Το σπήλαιο της Ανεμότρυπας των Πραμάντων, στα Τζουμέρκα, μία μεγαλειώδης δημιουργία της φύσης με ιστορία 15 εκατομμυρίων ετών. Πρόκειται για το μοναδικό σπήλαιο στην Ελλάδα, το οποίο διασχίζει ποτάμι σε ολόκληρο το μήκος του.
Το 1960, δύο νέοι της περιοχής, ο Αποστόλης Λάμπρης και ο Γιώργος Καρακώστας, σε υψόμετρο 900 μέτρων, βρέθηκαν στην πλαγιά του βουνού και αντιλήφθηκαν πως υπήρχε μια μικρή σχισμή στους βράχους, η οποία ανέδυε δροσερό αέρα.
«Αυτό το γεγονός, ήταν και η αφορμή ώστε να εξερευνηθεί το εσωτερικό των βράχων, να ανακαλυφθεί η ύπαρξη του σπηλαίου και να του δοθεί το όνομα Ανεμότρυπα» εξηγεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Βαγγέλης Γιωτόπουλος, σύμβουλος Τουρισμού και Πολιτισμού στον δήμο Βορείων Τζουμέρκων, ο οποίος στη συνέχεια μάς ξεναγεί στο άγνωστο σε πολλούς «γλυπτό» της φύσης.
Κατά την είσοδο στο σπήλαιο, ο ήχος του νερού, που έρχεται από το βάθος, οι πρώτες εικόνες από τους σταλακτίτες, αλλά και η θερμοκρασία που αγγίζει τους 19 βαθμούς, προϊδεάζουν τον επισκέπτη ότι η εξερεύνηση θα είναι απολαυστική και η διαδρομή πάνω στον αντιολισθητικό διάδρομο, ασφαλής. Το σπήλαιο είναι βάραθρο, δηλαδή έχει τη μορφή ενός απόκρημνου χάσματος στη γη, καθώς το ποτάμι έχει διαμορφώσει το εσωτερικό σε τρία επίπεδα.
Το πρώτο, που είναι και το πιο παλιό, έχει καταρρεύσει και ελάχιστα σημεία του διασώζονται ακέραια.
Το τρίτο και τελευταίο επίπεδο φιλοξενεί την κοίτη του ποταμού και συνεχίζει να μεταβάλλεται μέχρι και σήμερα καθώς οι ειδικοί σημειώνουν, πως τα νερά του σχηματίζουν νέες προεκτάσεις του σπηλαίου.
Οι συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας στο σπήλαιο είναι σταθερές ολόκληρο τον χρόνο. Πιο συγκεκριμένα, η θερμοκρασία αέρα, βρίσκεται πάντα στους 19 βαθμούς Κελσίου, του νερού είναι σταθερή στους 10 βαθμούς Κελσίου.
Θεωρείται το πιο λευκό σπήλαιο στην Ελλάδα, καθώς φιλοξενεί στους κόλπους του καθαρό ασβεστόλιθο. Ο κ. Γιωτόπουλος επισημαίνει ότι, η ύπαρξη του ασβεστόλιθου, ενισχύει την άποψη των σπηλαιολόγων που υποστηρίζουν ότι το σπήλαιο δημιουργήθηκε πάνω σε πυθμένα θαλάσσης, μια και ο ασβεστίτης δημιουργείται από θαλασσινά όστρακα και εξηγεί πως η θάλασσα δεν βρισκόταν ποτέ στα 900 μέτρα υψόμετρο, αλλά το επίπεδο του σπηλαίου βρισκόταν στο μηδέν και ανυψώθηκε γεωμορφολογικά με τη δημιουργία οροσειράς. Ειδικότερα, σύμφωνα με επιστημονική χρονολόγηση που διεξήχθη στο παρελθόν, τα πετρώματα του σπηλαίου χρονολογούνται μεταξύ 12 και 15 εκατομμυρίων ετών.
Το σπήλαιο είναι καθημερινά επισκέψιμο όλο το χρόνο.