Με προσωρινή σύνταξη 192 ευρώ - 268 ευρώ το μήνα θα πρέπει να ζουν, όσοι νέοι συνταξιούχοι συνταξιοδοτηθούν με αναπηρία 50% ή με μειωμένη (έως και 5 έτη νωρίτερα από τα γενικά ηλικιακά όρια) ή λόγω χηρείας ενώ τα ποσά των προσωρινών συντάξεων για όσους συνταξιοδοτούνται με πλήρη σύνταξη θα είναι από 384€ η κατώτατη μέχρι 768€ η ανώτατη, ανάλογα με το ύψος των αποδοχών τους τους τελευταίους 12 μήνες πριν από τη συνταξιοδότηση.
Τα ποσά προκύπτουν από το νέο ασφαλιστικό νόμο και εγκύκλιο που εξέπεσε το ΙΚΑ καταγράφοντας 4 κατηγορίες νέων συνταξιούχων οι οποίοι δεν θα λαμβάνουν ούτε προσωρινή σύνταξη. Είναι όσοι δεν έχουν καταθέσει ολα τα δικαιολογητικά, όσοι δεν έχουν διακόψει την εργασία τους, αν δεν έχουν αναγνωρίσει χρόνο ασφάλισης που χρειάζεται για να συνταξιοδοτηθούν και όσοι οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 43 του Ν.3996/2011 ποσά (20.000 € κατ' ανώτατο όριο για τον ΟΑΕΕ και 15.000 € κατ' ανώτατο όριο για το ΕΤΑΑ).
Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Η χορήγηση προσωρινής σύνταξης με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 4387/2016 αφορά αιτήσεις συνταξιοδότησης οι οποίες κρίνονται με το νέο τρόπο υπολογισμού της σύνταξης που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Το ποσό της προσωρινής σύνταξης του άρθρου 29 του Ν. 4387/2016 κυμαίνεται από 384 € έως 768 €. Το ανώτατο και το κατώτατο ποσό προσωρινής σύνταξης ισχύει μόνο όταν χορηγείται πλήρης σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας (με ποσοστό 80% και άνω). Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δικαιούται μειωμένη σύνταξη, το ανώτατο και κατώτατο όριο μειώνονται ανάλογα, σύμφωνα με το ισχύον κατά περίπτωση και αιτία συνταξιοδότησης ποσοστό μείωσης.
ΕΝΤΟΣ 2 ΜΗΝΩΝ
Η απόφαση χορήγησης προσωρινής σύνταξης στους δικαιούχους εκδίδεται εντός δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Η προθεσμία αυτή ισχύει και στις περιπτώσεις όπου υφίσταται χρόνος διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς. Όμως, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις, όταν οι ασφαλισμένοι δεν έχουν καταθέσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, δεν δικαιούνται προσωρινή σύνταξη. Στην περίπτωση αυτή, η ανωτέρω προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία κατάθεσης όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών. Ειδικά για τους ασφαλισμένους για τους οποίους η χορήγηση της σύνταξης εξαρτάται από τη διαπίστωση της αναπηρίας τους από τις υγειονομικές επιτροπές ΚΕ.Π.Α., η δίμηνη προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία οριστικοποίησης της γνωμάτευσης της υγειονομικής επιτροπής [εάν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής (ΒΥΕ) από την ημερομηνία οριστικοποίησης της γνωμάτευσης αυτής]. Επίσης, κατά τον υπολογισμό του ποσού της προσωρινής σύνταξης με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, εάν ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης της παρ. 1 του άρθρου 29 του Ν. 4387/2016 δεν επαρκεί (12 μήνες), λόγω αλλαγής επαγγελματικής κατεύθυνσης του ασφαλισμένου, θα λαμβάνεται υπόψη και ο διαδοχικά διανυθείς χρόνος ασφάλισης που εμπίπτει στην περίοδο αυτή (12μηνο). Στην περίπτωση αυτή η έκδοση της απόφασης για τη χορήγηση της προσωρινής σύνταξης θα γίνεται μετά τη γνωστοποίηση του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών (εάν πρόκειται για μισθωτό) ή του μέσου μηνιαίου εισοδήματος (εάν πρόκειται για αυτοαπασχολούμενο, ελεύθερο επαγγελματία ή ασφαλισμένο του ΟΓΑ) από τον συμμετέχοντα φορέα.
ΠΟΙΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΙ
Κατά ρητή πρόβλεψη στη διάταξη του άρθρου 29, ο ασφαλισμένος δεν δικαιούται προσωρινή σύνταξη:
1. Όταν οι ασφαλισμένοι δεν έχουν καταθέσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
2. Αν κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης δεν έχει διακόψει την εργασία του. Προκειμένου να χορηγηθεί η παροχή από την ημερομηνία διακοπής της εργασίας, θα πρέπει να γνωστοποιήσει εγγράφως στην υπηρεσία απονομής συντάξεων τη διακοπή της (εάν δεν έχει δηλώσει στην αίτηση συνταξιοδότησης ότι δεν επιθυμεί τη χορήγηση προσωρινής σύνταξης, σύμφωνα με την παρ. 7α). Εάν ο ασφαλισμένος κατά την αίτηση συνταξιοδότησης είχε αποποιηθεί την παροχή, η χορήγησή της δεν μπορεί να γίνει πριν από την ημερομηνία διακοπής της εργασίας του και την κατάθεση του αιτήματος για τη χορήγηση της προσωρινής σύνταξης (για πρώτη φορά).
3. Κατά την παρ. 7ζ του άρθρου 29 δεν χορηγείται προσωρινή σύνταξη όταν για τη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης είναι απαραίτητο να αναγνωριστεί κάποιος χρόνος ασφάλισης. Όμως, εάν έχει εκδοθεί απόφαση για αναγνώριση χρόνου ασφάλισης ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου είναι επιτρεπτό να χορηγηθεί προσωρινή σύνταξη από την ημερομηνία της αίτησης για την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης για συνταξιοδότηση. Αν στην απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης προβλέπεται ότι η εξόφληση του ποσού που αντιστοιχεί στην εξαγορά θα παρακρατηθεί σε δόσεις από τη σύνταξη- το ποσό της μηνιαίας δόσης που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση γ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν.4387/2016 1 μπορεί να παρακρατείται κάθε μήνα από την προσωρινή σύνταξη. Στην περίπτωση αυτή το ποσό της προσωρινής σύνταξης που καταβάλλεται τελικά στον δικαιούχο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ήμισυ του ποσού που δικαιούται ως προσωρινό ποσό σύνταξης σύμφωνα με τον υπολογισμό που προβλέπεται για την περίπτωσή του από τις διατάξεις του άρθρου 29. Συνεπώς, το υπερβάλλον ποσό της δόσης, που δεν μπορεί να παρακρατηθεί μέσω της προσωρινής σύνταξης, θα πρέπει να παρακρατηθεί από τα ποσά της οριστικής σύνταξης, δηλαδή εφάπαξ, από τα αναδρομικά ποσά που οφείλονται στο συνταξιούχο. Σε περίπτωση που το συνολικό ποσό των αναδρομικών δεν επαρκεί για να καλυφθεί το σύνολο του ανωτέρω ποσού, μπορεί να παρακρατηθεί από τις μηνιαίες καταβαλλόμενες συντάξεις, μαζί με το υπόλοιπο της οφειλής για την εξαγορά.
4. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο δεν εφαρμόζεται το άρθρο 29 είναι όταν ο ασφαλισμένος που υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης οφείλει ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 43 του Ν.3996/2011 ποσά (20.000,00 € κατ' ανώτατο όριο για τον ΟΑΕΕ και 15.000,00 € κατ' ανώτατο όριο για το ΕΤΑΑ). Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος καταβάλλει το ποσό της οφειλής που υπερβαίνει τα ανωτέρω όρια εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 του π.δ. 258/1983 δίμηνης προθεσμίας, τότε η συνταξιοδότηση αρχίζει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων. Εάν παρέλθει η ως άνω δίμηνη προθεσμία, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να επανέλθει με νέα αίτηση του, οπότε και το αίτημά του επανεξετάζεται με βάση τη δεύτερη αίτηση του. Εάν ο ασφαλισμένος οφείλει αθροιστικά και εισφορές από αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, οι οφειλές αυτές δεν μπορεί να υπερβαίνουν το ανώτατο ποσό οφειλής, όπως διαμορφώνονται ανά φορέα. Όμως, επισημαίνεται ότι το ποσό της οφειλής από ασφαλιστικές εισφορές, επιμεριζόμενο σε μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, παρακρατείται από το ποσό της οριστικής σύνταξης και όχι από την προσωρινή σύνταξη.
ΔΗΛΩΣΗ
Οι ασφαλισμένοι που επιθυμούν να τους χορηγηθεί προσωρινή σύνταξη θα πρέπει να συνυποβάλλουν με τα σχετικά δικαιολογητικά και Υπεύθυνη Δήλωση του άρθρου 8 του Ν.1599/1986 ότι πληρούν όχι μόνο όλες τις γενικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης αλλά και τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτής της προσωρινής παροχής, όπως προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 29. Ειδικά οι ασφαλισμένοι με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης οφείλουν στην ανωτέρω Δήλωση να δηλώνουν τα Ταμεία στα οποία έχουν ασφαλιστεί διαδοχικά, το χρόνο παράλληλης ασφάλισής τους, το Ταμείο στο οποίο έχουν τυχόν οφειλές καθώς και το ποσό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Υ.Α. Φ.1500/οικ.9696/195/08.08.2014 (2441 Β').
Στην περίπτωση που αποποιούνται αυτή την παροχή, θα πρέπει να συμπληρώνουν το αντίστοιχο πεδίο στην δήλωση. Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να γίνεται είτε κατά την κατάθεση της αίτησης συνταξιοδότησης στο υποκατάστημα (εφόσον δεν έχει υποβληθεί ηλεκτρονικά) είτε κατά την κατάθεση των δικαιολογητικών με αφορμή την αίτηση συνταξιοδότησης που υποβλήθηκε ηλεκτρονικά. Εάν αυτή η Υπεύθυνη Δήλωση κατατεθεί μεταγενέστερα από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης, θα πρέπει να πρωτοκολληθεί ξεχωριστά, ως δικαιολογητικό. Στην περίπτωση αυτή η ημερομηνία έναρξης της δίμηνης προθεσμίας για τη χορήγηση προσωρινής σύνταξης αρχίζει από την ημερομηνία κατάθεσης της Υπεύθυνης Δήλωσης, εκτός εάν ισχύει μεταγενέστερη ημερομηνία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
Εάν τελικά, μετά τον έλεγχο του συνταξιοδοτικού φακέλου που έχει σχηματιστεί μαζί με τα δικαιολογητικά που κατατέθηκαν προς έκδοση της απόφασης χορήγησης οριστικής σύνταξης διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, το ποσό της προσωρινής σύνταξης που καταβλήθηκε αχρεωστήτως αναζητείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 103 του Ν.4387/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 95 παρ. 2 του νόμου, δηλαδή κατ' αρχήν χωρίς προσαύξηση αν δεν προκύπτει υπαιτιότητα του ασφαλισμένου ή εντόκως προς 3%, σε περίπτωση υπαιτιότητάς του .