Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024 -

Η ανακοίνωση της ΕΙΤΗΣΕΕ για τις τηλεοπτικές άδειες και η απάντηση του Νίκου Παππά



Τη θέση της για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών παρουσιάζει σε εκτενή ανακοίνωσή της η ΕΙΤΗΣΕΕ ( Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας).

 

«Είναι προφανές ότι με τις υπάρχουσες δυνατότητες μπορούν να εκπέμπουν 12 προγράμματα εθνικής εμβέλειας ταυτοχρόνως σε HD και SD» αναφέρει μεταξύ άλλων η ΕΙΤΗΣΕΕ ενώ για σημειώνει πως «το τίμημα θα πρέπει να είναι κοστοστρεφές και να καλύπτει το κόστος λειτουργίας του ΕΣΡ, όπως ισχύει σε κάθε άλλη περίπτωση γενικής αδείας και όπως ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο».

Αναλυτικά η ανακοίνωση:

Με απόλυτο σεβασμό στον θεσμικό ρόλο θεσμικών παραγόντων της πολιτείας και ανεξαρτήτων αρχών και με αυτονόητη την αποδοχή υφιστάμενων νόμων (ανεξαρτήτως εάν αυτοί πρέπει να αλλάξουν άμεσα) είμαστε υποχρεωμένοι να δηλώσουμε τα ακόλουθα:

 

Ασφαλώς και προφανώς οι τηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να λειτουργούν με νόμιμες άδειες. Με ευθύνη της πολιτείας όλες οι απόπειρες διαγωνιστικών διαδικασιών απέτυχαν πλήρως. Είτε γιατί η Πολιτεία δεν προχώρησε τελικά, είτε γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μη σύννομες και αντισυνταγματικές τις σχετικές διαδικασίες. Και αυτό δεν συνέβη μόνο μία φορά. Τούτων δοθέντων οι τηλεοπτικοί σταθμοί λειτουργούσαν νόμιμα.

Σε ότι αφορά τον αριθμό των αδειών πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι τεχνολογικές εξελίξεις που επέρχονται, οι υποχρεώσεις της χώρας έναντι της Ε.Ε. (αναβάθμιση της τεχνολογίας επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής σε DVD-T2HEVC) και οι σημερινές δυνατότητες του φάσματος. Είναι προφανές ότι με τις υπάρχουσες δυνατότητες μπορούν να εκπέμπουν 12 προγράμματα εθνικής εμβέλειας ταυτοχρόνως σε HD και SD. Παράλληλα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η νέα τεχνολογία επιτρέπει υβριδικές μεθόδους μετάδοσης του περιεχομένου όπου η ψηφιακή πληροφορία ενός προγράμματος μεταδίδεται μερικώς μέσω επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής και μερικώς μέσω διαδικτύου.

Η αδειοδότηση θα πρέπει να αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων που έχει την συντακτική ευθύνη γραμμικού περιεχομένου, ανεξάρτητα εάν αυτές είναι ελεύθερες ή συνδρομητικές ή μικτού τύπου και ανεξάρτητα του μέσου διανομής του που μπορεί να είναι ακόμα και υβριδικός.

Η αδειοδότηση θα πρέπει να έχει την μορφή της απλής αίτησης και εγγραφής σε μητρώο στα πρότυπα των πολλών άλλων κρατών της Ε.Ε (π.χ. Μεγάλη Βρετανία). Επισημαίνεται εξάλλου ότι το σύστημα διαδικασίας πλειστηριασμού ή δημοπρασίας δεν είναι πρόσφορο σύστημα για την αδειοδότηση παρόχων τηλεοπτικού περιεχομένου.

Σε κάθε περίπτωση η επιλογή συστήματος διαδικασίας δημοπρασίας όχι μόνο δεν δικαιολογείται από καμία πραγματική συνθήκη, άλλα ταυτόχρονα συνιστά ευθεία παραβίαση μίας σειράς από θεμελιώδη - συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα.

Με την επιλογή συστήματος δημοπρασίας (το οποίο όπως προαναφέρθηκε δεν επιβάλλεται   από τεχνικούς λόγους), αίφνης όλες αυτές οι αρχές   και δικαιώματα τίθενται υπό τον απόλυτο περιορισμό του «ποιος θα δώσει τα περισσότερα», το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης και της πολιτισμικής ανάπτυξης και η δημόσια λειτουργία της τηλεόρασης αντιμετωπίζονται με την ίδια λογική της παραχώρησης άδειας περιπτέρου ή χρήσης τραπεζοκαθισμάτων σε δημόσιο χώρο.

Η ενημέρωση και η ψυχαγωγία με τον τρόπο αυτό δίνονται απλώς σε αυτόν που τυγχάνει σε μία δεδομένη περίοδο να «έχει» περισσότερα από κάποιον άλλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς προστασίας των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Άλλωστε από τις μελέτες που έχει καταρτίσει το αρμόδιο Υπουργείο (μελέτη Deloitte και ακόμα η αμφισβητούμενη μελέτη της Φλωρεντίας) προκύπτει ότι το συνολικό εύλογο τίμημα για την παραχώρηση του φάσματος στην Digea και για την αδειοδότηση των παρόχων περιεχομένου δεν υπερβαίνει αθροιστικά (και για τις δύο αδειοδοτήσεις) το ποσό των € 12 εκ για περίοδο 10 ετών. Η Digea έχει ήδη αναλάβει την εκμετάλλευση του φάσματος για μεγαλύτερο ποσό, το οποίο είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη κατ’ αναλογία πληθυσμού (το κόστος του φάσματος προφανώς το χρεώνει στους πάροχους περιεχομένου). Συνεπώς με βάση τις μελέτες που ανέθεσε το Δημόσιο το τίμημα της άδειας περιεχομένου έχει ήδη δοθεί. Μάλιστα οι δύο αυτές εκθέσεις, κατ’ εντολή του Δημοσίου, είχαν και δύο παραδοχές που εκ των πραγμάτων δεν υφίστανται πλέον : μόνο 4 άδειες για μία δεκαετία. Εκ των πραγμάτων τα συμπεράσματά τους θα ήταν σε πολύ χαμηλότερα ποσά ελάχιστου τιμήματος για περισσότερες άδειες, πολλώ δε μάλλον για τον αριθμό των αδειών που εκ των πραγμάτων μπορεί να δοθούν βάσει της ανάρτησης της ΕΕΤΤ.

Ο διαγωνισμός που έλαβε χώρα θεωρούμε ότι δεν αφορούσε την αδειοδότηση παρόχων τηλεοπτικού περιεχομένου. Ο διαγωνισμός αφορούσε την επιλογή τεσσάρων επιχειρήσεων στις οποίες θα δινόταν το αποκλειστικό δικαίωμα πρόσβασης σε μία διαφημιστική αγορά € 200 εκ (το 2016) για μια περίοδο 10 ετών.

Δηλαδή δημοπρατήθηκε η συμμετοχή σε ένα ολιγοπώλιο. Ο περιορισμός του αριθμού των τηλεοπτικών σταθμών από 8 σε 4 θα απελευθέρωνε τουλάχιστον περί τα € 45 εκ (ο συνολικός τζίρος των 4 μικρότερων τηλεοπτικών σταθμών) τα οποία επρόκειτο να κατανεμηθούν στους τέσσερεις υπερθεματιστές. Εάν ο συνολικός τζίρος της τηλεοπτικής αγοράς παρέμενε σταθερός στα € 200 εκ για την περίοδο των 10 ετών, τα πρόσθετα έσοδα των τεσσάρων σταθμών θα ήταν € 450 εκ. Για τα πρόσθετα έσοδα των € 450 εκ προσέφεραν στην δημοπρασία € 250 εκ.

Η άποψή μας είναι ότι το τίμημα θα πρέπει να είναι κοστοστρεφές και να καλύπτει το κόστος λειτουργίας του ΕΣΡ, όπως ισχύει σε κάθε άλλη περίπτωση γενικής αδείας και όπως ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο.

Το ΕΣΡ, ως ανεξάρτητη αρχή, θα πρέπει να έχει ανεξάρτητη χρηματοδότηση και να καταρτίζει το δικό του προϋπολογισμό.

Το ΕΣΡ λόγω των αλλαγών που έχουν επέλθει - και συνεχίζονται με ραγδαίο ρυθμό – στην αγορά των οπτικοακουστικών υπηρεσιών λόγω της σύγκλισης της με την αγορά των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των τηλεπικοινωνιών και λόγω του μεγάλου αριθμού των προγραμμάτων που θα μεταδίδονται με διάφορους τρόπους, απαιτείται να αναδιοργανωθεί. Επίσης απαιτείται να έχει την δυνατότητα, πέραν του εποπτικού του ρόλου, να χρηματοδοτεί μελέτες και έρευνες οι οποίες θα το βοηθήσουν στο ρυθμιστικό του ρόλο σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.

Η ΕΙΤΗΣΕΕ είναι της γνώμης ότι το ΕΣΡ θα πρέπει να προτείνει στην κυβέρνηση έναν νέο νόμο ο οποίος θα αφορά το σύνολο της αγοράς της παροχής οπτικοακουστικών υπηρεσιών ανεξαρτήτως εάν η παροχή είναι γραμμική, συνδρομητική, ή ελεύθερη και για κάθε μέσο διανομής (διαδίκτυο, επίγεια ψηφιακή ευρυεκπομπή, δορυφορική, υβριδική, IPTV). Ο νόμος θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένος στις νέες συνθήκες της αγοράς, στις μελλοντικές τάσεις της και να δίνει την ευελιξία στις επιχειρήσεις στην εύκολη προσαρμογή τους σε αυτές.

Και τούτο γιατί ο νόμος 4339/2015 δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, αφορά την αναλογική εποχή, είναι ανεφάρμοστος και οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα όπως άλλωστε αναφέρει και η σχετική επιστολή με τις παρατηρήσεις του ΕΣΡ.

Η απάντηση του Νίκου Παππά

«250 εκατ. ή “ούτε ευρώ” για τις άδειες;» απάντησε ο Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, Νίκος Παππάς, στην ανακοίνωση της Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας.

Αναλυτικά η δήλωση του κ. Παππά:

«Με τη σημερινή τους ανακοίνωση, οι ιδιοκτησίες των τηλεοπτικών σταθμών αποδεικνύουν ότι το μόνο που επεδίωκαν και επιδιώκουν είναι να συνεχιστεί το καθεστώς της ανομίας και να μην καταβάλλουν τίμημα για τις άδειες.

»Έλεγαν ότι κακώς κάνει το διαγωνισμό το Υπουργείο και ότι θα έπρεπε να τον κάνει το ΕΣΡ. Τώρα που έχει συγκροτηθεί ΕΣΡ και “τρέχει” το διαγωνισμό βρίσκουν νέες απίθανες δικαιολογίες. Υποστηρίζοντας, μάλιστα, ότι δεν πρέπει να πληρώσουν για άδειες. Κι αυτό, τη στιγμή που αποδείχθηκε ότι η αγορά έχει αποτιμήσει τις τέσσερις άδειες στα 250 εκατ. ευρώ.

»Οι πολίτες, αλλά και οι εργαζόμενοι στα κανάλια έχουν πλέον καταλάβει. Οι ιδιοκτησίες των τηλεοπτικών σταθμών πρέπει να πληρώσουν 250 εκατ. ευρώ τουλάχιστον. Δεν θέλουν να πληρώσουν ούτε ένα ευρώ. Ας τους κρίνει ο κόσμος.

»Καλούμε, δε, και τα πολιτικά κόμματα να πάρουν θέση. Πρέπει να γίνει ο διαγωνισμός από το ΕΣΡ ή όχι; Είναι λογικό να θέλουν οι ιδιοκτήτες των σταθμών να μην πληρώσουν για τις άδειες;

»Και μία υπόμνηση: Απειλές και ύβρεις διά της οθόνης δε μας πτοούν. Τις έχουμε συνηθίσει».