«Δεν μπορούν να στα πάρουν όλα, μιας και έχεις το θάρρος να τ’ α απαρνιέσαι όλα»... Ολα ξεκίνησαν από μια συνέντευξη. Μια συνέντευξη που ένωσε το πλέον ιδιοσυγκρασιακό, το πλέον εκρηκτικό ζευγάρι της της εποχής.
Εκείνη νευρώδης και δυναμική, εκείνος απρόβλεπτος, με αδάμαστη εσωτερική δύναμη που έγινε σύμβολο του αγώνα κατά του φασισμού.
΄Ηταν Σεπτέμβριος του 1973 όταν, σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι το καθεστώς της Χούντας είναι περισσότερο φιλελεύθερο, οΓεώργιος Παπαδόπουλος αποφάσισε να απονείμει γενική αμνηστία στους πολιτικούς κρατουμένους με αποτέλεσμα ο Αλέκος Παναγούλης (που βρισκόταν υπό κράτηση με πρωτοφανή βαρβαρότητα από τον Αύγουστο του 1968 όταν οργάνωσε την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργία Παπαδόπουλου στο 31ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Αθήνας – Σουνίου) να αφεθεί ελεύθερος.
Εβαλε μέσο για να του πάρει συνέντευξη
Η διάσημη ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι έχει μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο του Βιετνάμ και αφού έχει δημοσιεύσει συνεντεύξεις με τον Νόμαν Μέιλερ, τη δούκισσα της Αλμπα, τονΦεντερίκο Φελίνι και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, αναζητεί τον Παναγούλη για τον οποίο έχει ακούσει τόσα. Δεν είναι εύκολο να του πάρει συνέντευξη. Απευθύνεται στον Θανάση Πετρίδη, στο Νίκο Σηφουνάκη, στον Μίκη Νικολακάκη και στον Νίκο Ζαρμπέλη, που ήταν συγκρατούμενος του Παναγούλη και είχε αποδράσει από τις φυλακές της Αίγινας, για να τη φέρουν σε επαφή μαζί του έχει πει στο «Βήμα» άνθρωπος που τους συναναστράφηκε εκείνη την εποχή. Τελικά εξασφαλίζει τη συνέντευξη και έρχεται στην Ελλάδα γι' αυτό.
Στη συνάντησή τους φάνηκε αμέσως η μαγική χημεία δυο εκρηκτικών προσωπικοτήτων. Εκείνη έβλεπε μπροστά της έναν ήρωα. Εκείνος μια δυναμική και ασυμβίβαστη γυναίκα. Ο έρωτάς τους γεννήθηκε με τη διάσημη φράση του Παναγούλη: «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».
Από τα πρώτα πράγματα που ήθελε να τον ρωτήσει ήταν για ποιο λόγο έκανε απεργίες πείνας τα τεσσεράμιση χρόνια που ήταν φυλακισμένος: Μεταξύ άλλων της είχε πει:
Αποσπάσματα από την συνέντευξη
«Ολες εκείνες οι απεργίες πείνας, λόγου χάρη, εξασθένησαν τον οργανισμό μου. Θα μου πεις για ποιο λόγο επέβαλες τον εαυτό σου και στις απεργίες πείνας; Γιατί στη διάρκεια των ανακρίσεων, η απεργία πείνας είναι ένα μέσο για να αντισταθείς. Τους αποδείχνεις δηλαδή ότι δεν μπορούν να στα πάρουν όλα, μιας και έχεις το θάρρος να τ’ απαρνιέσαι όλα.
Θα εξηγηθώ καλύτερα. Αν δεν δέχεσαι να φας και τους κάνεις επίθεση, αυτοί εκνευρίζονται και ο εκνευρισμός τους εμποδίζει να εφαρμόσουν συστηματικό τρόπο ανάκρισης (…) Θέλω να πω ότι με την απεργία πείνας το σώμα εξασθενίζει και αυτό δεν επιτρέπει την συνέχιση της ανάκρισης, γιατί είναι ανώφελο να ανακρίνεις και να βασανίζεις κάποιον που χάνει τις αισθήσεις του. Αυτές τις συνθήκες μπορείς να τις πετύχεις ύστερα από τρεις ή τέσσερις μέρες χωρίς τροφή και νερό. Ιδιαίτερα αν χάνεις και αίμα από τις πληγές που σου προκαλούν τα βασανιστήρια. Ετσι αναγκάζονται να σε μεταφέρουν στο νοσοκομείο και…
Μα και οι αναμνήσεις μου από το νοσοκομείο είναι οδυνηρές. Προσπαθούσανε να με θρέψουνε με έναν πλαστικό σωλήνα, από τη μύτη. Υπέφερα πολύ, έστω κι αν ένιωθα πως με όλα αυτά κέρδιζα χρόνο. Κι έπειτα..
-Κι έπειτα;
-Επειτα από το νοσοκομείο με μεταφέρανε και πάλι στην αίθουσα των βασανιστηρίων και ξανάρχιζαν να με βασανίζουν. Τότε κι εγώ έκανα και πάλι απεργία πείνας, τους προκαλούσα και πάλι, κρατούσα και πάλι στάση περιφρονητική , επιθετική. Ετσι το σύστημά τους αποτύχαινε ξανά. Κι αναγκάζονταν να με ξαναπηγαίνουν στο νοσοκομείο και να προσπαθούν να με ταϊζουνε με σωλήνα από τη μύτη. Ω, και η συμπεριφορά μερικών γιατρών ήταν αηδιαστική. Στο νοσοκομείο οι βασανιστές συνεχίζανε την ανάκριση. Αλλά με τρόπο λιγότερο συγκροτημένο, γιατί εκεί δεν είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις μεθόδους τους. Επρεπε λοιπόν να συνεχίζω αυτές τις απεργίες πείνας με κάθε θυσία. Ηταν ένα όπλο κυριολεκτικά απαραίτητο.
– Ναι για την περίοδο των ανακρίσεων το καταλαβαίνω… Μα αργότερα, Αλέκο στη φυλακή;
-Και στη φυλακή δεν υπήρχε αποτελεσματικότερος τρόπος για να εκφράσω την αηδία μου, την περιφρόνησή μου και για να τους δώσω να καταλάβουν ότι δεν είχαν τη δύναμη να με κάνουν να λυγίσω. Εστω κι αν ήμουν πια φυλακισμένος. Και με τις απεργίες πείνας είχα το συναίσθημα ότι δεν ήμουν μόνος και πίστευα ότι κάτι προσφερα και εγω στην ελληνική υπόθεση.
(…) Πολλές από τις απεργίες πείνας που έκανα στη φυλακή τις προκαλούσε η συμπεριφορά τους απέναντί μου. Μου στερούσαν ακόμα και μια εφημερίδα, ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα τσιγάρο. Και για να μου δώσουν ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα τσιγάρο κατέφευγα στην άρνηση τροφής. Για μέρες ατελείωτες. Εκανα μια απεργία πείνας που κράτησε σαράντα τέσσερις μέρες, μια σαράντα, μια τριάντα επτά, δύο τριάντα δύο, μια τριαντα, πέντε ανάμεσα στις εικοσιπέντε και στις τριάντα μέρες…
Εκανα τόσες πολλές. Κι όμως δεν σταμάτησαν ποτέ τους ξυλοδαρμούς. Ποτέ. Εφαγα τόσο ξύλο σε εκείνο το κελί. Τα πλευρά που μου σπάσανε δέρνοντάς με με σιδερένιους λοστούς, μόλις τώρα αρχίζουν να συνέρχονται.
-Πότε σε χτύπησαν τελευταία φορά;
– Αν μιλάς για συστηματικό ξυλοδαρμό, στις 25 Οκτωβρίου 1972, την 35η μέρα μιας απεργίας πείνας»
Στα άδυτα της σχέσης τους
Λόγω της σχέσης του με τη Φαλάτσι, η δικτατορία επέτρεψε στον Παναγούλη να βγει εκτός Ελλάδος. Ως τη Μεταπολίτευση, ο Παναγούλης αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία. Πήγε στη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Εξέλσιορ», απέναντι από τα γραφεία του εκδοτικού οίκου Ριτσόλι, όπου εργαζόταν η Φαλάτσι, και άρχισε να αρθρογραφεί και αυτός στο «Europeo». Η σχέση τους διήρκεσε τρία χρόνια. Ηταν και οι δύο έντονες προσωπικότητες. «Θυμάμαι την Οριάνα να με παίρνει τηλέφωνο έξαλλη και να μου λέει: “Δεν μπορεί να μου συμπεριφέρεται σαν να είμαι cornuta Siciliana!”» θυμάται ο Ν. Νικολαΐδης πρόεδρος της ΕΔΗΝ από το 1965 ως την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
«..Δεν είχαν απόλυτη ταύτιση στις πολιτικές αναλύσεις. Εκείνη ήταν επιθετική και δεν έτρεφε καμία συμπάθεια προς τους κομμουνιστές» θυμάται άνθρωπος που τους έκανε παρέα στη Ρώμη και στην Αθήνα «Ενα βράδυ είχαμε πάει στην Πόλυ Πάνου, σε ένα υπόγειο της οδού Αμερικής όπου τραγουδούσε τότε. Μείναμε ως αργά, ήμασταν σε ευθυμία. “Θα έρθω να ζήσω εδώ” είπε η Φαλάτσι. “Και τι θα κάνεις; ” τη ρώτησε ο Αλέκος. “Θα σου πάρω ένα αυτοκίνητο για να με φέρνεις να ακούω την Πόλυ Πάνου”», του είπε. Τελικά το αυτοκίνητο του το αγόρασε ήταν το μοιραίο Mirafiori με το οποίο σκοτώθηκε ο Παναγούλης τη λεωφόρο Βουλιαγμένης την 1η Μαΐου του 1976 κάτω από αδιευκρίνηστες συνθήκες.
Ποιήματα του Παναγούλη
Κατά τη διάρκεια της σχέσης τους κυκλοφόρησαν δύο συλλογές με ποιήματα που ο Αλέκος Παναγούλης έγραψε καθώς ήταν φυλακισμένος στο Μπογιάτι, από τον ιταλικό εκδοτικό οίκο Rizzoli, που εξέδιδε επίσης τα βιβλία της Φαλάτσι. Και στις δύο εκδόσεις τον πρόλογο υπογράφει ο Πιερ Πάολο Παζολίνι που εκείνη την εποχή γύριζε την «Τριλογία της Ζωής», το «Δεκαήμερο», τους «Μύθους του Καντέρμπουρι» και τις «Χίλιες και μία νύχτες». Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί ποιήματά του. Τιμάται με το διεθνές βραβείο λογοτεχνίας Βιαρέτζιο.
Το 1979 κυκλοφόρησε η βιογραφία του «Ενας άντρας» από τη Φαλάτσι (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάντας). Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Non devi dimenticare», σε μουσική του Ενιο Μορικόνε, όπου απαγγέλλει ο ίδιος ποιήματά του, μαζί με τον Παζολίνι, τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ και την Αντριάνα Αστι. «Non devi dimenticare» σημαίνει «Δεν πρέπει να ξεχάσεις».
Η ζωή του Α. Παναγούλη και ο έρωτάς του με την Οριάνα Φαλάτσι πέρασε στο πανί. Το Panagulis vive! ήταν μια ιταλική ταινία (1980) σε σκηνοθεσία Giuseppe Ferrara. Μεταξύ άλλων, το 2014 ο Ιταλός παραγωγός Ντομένικο Προκάτσι, αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου «Ενας άντρας».
Λύγισε μπροστά στη σορό του
Η γυναίκα, που πήγε στην πρώτη γραμμή του πολέμου στο Βιετνάμ, που έζησε μέσα στους Φενταγίν, που την έτρεμαν αρχηγοί κρατών, λύγισε μπροστά στη σορό του ήρωα της Ελληνικής Αντίστασης. Δίπλα στη μάνα του Παναγούλη, όρθια, είχε καρφωμένα συνέχεια τα μάτια της σε όλη τη νεκρώσιμη ακολουθία, πάνω στο πρόσωπο του μεγάλου νεκρού.
«Τώρα που σκοτώθηκε ο Αλέκος, θα γεννηθώ εγώ». Ηταν τα πρώτα λόγια που είπε η Οριάνα Φαλάτσι, όταν έφτασε συντετριμμένη στο ανατολικό αεροδρόμιο του Ελληνικού το βράδυ της τραγωδίας. Στην πραγματικότητα δεν θα ξεπεράσει ποτέ το χαμό του, Η προσωπική της ζωή θα παραμείνει στάσιμη έως το 2007 που πέθανε από καρκίνο του μαστού σε ηλικία 77 ετών.