Μπορεί να μην ήταν ένας από τους γίγαντες του ελληνικού κινηματόγραφου, αλλά ήταν ένας ηθοποιός που δεν ντρεπόταν για το ύψος του και αυτοσαρκαζόταν συνεχώς.
Έγινε γνωστός κυρίως μέσα από τις βιντεοκασέτες της δεκαετίας του ’80 όπου έπαιξε με τον Στάθη Ψάλτη, τον Θανάση Βέγγο, τον Κώστα Τσάκωνα, τον Απόστολο Σουγκλάκο και πολλούς άλλους.
Ο Τάκης Χαλάς γεννήθηκε με νανισμό το 1951 και δεν άργησε να βγει στο θεατρικό στερέωμα. Ο μεγάλος θεατρικός παραγωγός της εποχής, Βαγγέλης Λιβαδάς, τον ανακάλυψε σε ένα βενζινάδικο όπου δούλευε και εντυπωσιάστηκε από την ευφράδεια του λόγου και την ετοιμολογία του.
Όταν του είπε «τι κοιτάς αφεντικό; Που η μάνικα είναι ψηλότερη από εμένα;’’ ο Βαγγέλης Λιβαδάς κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να κάνει καριέρα στο θέατρο …κι ας του έλειπε αρκετό μπόι.
Από τότε ξεκίνησε μια ανοδική πορεία με συμμετοχές σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου όπως «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ», «Εγώ ρεζίλεψα τον Χίτλερ», «Ο Θανάσης στη Χώρα της σφαλιάρας», «Η ζούγκλα των πόλεων», «Ο Μανωλιός ξαναχτυπά» κ.α.
Συνεργάστηκε με πολλούς καλούς ηθοποιούς όπως τον Λάμπρο Κωντσαντάρα, τη Μάρω Κοντού, τον Κώστα Βουτσά, την Αιμιλία Υψηλάντη, τον Αντώνη Παπαδόπουλο, το Μάνο Κατράκη, το Σπύρο Καλογήρου, τη Μαίρη Χρονοπούλου, το Γιώργο Παπαζήση κ.α.
Ωστόσο καταξιώθηκε στη συνείδηση του κόσμου μέσα από τις βιντεοταινίες της δεκαετίας του ’80, που ναι μεν δεν ήταν υψηλών καλλιτεχνικών απαιτήσεων αλλά είχαν μεγάλη απήχηση. Μερικές από αυτές ήταν «Αδέσποτος καβαλάρης», «Κερατάς και δαρμένος», «Ο Ράμπο ο κοντός και η τάπα», «Ριφιφίδες του έρωτα» κ.α.
Έπαιξε επίσης και σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές όπως «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού», «Οι μεν και οι δεν», «Οι αγνοημένοι» κ.α. Χαρακτηριστική είναι η ατάκα του στην ταινία «Ράκος Νο 14 και ο πρώτος μπουνάκιας» με τον Στάθη Ψάλτη, όπου ο Τάκης Χαλάς υποδυόταν τον φροντιστή του.
Σε μια προπόνηση και λίγο πριν τον αγώνα του μποξ τον βλέπουμε να εμψυχώνει τον Στάθη Ψάλτη που είχε φάει πολύ ξύλο από τον αντίπαλό του, λέγοντας τους «Πονάς;», «Δεν Πονάω» του απαντά, «Πονάς;» του ξαναφωνάζει έχοντας κολλημένο το πρόσωπό του στο δικό του, «δεν πονάω» του ξαναπαντά αγριεμένος. Και αφού επαναλαμβάνεται αυτό πέντε έξι φορές τον προτρέπει να μπει δυναμικά στο ρινγκ φωνάζοντάς του: «φατωνέεεεεεεεεε».
Χαλάς άρχισε να αποκτά μπόι τη περίοδο των βιντεοκασετών και έγινε περιζήτητος. Ο Κώστας Τσάκωνας, που είχε συνεργαστεί μαζί του και τον εκτιμούσε, θυμάται ένα περιστατικό όπου ο Τάκης Χαλάς είπε σε ένα ψηλό συνάδελφο του: «μου φαίνεται πως σε περνάω σε ύψος δημοτικότητας». Κάποιοι θα τον θυμούνται, δίπλα σε καταξιωμένους ηθοποιούς στις επιθεωρήσεις, όπου αποσπούσε τη συμπάθεια και το χειροκρότημα.
Ίσως μερικοί να τον λυπούνταν λόγω του νανισμού του καθώς η κοινωνία των 80ς ήταν λιγότερο εξοικειωμένη με τους νάνους. Όμως ο ίδιος ήταν πάντα ένας περήφανος άνθρωπος που δούλεψε εντατικά για να βελτιωθεί. Ο Τάκης Χαλάς είχε παίξει στο Εθνικό θέατρο αλλά και στο θέατρο του Καρόλου Κουν, μεταξύ άλλων στα έργα «Καζιμίρ και Καρολίνα» 1981, «Βολπόνε» 1996, «‘ Η γυναίκα της Ζάκυνθος» 1998, «Δον Ζουάν» 2000. Για να επιβιώσει κατέφυγε και στις βιντεοκασέτες για ένα κομμάτι ψωμί.
Η πορεία του ήταν σύντομη καθώς είχε προβλήματα με τα πόδια του λόγω του νανισμού, γεγονός που τον έκανε να αποσυρθεί από τον χώρο της υποκριτικής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε βρει άσυλο στην Πάρο όπου ζούσε με την αδελφή του. Η αίτηση του για αναπηρική σύνταξη ώστε να μπορεί να αυτοσυντηρείται απορρίφθηκε. Για πολλούς μήνες έμεινε κατάκοιτος με μοναδικό στήριγμα την αδερφή του. Κανένας συνάδελφός του δεν του συμπαραστάθηκε.
Δεν κράτησε κακία σε κανέναν. Παρακάλεσε την αδελφή του σαν τελευταία χάρη, στην κηδεία του να τους καλέσει όλους, ώστε ο κόσμος να δει, πόσο αξιαγάπητος ήταν.
Το 2003 σε ηλικία 52 χρονών και μετά από αρκετούς μήνες ταλαιπωρίας, έφυγε από την ζωή. Στην κηδεία δεν παρευρέθηκε κανείς από τους συναδέλφους του. «Συχώρα μας φίλε Τάκη και μένα και τους άλλους που δεν ήρθαμε στον αποχαιρετισμό, αλλά ντρεπόμαστε γιατί όλοι σε είχαμε ξεχάσει, πως λοιπόν να σε θυμόμαστε στο φριχτό φευγιό σου από ένα κόσμο θεατρίνικο γεμάτο υποκρισία… Θα μιλήσουμε άλλοτε αν ηθοποιός σημαίνει φως ή απλά ένα επάγγελμα…», είχε γράψει σε ένα αποχαιρετιστήριο άρθρο του ο Κώστας Τσάκωνας.