Μια πλαστική σακούλα που επέπλεε στη επιφάνεια του ωκεανού είχε διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα από τη στεριά και πλησίαζε τη βάρκα του Jose Salvador Alvarenga. Εκείνος άπλωσε το χέρι του, τη σήκωσε και την έβαλε μέσα στη βάρκα και άρχισε να περιεργάζεται το περιεχόμενό της.
Υπήρχε ένα στρώμα λαδιού και λίγη μασημένη τσίχλα. Μερικά μαραμένα και μουλιασμένα καρότα, μισό λάχανο και ένα μπουκάλι με μισό λίτρο γάλα. Η φράση «one man’s trash is another man’s treasure» (τα σκουπίδια κάποιου είναι θησαυρός για κάποιον άλλο) δεν είχε ποτέ βρει πιο ακριβή ταύτιση: Ο Alvarenga, χαμένος, πεινασμένος και τρομαγμένος μέσα στο απέραντο μπλε του ωκεανού, πανηγύρισε τον θησαυρό του. Ήταν ένα από τα πολλά μικρά θαύματα που συνέβαλαν στην επιβίωση του 36χρονου επί 14 ολόκληρους μήνες κατά τους οποίους έπλεε χωρίς ελπίδα έρμαιο των ρευμάτων του Ειρηνικού Ωκεανού.
Jose Salvador Alvarenga, πριν και μετά
Όταν κατά τύχη ο Alvarenga ξεβράστηκε σε απόσταση 6.700 χιλιομέτρων από την ακτή όπου είχε ξεκινήσει το ταξίδι του ήταν εξαντλημένος, μετά βίας περπατούσε, τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και είχε αποκτήσει πυκνό μακρύ μούσι. Δεν μιλούσε πολύ τότε και δεν μπορούσε να κοιτάξει τους ανθρώπους στα μάτια. Αργότερα αφηγήθηκε την εξαιρετική ιστορία του.
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Jonathan Franklin έγραψε για το ταξίδι του Αlvarenga με μια σπασμένη βάρκα και μοναδική συντροφιά το πτώμα του φίλου του. Ιστορία που κυκλοφορεί στο βιβλίο «438 Days: An Extraordinary True Story of Survival at Sea». Αρχίζει με εκείνη την ημέρα, τη 17η Νοεμβρίου 2012 και τελειώνει ένα μήνα μετά την έναρξη του 2014.
Ο Alvarenga απέπλευσε εκείνη την ημέρα του 2012 σε αναζήτηση καρχαριών με μία βάρκα από πολυεστέρα. Δύο ημέρες αργότερα και σε απόσταση 75 χιλιομέτρων ανοιχτά του Μεξικού ο ίδιος και ο φίλος του Ezequiel Cordoba έπεσαν πάνω σε μια σφοδρή καταιγίδα. Χωρίς φώτα και χωρίς σύστημα επικοινωνίας η βάρκα ήταν στην πραγματικότητα «αόρατη» στη θάλασσα.
Οι δύο φίλοι είχαν φορτώσει τη βάρκα τους με ένα δοχείο γεμάτο ψάρια, 60 λίτρα νερό και άφθονο εξοπλισμό ψαρέματος.
Το κουτί με το οποίο ο Alvarenga προστατευόταν από τον ήλιο
Μήνες αργότερα κι ενώ εξακολουθούσαν να πλέουν «αόρατοι» στον Ειρηνικό, η κατάσταση του Cordoba άρχισε να χειροτερεύει. Τη νύχτα βογγούσε. «Είμαι κουρασμένος, θέλω νερό», έλεγε. Η ανάσα του ήταν βαριά. Ένα βράδυ ο Alvarenga του έβαλε το παγούρι με το νερό στο στόμα αλλά εκείνος δεν κατάπινε. Τεντώθηκε και το σώμα του συσπάστηκε. Βογκούσε, το σώμα του έγινε άκαμπτο. Ο Alvarenga πανικοβλήθηκε και άρχισε να του φωνάζει κολλώντας το πρόσωπό του στο δικό του: «Μη με αφήσεις μόνο μου! Πρέπει να παλέψεις για τη ζωή σου. Τι θα κάνω εδώ μόνος μου;!» Ο Cordoba δεν απάντησε και λίγα λεπτά μετά πέθανε με τα μάτια του ανοιχτά.
Ο Alvarenga αφηγήθηκε στον Franklin πως έκλαιγε για ώρες και μετά άρχισε να συζητά με τον νεκρό φίλο του.
«Πώς νιώθεις; Κοιμήθηκες καλά;», ρωτούσε, «Καλά, εσύ; Πήρες το πρωινό σου;», απαντούσε στις ερωτήσεις του ο ίδιος.
Έξι ημέρες αργότερα κι ενώ ακόμα συζητούσε με το πτώμα, «ξύπνησε» στην πραγματικότητα. «Πρώτα του έπλυνα τα πόδια. Τα ρούχα του ήταν χρήσιμα κι έτσι του έβγαλα το σορτς και τη μπλούζα του και τα φόρεσα. Μετά τον έριξα στη θάλασσα, την ώρα που γλιστρούσε στο νερό λιποθύμησα».
Με τη μητέρα του νεκρού φίλου του, Roselia Diaz
Για 15 σεληνιακούς κύκλους (ο Alvarenga μετρούσε έτσι τις μέρες), έπλεε μόνος. Δεν είχε ιδέα πού ήταν. Για να περάσει την ώρα του έφτιαχνε φανταστικά σενάρια με τόση λεπτομέρεια που ήταν σαν να τα ζούσε.
«Πήγαινα μπρος πίσω στη βάρκα και φανταζόμουν πως γυρίζω τον κόσμο. Έτσι ένιωθα πως κάτι έκανα και δεν καθόμουν απλώς να σκέφτομαι το θάνατο», εξηγεί.
Προσευχόταν επίσης. Η απάντηση στις προσευχές του ερχόταν με τη μορφή σμήνους πουλιών που πετούσαν κατά εκατοντάδες.
Από το πουθενά και από καθαρή τύχη η βάρκα μια μέρα ξεβράστηκε σε μια μικρή ατόλη του Ειρηνικού.
Χάρτης με το ταξίδι
«Ήμουν διαλυμένος και εντελώς αποστεωμένος. Όργανα, δέρμα και κόκαλα», θυμάται.
Είχε βγει στο νησάκι Tile στα Νησιά Μάρσαλ, ένα από τα πιο απομακρυσμένα μέρη στον κόσμο, μεταξύ Αλάσκας και Αυστραλίας.
Μιλώντας στον ασύρματο από το νησί Tile
Η ιστορία του είναι τόσο απίθανη που πολλοί αμφισβήτησαν τις αφηγήσεις του. Βρίσκοντας και πάλι την οικογένειά του, ο Alvarenga δεν έχει λόγο να πει ψέματα. Όπως κάθε άλλος άνθρωπος που έχει επιβιώσει χαμένος στη θάλασσα, είναι απλώς ευγνώμων που πατά και πάλι στεριά.
«Πεινούσα, διψούσα, ήμουν εντελώς μόνος αλλά αυτά δεν μου στέρησαν τη ζωή. Έχεις μόνο μια ευκαιρία στη ζωή οπότε να την εκτιμάς», λέει.
Ξανά στη θάλασσα, πολύ καιρό μετά τη διάσωσή του