληνή Κασάμπαλη κάτοικος Κορυδαλλού (Τσουμαγιάς 5) διηγείται τα εξής:
«Έζησα μια φοβερή ταλαιπωρία στην οικογενειακή μου ζωή. Δεν μπορούσα να βγάλω πέρα τα παιδιά μου. Τα έχανα με αποβολή πριν γεννηθούν. Όχι, ένα και δυό, αλλά εννέα παιδιά. Κάποιος μου μίλησε για τα θαύματα της Αγίας Αννας, πού θαυματουργούσε στο Βόρι, αλλά και στο Αίγιο.
Πήγα κι εγώ στο Αίγιο και παρακάλεσα την Αγία. Ζήτησα να μου χαρίσει ένα παιδί, ένα κοριτσάκι. Πράγματι το δέκατο παιδί μου το έβγαλα καλά πέρα. Γεννήθηκε ανήμερα Χριστούγεννα, παιδί υγιές, μια χαρά.
Το ώνομασα Χριστιάνα. Το μοναχοπαίδι μου αυτό το οφείλω στην Αγία Αννα, η οποία άκουσε τις προσευχές μου και μετά από τόσα βάσανα μου χάρισε τη Χριστιάνα. Πάντοτε θα στρέφω με ευγνωμοσύνη τα λόγια της προσευχής μου στην Προμήτορα του Κυρίου μας την Αγία Αννα».
Η Φωτεινή σύζυγος Κων/νου Παπίρη κάτοικος Συνοικισμού Αιγίου (Νικομηδείας 16) διηγείται τα εξής:
«Είμαι ευγνώμων στην Αγία Αννα για μία ξεχωριστή ευεργεσία πού μου έκαμε. Το έτος 1953 αιφνιδίως αρρώστησε το παιδί μου ο Γιώργος από κυάνωση. Ήταν 4 ετών πού του παρουσιάστηκε αιματουρία. Οι γιατροί στο νοσοκομείο γνωμάτευσαν ότι είχε δηλητηριασθή το αίμα του. Ως εκ τούτου έκαναν συνεχείς μεταγγίσεις αίματος χωρίς όμως καλά αποτελέσματα. Επειδή δεν έβλεπαν βελτίωση απελπίσθηκαν για τη θεραπεία του.
-Έχετε άλλο παιδί; λέγει ο γιατρός.
-Έχουμε άλλο ένα γιατρέ.
-Ε να σάς ζήση αυτό το άλλο πού έχετε, αυτό δεν ήταν δικό σας.
Έφυγα θλιμμένη και πήγα στο σπίτι μου για να ετοιμάσω ότι θα χρειαζόταν για κηδεία. Αφού ετοίμασα, ξεκίνησα πάλι για το νοσοκομείο. Περνώντας από την εκκλησία είδα ότι ήταν ανοιχτή. Μπήκα κι έπεσα μπροστά στην εικόνα της Αγίας Αννας γονατιστή και ζήτησα με όλα τα δάκρυά μου και τον πόνο μου να μου χαρίση το παιδί μου.
Δε κατάλαβα πόσο έμεινα εκεί προσευχόμενη. Κάποτε σηκώθηκα, πήρα και λάδι από το καντήλι και κουβάλησα τα βήματά μου, κοντά στο ετοιμοθάνατο αγοράκι μου. Το σταύρωσα με το λαδάκι της Άγιας. Το θέλημα του Κυρίου ας γίνη. Εσύ Αγία Αννα μπορείς να το θεραπεύσης αν θελήσης.
Στις στιγμές αυτές της απελπισίας ο σύζυγός μου ζήτησε από τους γιατρούς να του δώσουν το παιδί να το μεταφέρη σε καλύτερο νοσοκομείο.
Να το πάρης, του είπαν, αλλά θα σου μείνη στο δρόμο. Για να σου φύγη όμως η ιδέα, να πάρουμε τον κ. Τσακίρη στην Πάτρα τηλέφωνο. Πράγματι τηλεφώνησαν στο γιατρό κ. Τσακίρη, ο οποίος συνέστησε να συνεχισθούν οι μεταγγίσεις αίματος μέχρι τελευταίας αναπνοής. Με την πρώτη μετάγγιση όμως έγινε φανερή η βελτίωση του παιδιού και γρήγορα στη συνέχεια πέρασε στην πορεία της αναρρώσεως. Σε λίγες ημέρες είχε γίνει εντελώς καλά.
Ζεί μέχρι σήμερα (1983) υγιής με την οικογένειά του. Η σωτηρία του παιδιού μου οφείλεται στη χάρη της Αγίας Αννας, την οποίαν πάντοτε δοξάζω και ευγνωμονώ».
Η Μαρία Μυλωνά θυγατέρα Ιω. Χαντζηαθανασίου από την Αρτάκη (1983) διηγείται τα εξής:
«Το έτος 1953 εγκατεστημένη ως πρόσφυγας στο Αίγιον, δούλευα σαν εργάτρια. Συνέβη κάποτε, ως πρόεδρος του σωματείου Εργατριών των σταφιδεργοστασίων να βρεθώ για υπηρεσίες στο εργοστάσιο συσκευασίας σταφυλιών Διγελιωτίκων. Εκεί κάτι πάτησα γλίστρησα κι έπεσα. Με το πέσιμο χτύπησα άσχημα το πόδι μου, το οποίον εκτός από το ότι έπαθε τραύμα με αιμάτωμα παρουσίασε και εξάρθρωση.
Με μετέφεραν στο σπίτι μου και περιποιήθηκα με τη βοήθεια του γιατρού στη συνέχεια το πόδι μου, το οποίο πρήσθηκε άσχημα. Έτσι έμεινα άρρωστη στο κρεββάτι. Να εργασθώ δεν μπορούσα, μπορούσα όμως να προσεύχωμαι. Ο πόνος αυξάνει τη θέρμη της προσευχής. Ιδιαίτερα παρακαλούσα την Αγία Αννα.
Ένα μεσημέρι εκεί πού συζητούσαμε με τη συμπεθέρα μου, η οποία μου έκανε συντροφιά, με πήρε ελαφρός ύπνος. Είδα τότε σε όνειρο να μπαίνη στο σπίτι μία περίπου, ψηλή γυναίκα μεγαλοπρεπής με καφέ φόρεμα. Μου έπιασε το πονεμένο πόδι και μου το τίναξε. Πόνεσα από το τίναγμα και στο ξύπνημά μου την άκουσα να μου λέγη.
-Το πόδι σου δεν έχει τίποτε. Μόνο όταν σηκωθής να δούλεψης και για μένα. Να ζητιανέψης, να μαζέψης χρήματα για να γίνη το σπίτι μου Δεν μου έμενε αμφιβολία ότι είχα δεχθή την επίσκεψη της Αγίας Αννας. Όταν θεραπεύθηκα έκαμα όπως μου ζήτησε. Ζητιάνεψα, ζήτησα βοήθεια από όσους εμπόρους εγνώριζα και από τους γνωστούς μου.
Όταν πληρώθηκαν οι εργάτριες, έβαλα ένα κουτί εκεί μπροστά τους και όλες έρριχναν με προθυμία. Ό,τι χρήματα μάζεψα τα παρέδωσα στην επιτροπή ανεγέρσεως για να γίνη το σπίτι της Αγίας Αννας, πού είναι και ο ενοριακός μας Ναός στο Συνοικισμό του Αιγίου».
Η Φωτεινή Μαντή, κάτοικος Αιγίου (Πλάτωνος 69) διηγείται το εξής περιστατικό.
«Πάει κοντά τρία χρόνια τώρα πού άρχισα να έχω ενοχλήσεις και πόνους στη χολή. Η κατάστασή μου σιγά-σιγά χειροτέρευε. Οι πόνοι γινόντανε όλο και πιο έντονοι. Πήγαινα στους γιατρούς, μου έδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα και δεν μπορούσα να ξυπνήσω απ αυτά τα φάρμακα. Καλό δεν έβλεπα, είχα απελπισθή. Τελευταία τον περασμένο Αύγουστο (1981) έκαμα εξετάσεις στην Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ο οποίος έκρινε αναγκαία την εγχείρηση για αφαίρεση χολής. Μου ώρισε τη Δευτέρα πρωί να είμαι στην Κλινική για εισαγωγή. Έφυγα πολύ στενοχωρημένη. Στη σκέψη μου καρφώθηκε η ιδέα ότι από την ιστορία αυτής της εγχειρήσεως δεν θα έβγαινα πέρα ζωντανή.
Η απελπισία άρχισε να με τυλίγη. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ιδιαίτερα στην ώρα της προσευχής μου. Τότε θυμήθηκα την Αγία Αννα. Σκέφθηκα πόσο πολύ την πίστευε και την παρακαλούσε η κουνιάδα μου η Θεοκλήτη. Καταγόταν από το Βόρι εκείνη. Το όνομα της Αγίας Αννας δεν έλειπε από το στόμα της.
Ζήτησα από τα βάθη της καρδιάς μου τη βοήθειά της. Την παρακάλεσα. Τα μάτια μου είχαν γίνει βρύσες.
Όταν ξημέρωσε ζήτησα από την κόρη μου, να με πάη στο Συνοικισμό στην Αγία Αννα. Πήγαμε το απόγευμα. Αφησα το τάμα μου, γονάτισα και προσκύνησα. Παρακάλεσα με δάκρυα. Εκρέμασα την ελπίδα μου στα χέρια της. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα καλά. Το πρωί πού ξύπνησα δεν ένιωθα κανένα πόνο. Έκαμα και τις δουλειές μου. Κατάλαβα ότι η Αγία Αννα έβαλε το χέρι της. Μετά από μερικές ημέρες επήγα στο γιατρό κ. Μαγκανιώτη να με εξετάση.
-Τί έγινε εδώ; λέγει. Τί έκαμνες στη χολη σου; Πώς εθεραπεύθη;
Χαμογέλασα.
-Έχω κι άλλο γιατρό ανώτερο από του λόγου σας, έχω την Αγία Αννα. Εκείνη με έκαμε καλά.
Από τότε πέρασαν οκτώ μήνες μέχρι τώρα. Δεν έκανα καμιά δίαιτα, όπως έκανα πρώτα, δεν ξαναπόνεσα και κάνω τις δουλειές μου. Ευχαριστώ, προσκυνώ και δοξάζω την Αγία Αννα».
Η κ. Σπυριδούλα Ταράτσα κάτοικος Αιγίου (Μ.Σπηλαίου 11) διηγείται (1983) το εξής περιστατικό.
«Από το έτος 1960 με ενοχλούσε μια αρρώστεια. Με έπιανε ένα δυνατό σφίξιμο στο στέρνο και συγχρόνως πόνος ισχυρός στην πλάτη και παράλυση κατά τη διάρκειά του στο αριστερό χέρι. Η αναπνοή τότε λειτουργούσε με πολλή δυσκολία. Η σοβαρή αυτή ενόχληση με έπιανε κατά διαστήματα, γινόταν δε εντονώτερη και μεγαλυτέρας διαρκείας όταν συνέβαινε να στενοχωρηθώ πολύ, μεγάλη δε έξαρση είχε κατά το γεγονός του θανάτου της μητέρας μου. Οι γιατροί στους οποίους κατέφευγα έδιδαν διάφορες ερμηνείες. Έλεγαν ότι έχει σχέση με το νευρικό σύστημα, είναι αγχώδης νεύρωσις. Το απέδιδαν σε σύνδρομο καρδιοπάθειας. Το καρδιογράφημα όμως δεν έδειχνε αρρώστεια.
Το έτος 1980, αρχές Φεβρουαρίου εκάμαμε το ετήσιο μνημόσυνο της μητέρας στην ιδιαίτερη πατρίδα μου Αγ. Πάντες Δωρίδος. Από το γεγονός αυτό δόθηκαν αφορμές, οι οποίες έκαμαν την αρρώστειά μου έντονη και ενοχλητική. Στις 8 Φεβρουαρίου το βράδυ της ιδίας χρονιάς γινόταν στην Αγία Αννα του Συνοικισμού ολονύκτια αγρυπνία (απόδοσις Υπαπαντής).
-Θα γίνη αγρυπνία το βράδυ μου, είπε ο σύζυγός μου ο Βαγγέλης, αλλά εσύ στην κατάσταση πού είσαι δεν πρέπει να έλθης.
-Όχι, είπα, θα έλθω. Έχω προστάτη μου την Αγία Αννα. Πολύ το θέλω και θα έλθω. Θα μείνω όσο μπορέσω.
Μετά τις 10 το βράδυ καθιστή στην καρέκλα μου παρακολουθούσα την αγρυπνία, οπότε αισθάνθηκα τη συνηθισμένη ενόχληση, αλλά τόσο έντονη, ώστε μου φάνηκε ότι σταμάτησε η αναπνοή μου. Με έπιασε τρεμούλα, μελάνιασαν τα χέρια μου και προς στιγμήν έχασα το φώς μου. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν πολύ βαριά, ότι θα πέθαινα εκείνη στιγμή. Με πολλή δυσκολία έκαμα νόημα στη διπλανή μου ότι είχα ανάγκη από βοήθεια.
Σήκωσα τα σβυσμένα μάτια μου στην Αγία Αννα και παρακάλεσα.
Αγία Αννα μου βοήθησέ με, είπα, δε θέλω να πεθάνω μέσα στην Εκκλησία. Αμέσως τότε άκουσα ένα δυνατό κράκ μέσα στο στήθος μου, όπως ξεριζώνεται ένα δένδρο. Ύστερα ένιωσα να φεύγη το κακό της αρρώστειας μου και σιγά-σιγά συνήλθα.
Στη διπλανή μου πού προσπαθούσε να βρή τρόπο να με βοηθήσει είπα να μην ανησυχή, γιατί η Αγία Αννα έβαλε το χέρι της. Από τη συγκίνηση και την εξάντληση δε μπόρεσα να παρακολουθήσω όλη την αγρυπνία. Έταξα ευχαριστήρια λειτουργία, την οποία και έκαμα. Από τότε 4 χρόνια τώρα ουδέποτε αισθάνθηκα αυτήν την ενόχληση πού είχα. Δοξάζω και ευγνωμονώ την Αγία Αννα».
Η Σταματίνα Μουγκάση κάτοικος Αιγίου (Αράτου 34) διηγείται τα εξής:
«Το έτος 1957 αρρώστησα ξαφνικά. Έμεινα στο Νοσοκομείο Αιγίου ένα μήνα. Οι γιατροί έκαναν διάφορες γνωματεύσεις και ανάλογες θεραπείες χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Στο τέλος με έστειλαν στον Ευαγγελισμό. Ανέλαβε ο ίδιος ο κ. Θωμάς Δοξιάδης, ο οποίος μετά τις εξετάσεις εγνωμάτευσε ότι είχα υπερθυρεοειδισμό. Με είχε κυριεύσει μία παράλυση ψυχική. Δεν είχα ενδιαφέρον για τίποτε. Στο σπίτι μου δεν ήθελα να πάω. Όρεξη για φαγητό δεν είχα. Μου έδιναν λουμινάλ. Σκεπτόμουνα να αυτοκτονήσω.
Από τον Ευαγγελισμό, χωρίς καμιά βελτίωση της καταστάσεώς μου, με έφεραν στο Αίγιο. Χρειαζόταν να είναι συνέχεια κοντά μου άνθρωπος. Ήμουν άχρηστη για ο,τιδήποτε και μιλούσα απελπισμένα για αυτοκτονία. Έμεινα λίγο καιρό στο Αίγιο. Ύστερα με ξαναπήγαν στον Ευαγγελισμό, όμως με ξανάφεραν στην ίδια κατάσταση στο Αίγιο.
Με πήραν από το σπίτι μου, επειδή είχα ανάγκη από άνθρωπο και με πήγαν να μείνω στο σπίτι της θείας μου Αννας Τσιλιμπούρη. Έμενα συνέχεια κρεββατωμένη. Είχα δυο παιδάκια και δεν ήθελα ούτε να τα θυμάμαι.
Πολλές πού με επισκέπτονταν έλεγαν να πάμε σε μάγισσες να ιδούμε, αλλά η μάνα μου δεν ήθελε ούτε να ακουση για τέτοια. Η θεία Αννα είχε μεγάλη πίστη στην Αγία Αννα, διότι είχε κάμει την ίδια καλά από βαριά αρρώστεια. Πρότεινε να φέρουμε σπίτι την εικόνα της Αγίας Αννας.
-Την Αγία Αννα θα φέρουμε, μου έλεγαν μαζύ με τη μητέρα μου. Να την παρακάλεσης με την ψυχή σου και θα γίνης καλά.
Έτσι λοιπόν έφεραν την εικόνα, η οποία έμεινε στο σπίτι, πάνω από το κεφάλι μου 18 ημέρες. Ο ιερεύς διάβαζε το πρωί αγιασμό και το βράδυ παράκληση. Στον 18ον αγιασμό κάθησα κάτω στο δάπεδο και μου έδωσαν την εικόνα στην αγκαλιά. Περίμενα να με κουνήση όπως είχα ακούσει αλλά δεν έκαμε η εικόνα καμιά κίνηση. Στενοχωρήθηκα πού δεν με κούνησε.
-Δεν έχει να κάμη αυτό, έλεγε η μητέρα μου, η Αγία Αννα θα σε κάμη καλά.
Πράγματι εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα καλά, ηρέμησα, ξαναβρήκα τον εαυτό μου, ανέκτησα τις δυνάμεις μου. Σηκώθηκα σύντομα και πήγα και βρήκα τα παιδιά μου πού τα είχα εγκαταλείψει. Τα έλουσα, τα περιποιήθηκα. Από τότε μέχρι σήμερα (1983) δεν γνωρίζω τί θα ειπή αρρώστεια. Αντιμετώπισα τα προβλήματα της ζωής και της οικογενείας μου δουλεύοντας σκληρά. Αυτή την ευεργεσία πάντοτε την ενθυμούμαι και προσπαθώ να είμαι ευγνώμων στην Αγία Αννα».
Στο Προσκύνημα της Παναγίας Τρυπητής Αιγίου, το ωραίο ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο στο οποίο αναπαύεται η θαυματουργός εικόνα έχει μία επιγραφή «Αφιέρωμα Δ. Τσούλη». Αφιέρωμα προς έκφρασιν ευγνωμοσύνης του δωρητή (κάτοικος Αιγίου, Νικ. Πλαστήρα 83) του οποίου η σύζυγος Κυριακή διηγείται το εξής:
«Πάντα είχα ξεχωριστό σεβασμό στην Αγία Αννα. Μου την είχε μεταδώσει ο αείμνηστος παππούς μου παπα-Αντώνης πού ήταν εφημέριος στη χάρη της εκεί στην πατρίδα. Έτσι λοιπόν στη μεγάλη μου στενοχώρια μετά το γάμο μου, όταν πίστεψα πώς ήταν δύσκολο να βγάλω πέρα παιδί, κατέφυγα με την προσευχή μου στην Αγία Αννα. Είχα χάσει το πρώτο μου παιδί με αποβολή και οι γιατροί με είχαν απελπίσει.
Την παραμονή της χειμωνιάτικης εορτής της Αγίας Αννας (9 Δεκεμβρίου του 1961) στη βραδυνή μου προσευχή παρακάλεσα με θέρμη. Τη νύχτα εκείνη είδα όνειρο πού ήταν απάντηση στην προσευχή μου. Είδα πώς βρέθηκα στην Εκκλησία της Αγίας Αννας μπροστά στην εικόνα της. Παρατήρησα τότε με έκπληξη δίπλα στην Παναγιά πού κρατούσε η Αγία Αννα στην αγκαλιά της να είναι και ένα άλλο παιδάκι. Ακουσα τη φωνή της να μου λέγη: Κυριακή το μωρό αυτό είναι δικό σου.
Πίστεψα από τότε ότι η Αγία Αννα θα μου έδινε τη χαρά να γίνω μητέρα. Πήγα στην Εκκλησία άναψα λαμπάδα, προσευχήθηκα, ευχαρίστησα. Μετά απ αυτό απέκτησα τη μοναχοκόρη μου Μαρία. Ο σύζυγός μου για να εκφράση την ευγνωμοσύνη του έδώρησε το Προσκυνητάτιο για την εικόνα της Παναγίας Τρυπητής».
Η κ. Ελένη Λαλά κατάγεται από το Αίγιο και μένει στην Αθήνα (Τιμαίου 35) και η οποία επιθυμεί να δημοσιεύση (1983) το εξής περιστατικό:
«Στο λαιμό μου είχε δημιουργηθή ένας όγκος, ο οποίος μεγαλώνοντας εμπόδιζε τη λειτουργία των φωνητικών μου οργάνων. Μιλούσα με μεγάλη δυσκολία.
Εκινδύνευα να χάσω εξ ολοκλήρου τη μιλιά μου. Ο γιατρός συνέστησε να γίνη εγχείρηση. Εγώ πριν πάω για εγχείρηση ήλθα στο Αίγιο στην Αγία Αννα και επικαλέσθηκα τη χάρη Της. Επιστρέφοντας στην Αθήνα αισθάνθηκα να καλλιτερευη η κατάστασις της φωνής μου.
Ο γιατρός μου έκανε εξέταση και βρήκε ότι ο όγκος είχε εξαφανισθή. Ήμουν τελείως καλά. Ευχαριστώ και δοξάζω την Αγία Αννα και δεν θα παύσω να επικαλούμαι τη χάρη της».
Η Ελένη Χατζησοφιανού, κάτοικος Αιγίου (1983), διηγείται τα εξής:
«Το έτος 1940 μετά από τοκετό έπαθα φλεβίτη. Εξαιτίας του λόγω κακής κυκλοφορίας του αίματος είχα πρησθή. Οι γιατροί δεν μου έδιδαν ελπίδες θεραπείας. Νομίζαμε πώς έφταιξε η μαμή και ρίχναμε τις ευθύνες σε κείνη. Ένα μεσημέρι όπως ήμουν σε βαριά κατάσταση, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού μου και μπήκε μέσα μια μαυροφόρα με σπαστά γκρίζα μαλλιά.
-Τί κάνεις, μου είπε, περαστικά σου. Τότε εγώ έβαλα μια φωνή.
-Γιατί μ άφησαν μοναχή; Πού είναι η μάνα μου, πού είναι το παιδί;
-Εδώ είναι η μάνα σου, είπε η επισκέπτρια, εδώ είναι και το παιδί σου. Θα υποφέρης, θα φθάσης στο χείλος του τάφου, αλλά μή φοβηθής, δεν θα πεθάνης.
-Εσύ ποιά είσαι;
-Εγώ είμαι η Αννα, είπε. Μην τάχετε με τη μαμή. Δεν φταίει εκείνη. Ήταν να το πάθης και τώπαθες.
Αυτά είπε και χάθηκε από τα μάτια μου. Κάλεσα τον ιερέα μας τον π. Ανδρέα Κουμπέτσο με την εικόνα της Αγίας Αννας και έψαλε αγιασμό. Σιγά-σιγά πήρα το καλύτερο προς έκπληξη του γιατρού και σε τέσσαρες μήνες ήμουν εντελώς καλά».
Η κ. Κωνσταντίνα Πατσοπούλου κάτοικος Αιγίου (Κωνσταντινουπόλεως 57) διηγείται τα εξής:
«Το 1980 εξ αιτίας μιάς μεγάλης μου στενοχώριας έπαθα εγκεφαλικό επεισόδιο. Ήταν ανήμερα της Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγής). Νοσηλεύθηκα στην Κλινική του Καλαμπόκα. Θεραπεύθηκα μέν, αλλά μου έμεινε από τότε μια επιληψία. Τακτικά στη βδομάδα, στις δέκα ημέρες απροειδοποίητα έπεφτα όπου και αν βρισκόμουν. Με μάζευαν από τους δρόμους πολλές φορές και με πήγαιναν στο σπίτι μου. Κατέφυγα στους γιατρούς. Μου έδωσαν χάπια. Δεν έβλεπα θεραπεία. Ξαναπήγα.
Τους είπα.
-Πέφτω και με μαζεύουν από τους δρόμους.
-Να πέφτης και να σηκώνεσαι, μου απάντησαν. Αυτή η ταλαιπωρία συνεχιζόταν επί ένα χρόνο.
Στο τέλος, πήγα στην Αθήνα στον κρανιολόγο κ. Ηλία Φράγκο. Αυτός μου έκανε μία ειδική εξέταση τη λεγόμενη αξονική τομογραφία, η οποία έδειξε στη δεξιά πλευρά του κρανίου μία ουλή (γούβα) μ ένα αιμάτωμα μέσα. Η κίνησις πού γινόταν σ αυτό το αιμάτωμα προκαλούσε την επιληψία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος θεραπείας από την εγχείρηση. Έπρεπε να μου ανοίξουν το κρανίο στα δυό. Για να κάμω δεύτερη αξονική τομογραφία ήταν απαραίτητο να περάσουν οκτώ μήνες. Με έδιωξαν οι γιατροί με την εντολή να γυρίσω σε οχτώ μήνες. Είχα μεγάλη απελπισία. Φοβόμουν πολύ αυτή την εγχείρηση στο κεφάλι. Πίστευα πώς δεν θα ζούσα, αλλά κι αν γλύτωνα το θάνατο θα ήμουν άχρηστευμενη.
Συνέπεσε τότε να φέρουν στο Αίγιο για προσκύνημα στην Αγία Αννα του Συνοικισμού από το Άγιον Όρος το δεξιό πόδι της Αγίας Αννας. Πήγα κι εγώ και προσκύνησα και με πολλή συντριβή παρακάλεσα τη Μητέρα της Θεοτόκου. Εζήτησα να με κάμη καλά κι έταξα να βγώ να μαζέψω χρήματα και να πάω μία λαμπάδα μέχρι το μπόι μου.
Πέρασε αρκετό διάστημα και πλησίαζε ο καιρός για την εγχείρηση. Τρεις ημέρες πριν ξεκινήσω είδα ένα όνειρο. Βρέθηκα έξω από το Νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Εκεί θα γινόταν η εγχείρηση. Είδα εκεί μια σεβαστή ηλικιωμένη γυναίκα.
Στεκόταν έξω από τη σιδερόπορτα του Νοσοκομείου κι έγώ με τη βαλίτσα στο χέρι από μέσα.
-Πού πάς Ντίνα μου, είπε.
-Πάω για εγχείρηση Αννα, απάντησα. Είχα την ιδέα ότι μου ήταν γνωστή.
-Να σηκωθής να φύγης και να πάς στο σπίτι σου, γιατί ο άνδρας σου κλαίει. Η εξέτασή σου θα είναι αρνητική.
Το όνειρό μου αυτό το εξήγησα σαν επίσκεψη της Αγίας Αννας πού είχα παρακαλέσει.
Μετά από τρεις ημέρες στον Ευαγγελισμό, μου έκαμαν την αξονική τομογραφία. Ο κρανιολόγος καθηγητής του Ευαγγελισμού κ. Καρβούνης βρέθηκε προ εκπλήξεως.
-Κυρά μου κάποιον Άγιο έχεις και να πάς να τον ευχαριστήσης. Δεν φαίνεται σε τούτη την εξέταση τίποτε. Καλά το αιμάτωμα, μπορεί να υποθέση κανείς ότι το απορρόφησε ο οργανισμός, η ουλή (γούβα) όμως τί έγινε; Είναι θαυμαστό. Εγώ όμως εγνώριζα τί έγινε, το πήρε το χέρι της Αγίας Αννας. Από τότε είμαι καλά στην υγεία μου και πάντα προσπαθώ να ευρίσκω τρόπους για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου».