Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024 -

Άγιος Γέροντας Παΐσιος: «Πως θα αντισταθείτε στο κακό»



-Γέροντα, μερικές φορές οι πειρασμοί έρχονται ο ένας πάνω στον άλλον και δεν αντέχω.

-Να σου πω μια λύση, για να τους αποφύγεις; Θα την δεχθείς; 

-Ναι
-Η μόνη λύση για να αποφύγεις τους πειρασμούς, είναι να … συμμαχήσεις με τον διάβολο! Τι γελάς; Δεν σου αρέσει αυτή η λύση; Κοίταξε να σου πω. Όσο κανείς αγωνίζεται, θα έχει πειρασμούς και δυσκολίες. Και όσο προσπαθεί να αποφύγει τον πειρασμό, τόσο κόντρα του πάει ο διάβολος. Αλλά με τους πειρασμούς – αν τους αξιοποιήσουμε σωστά -, δίνεται η ευκαιρία, επειδή μερικές φορές η ζωή μας είναι αντιευαγγελική, να γίνει «ευαγγελική».

-Γέροντα, σκαλώνω σε μερικά ασήμαντα πράγματα και δεν έχω διάθεση μετά να αγωνισθώ για κάτι ανώτερο.

– Αυτά είναι σαν τις νάρκες που βάζει ο εχθρός, για να αχρηστέψει τον στρατό. Το ταγκαλάκι (έτσι αποκαλούσε ο Γέροντας τον διάβολο και τα δαιμόνια) όταν δει ότι δεν μπορεί να κάνει άλλη ζημιά στον αγωνιστή , κοιτάει πώς να τον αχρηστέψει με ασήμαντα πράγματα. Ύστερα, να ξέρεις ότι υπάρχουν και μικρά ταγκαλάκια, που κάνουν όμως μεγάλη ζημιά. Μια φορά ρώτησαν ένα μικρό ταγκαλάκι: «Τάχα τι μπορείς να κάνεις εσύ;». «Εγώ τι μπορώ να κάνω; Πάω και μπερδεύω τις κλωστές στις μοδίστρες, στους τσαγκάρηδες, απάντησε, και τους κάνω να θυμώνουν». Τα μεγαλύτερα σκάνδαλα γίνονται από τιποτένια πράγματα, όχι μόνο σ’ εμάς, αλλά μερικές φορές και στα κράτη. Στους πνευματικούς ανθρώπους δεν υπάρχουν σοβαρές αφορμές για σκάνδαλα. Από το μικρά παίρνει ο διάβολος αφορμή. Τσακίζει τον άνθρωπο ψυχικά με κάτι χαζά, παιδικά πράγματα, οπότε κάνει την καρδιά του όπως εκείνος θέλει και μένει μετά κανείς ένα κούτσουρο.

-Γιατί, Γέροντα, ενώ βάζω ένα πρόγραμμα, μια σειρά στον αγώνα μου, και ξεκινώ με διάθεση να αγωνισθώ, σύντομα ξεχνιέμαι;

-Δεν ξέρεις; το ταγκαλάκι, όταν πάρει είδηση ότι κάνουμε δουλειά πνευματική, τότε γυρίζει το κουμπί αλλού. Ενώ βάζουμε ένα πρόγραμμα, μια άλφα σειρά, βρισκόμαστε σε άλλη και, αν δεν προσέξουμε, το αντιλαμβανόμαστε μετά από μέρες. Γι’ αυτό ο αγωνιστής πρέπει να πηγαίνει όλο κόντρα στον διάβολο- φυσικά με διάκριση- και να τον παρακολουθεί κάποιος έμπειρος Πνευματικός.

-Έναν άνθρωπο που δεν κάνει λεπτή εργασία στον εαυτό του, ο σατανάς τον πολεμάει;

-Ο σατανάς δεν πάει σε έναν άχρηστο άνθρωπο, αλλά πάει σε έναν αγωνιστή, για να τον πειράξει και να τον αχρηστέψει. Δεν χάνει τον καιρό του να κάνει λεπτή εργασία σε κάποιον που δεν έχει κάνει λεπτή εργασία. Στέλνει σ’ αυτόν που ράβει με σακοράφα, διάβολο με σακοράφα. Σ’ αυτόν που κάνει λεπτό εργόχειρο, στέλνει διάβολο που κάνει λεπτό εργόχειρο. Σ’ αυτόν που κάνει πολύ ψιλό κέντημα, στέλνει διάβολο για πολύ ψιλή εργασία. Σ’ αυτούς που κάνουν χονδρή δουλειά στον εαυτό τους, στέλνει χονδρό διάβολο.

Στους αρχάριους στέλνει αρχάριο διάβολο. Οι άνθρωποι που έχουν λεπτή ψυχή, πολύ φιλότιμο και είναι ευαίσθητοι, χρειάζεται να προσέξουν, γιατί βάζει και ο διάβολος την ουρά του και τους κάνει πιο ευαίσθητους, και μπορεί να φθάσουν στην μελαγχολία ή ακόμη-Θεός φυλάξοι- και στην αυτοκτονία. Ο διάβολος, ενώ εμάς τους ανθρώπους μας βάζει να πηγαίνουμε κόντρα στον πλησίον μας και να μαλώνουμε, ο ίδιος ποτέ δεν πάει κόντρα.
Τον αμελή τον κάνει πιο αμελή. τον αναπαύει με τον λογισμό: «το κεφάλι σου πονάει, είσαι αδιάθετος. δεν πειράζει και αν δεν σηκωθείς για προσευχή». Τον ευλαβή τον κάνει πιο ευλαβή, για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια, ή τον σπρώχνει να αγωνισθεί περισσότερο από τις δυνάμεις του, ώστε να αποκάμει και να αφήσει μετά όλα τα πνευματικά του όπλα και να παραδοθεί ο πρώην πολύ αγωνιστής. Τον σκληρόκαρδο τον κάνει πιο σκληρόκαρδο, τον ευαίσθητο, υπερευαίσθητο.

Και βλέπεις πόσοι άνθρωποι, άλλοι έχουν κάποια ευαισθησία και άλλοι γιατί έχουν κλονισθεί τα νεύρα τους, ταλαιπωρούνται με αϋπνίες και παίρνουν χάπια ή βασανίζονται και χαραμίζονται στα νοσοκομεία. Σπάνια να δεις άνθρωπο ισορροπημένο. Έγιναν μπαταρίες οι άνθρωποι. Οι περισσότεροι σαν να έχουν ηλεκτρισμό. Όσοι μάλιστα δεν εξομολογούνται, δέχονται επιδράσεις δαιμονικές. έχουν έναν δαιμονικό μαγνητισμό, γιατί ο διάβολος έχει εξουσία επάνω τους. Λίγοι άνθρωποι, είτε αγόρια είτε κοπέλες είτε ηλικιωμένοι είναι, έχουν ένα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τι θα πει δαιμονισμός; Να μην μπορείς να συνεννοηθείς με τον κόσμο.

Είπα σε κάποιους γιατρούς που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει». Η αναισθησία του διαβόλου είναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά ή στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιεί χωρίς να αντιδράσουν. Ο διάβολος, όταν θέλει να πολεμήσει έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνει τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο, και μετά πηγαίνει ο ίδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει …;
Αλλά προηγείται ο …; «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «υβρισθήναι, χλευασθήναι κ.λπ.», και τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε κι αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σας έχω πει παραδείγματα;

Παλαιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν λοιπόν μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!».

Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ’ το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ο Εβραίος, θα σου δώσω το πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο, σου λέει «τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε …;», και δήθεν «για τα παιδιά του πιο φθηνό», έδωσε τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο! Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει;

Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί. έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Αλλά τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο!
Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Αλλά για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος. σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από ‘δω, σε τραβάει από ‘κει, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για αλλού ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.

Ο διάβολος κάνει το παν για να μη βοηθηθεί ο άνθρωπος

Ο διάβολος είναι τεχνίτης. Αν φέρει λ.χ. την ώρα της Θείας Λειτουργίας σε έναν πνευματικό άνθρωπο έναν ελεεινό λογισμό, εκείνος θα τον καταλάβει, θα τιναχθεί και θα τον διώξει. Γι’ αυτό του φέρνει έναν πνευματικό λογισμό. «Το τάδε βιβλίο, του λέει, γράφει αυτό για την Θεία Λειτουργία». Μετά θα του τραβήξει την προσοχή λ.χ. στον πολυέλαιο. Θα αναρωτηθεί ποιος άραγε να τον έφτιαξε. Ή θα του θυμίσει έναν άρρωστο που πρέπει να πάει να τον δει. «Α! έμπνευση, λέει, την ώρα της Θείας Λειτουργίας», ενώ είναι ο διάβολος που μπαίνει ενδιάμεσος και πιάνει ο άνθρωπος την συζήτηση με τον λογισμό του. Οπότε ακούει τον ιερέα να λέει «Μετά φόβου …;» και τότε καταλαβαίνει ότι τελείωσε η Θεία Λειτουργία και εκείνος δεν συμμετείχε καθόλου.

Να, και εδώ στον Ναό. πηγαίνει η εκκλησάρισσα να ανάψει τα κεριά στον πολυέλαιο και έχω παρατηρήσει ότι και μεγάλους ακόμα τους αποσπά ο πειρασμός εκεί πέρα και χαζεύουν την αδελφή πως ανάβει τα κεριά. Αυτό είναι τελείως παιδικό. Μόνον τα μικρούτσικα παιδάκια χαίρονται με κάτι τέτοια και λένε: «Τα άναψε!». Δηλαδή, αυτό για τα μικρά παιδάκια είναι δικαιολογημένο, αλλά για τους μεγάλους; Ή, ενώ πρέπει να αποφεύγουμε τις κινήσεις την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ο πειρασμός μπορεί να βάλει εκείνη την ιερή ώρα μια αδελφή να γυρίζει στο αναλόγιο τα φύλλα του βιβλίου, να κάνει θόρυβο και να αποσπά τους άλλους.
Ακούνε «κριτς-κριτς», «τι γίνεται;» λένε και φεύγει έτσι ο νους από τον Θεό και χαίρεται το ταγκαλάκι. Γι’ αυτό να προσέχουμε να μη γινόμαστε εμείς αιτία να αποσπάται η προσοχή των άλλων την ώρα της θείας λατρείας. Κάνουμε ζημιά στον κόσμο και δεν το καταλαβαίνουμε. Ή παρατηρήστε σε καμία ανάγνωση. Όταν φθάσει ο αναγνώστης στο πιο ιερό σημείο, από το οποίο θα βοηθηθούν οι άνθρωποι, τότε ή θα χτυπήσει δυνατά από το αέρα η πόρτα ή θα βήξει κάποιος και θα αποσπασθεί η προσοχή τους και δεν θα ωφεληθούν από αυτό το ιερό σημείο. Έτσι κάνει την δουλειά του το ταγκαλάκι.

Ω, αν βλέπατε τον διάβολο πως κινείται! Δεν τον έχετε δει, γι’ αυτό δεν καταλαβαίνετε μερικά πράγματα! Κάνει το παν, για να μη βοηθηθεί ο άνθρωπος. Το έχω παρατηρήσει στο Καλύβι, όταν συζητώ. Μόλις φθάσω ακριβώς στο σημείο που θέλω, στο πιο ευαίσθητο, για να βοηθήσω αυτούς που με ακούν, τότε ή κάποιος θόρυβος γίνεται ή έρχονται άλλοι και διακόπτω. Τους βάζει προηγουμένως ο διάβολος να χαζεύουν απέναντι την Σκήτη ή να βλέπουν κάτι, και κανονίζει να έρθουν στο πιο λεπτό σημείο της συζητήσεως για να αλλάξω θέμα και να μην ωφεληθούν. Γιατί, όταν αρχίσει η συζήτηση, ξέρει ο διάβολος που θα καταλήξει και, επειδή βλέπει ότι θα πάθει ζημιά, στέλνει κάποιον ακριβώς στο πιο ευαίσθητο σημείο, για να με διακόψει. «Ε, Πάτερ, από πού να μπούμε;», φωνάζει. «Πάρτε λουκούμια και νερό και ελάτε από ‘κει», τους λέω. Άλλοι μπαίνουν εκείνη την στιγμή μέσα, οπότε με διακόπτουν, γιατί πρέπει να σηκωθώ να χαιρετήσω.

Άλλοι έρχονται μετά από λίγο και πρέπει πάλι να σηκωθώ, αρχίζουν και την κουβέντα «από πού είσαι κ.λπ.» …; Οπότε είμαι αναγκασμένος να αρχίσω πάλι από την αρχή, να ξαναπώ φερ’ ειπείν το παράδειγμα που έλεγα. Μόλις προχωρώ, φωνάζει από κάτω άλλος: «Ε, Πάτερ Παϊσιε, που μένεις; Από ‘δω είναι η πόρτα;». Άντε ξανά να σηκωθείς …; Βρε τον πειρασμό! Έξι-επτά φορές μια μέρα μου έκανε το ίδιο, μέχρι που αναγκάσθηκα και έβαλα μερικούς …; φρουρούς! «Εσύ κάθισε εκεί και κοίταζε να μην έρθει κανένας από ‘κει. Εσύ κάθισε εδώ, μέχρι να τελειώσω την δουλειά μου». Έξι-επτά φορές να αρχίζεις ολόκληρη ιστορία, να τους φέρνεις στο σημείο που θα βοηθηθούν, και τα ταγκαλάκια να δημιουργούν σκηνές!

Βρε τον πειρασμό τι κάνει! Γυρίζει το κουμπί συνέχεια σε άλλη συχνότητα. Μόλις ο αγωνιζόμενος πάει να συγκινηθεί λίγο από κάτι, τακ, του γυρίζει το κουμπί αλλού και ξεχνιέται με εκείνο. Θυμάται πάλι κάτι πνευματικό; Τακ, του θυμίζει κάτι άλλο. Τον κάνει όλο τούμπες. Ο άνθρωπος, αν μάθει πως εργάζεται ο διάβολος, θα απαλλαγεί από πολλά πράγματα.

-Γέροντα, πως θα μάθει;

-Να παρακολουθεί. Άμα παρακολουθεί κανείς, μαθαίνει. Βλέπεις, οι τσοπαναραίοι είναι οι καλύτεροι μετεωρολόγοι, γιατί παρακολουθούν τα σύννεφα, τον αέρα.

Πηγή: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β’ «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ»