Ο νεοκλεγείς Γερμανός πρόεδρος Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ (ο πρώην υπουργός Εξωτερικών εξελέγη με 931 ψήφους από τον πρώτο γύρο και έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία των συνολικά έγκυρων 1.253 ψήφων), έχει δώσει επί δεκαετίες μάχες από το βήμα της ολομέλειας, είτε ως απλός κομματικός στρατιώτης με τα χρώματα του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, είτε ως αξιωματούχος διαφόρων κυβερνητικών σχηματισμών υπό τους καγκελαρίους Σρέντερ και στη συνέχεια Μέρκελ.
Από όλες όμως τις πιο σκληρές μάχες που έχει δώσει ως επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας στις παγκόσμιες εστίες κρίσεις, εκείνοι που τον ξέρουν από κοντά θυμούνται περισσότερο αυτή που έδωσε για να σώσει τη ζωή της γυναίκας του Έλκε Μπιντενμπέντερ. Τον Αύγουστο του 2010, τελειώνοντας κάποια προγραμματισμένη συνέντευξη τύπου στο Βερολίνο, ένας φαινομενικά ατάραχος Σταϊνμάιερ, επικεφαλής της ΚΟ του SPD τότε, ανακοινώνει ότι θα λείψει για μερικές εβδομάδες από την πολιτική, επειδή θα γίνει δωρητής νεφρού για τη γυναίκα του. «Μόνο μια μεταμόσχευση μπορεί να της σώσει τη ζωή» δηλώνει.
Δύο μήνες αργότερα επιστρέφει και πάλι στην πολιτική. Στην πρώτη του συνέντευξη τύπου περιγράφει την ξεχωριστή αίσθηση κάποιου που χαρίζει και πάλι το χαμόγελο στον άνθρωπό του, αλλά και την προσωπική του μετάλλαξη. «Ξαφνικά από εκεί που δεν είχα χρόνο ούτε να φάω, είχα όλο το χρόνο του κόσμου για να σκεφτώ, για τη ζωή και το θάνατο, με την πραγματική έννοια των λέξεων. Και αναρωτιέται κανείς, τι είναι τελικά σημαντικό στη ζωή του» δήλωσε στην εφημερίδα Bild, στην πρώτη συνέντευξη μετά την επιστροφή του στην πολιτική.
Αυτή η ανθρώπινη πλευρά έγινε ακόμη πιο αισθητή στη δεύτερη θητεία του ως υπουργού Εξωτερικών στην δεύτερη κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού του Βερολίνου. Στη διάρκειά της έχει διανύσει 400.000 χιλιόμετρα με το αεροπλάνο σε συνολικά 219 ταξίδια ανά τον κόσμο, εκ των οποίων τα 4 τον οδήγησαν στην Ελλάδα. Μόνο με τον ομόλογό του, Νίκο Κοτζιά με τον οποίο υπήρξαν συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Γκίσεν, έχουν συναντηθεί πέντε φορές, τις τρεις διμερώς, τις υπόλοιπες στο Πότσνταμ και στο Αμβούργο, στο πλαίσιο Διασκέψεων του Οργανισμού Συνεργασίας και Ασφάλειας στην Ευρώπη. Σε αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται και οι ιδιωτικής φύσης. Στην Ελλάδα ο Σταϊνμάιερ βρέθηκε και πάλι αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου, ήταν ένα από τα τελευταία ταξίδια του, στο εξωτερικό.
Στη Θεσσαλονίκη, στα εγκαίνια της έκθεσης «Διαιρεμένες πατρίδες 1940-1950» στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και αργότερα στη Εβραϊκή Συναγωγή, που αποκαταστάθηκε με γερμανική συνδρομή, έδειξε πόσο βαριά είναι γι΄ αυτόν η ιστορική μνήμη αλλά και η ευθύνη της χώρας του για το μέλλον της Ευρώπης. «Ήταν πολύ επιπόλαιος ο λόγος τα τελευταία χρόνια - και στη δική μου χώρα - για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ ή από τη ζώνη Σένγκεν», τόνισε στην ομιλία του. Στις πολιτικές επαφές που ακολούθησαν στην Αθήνα έδειξε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την επανένωση της Κύπρου ως τελευταίας διαιρεμένης χώρας στην Ευρώπη. Το υπουργείο Εξωτερικών υπό τον Σταϊνμάιερ στήριξε οικονομικά και την περιοδεία της χορωδίας του σταθμού στα Καλάβρυτα, τη Μήλο και την Αθήνα, ένα ταξίδι μνήμης, υπέρβασης και γνωριμίας με την Ελλάδα του σήμερα, με οδηγό τραγούδια από όλον τον κόσμο.
Όλα αυτά και πολλά άλλα παίρνει μαζί του στο αξίωμα του προέδρου της γερμανικής δημοκρατίας, σχολιάζει ο Ρίχαρντ Φουξ από τη Deutsche Welle.
Ο Σταϊνμάιερ χαίρει εκτίμησης και στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, διαθέτει πολύτιμη διπλωματική εμπειρία, ξέρει να διαχειρίζεται κρίσεις και είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός στη Γερμανία. Ήταν και ένα από τα βασικά επιχειρήματα που έκανε να γύρει η πλάστιγγα υπέρ της υποψηφιότητάς του και με τη στήριξη της Χριστιανικής Ένωσης μετά από παλινωδίες εβδομάδων, κάτι που θεωρήθηκε προσωπική επιτυχία του νυν υπουργού Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Ως πρόεδρος πλέον είναι ιδανικός όχι μόνο γιατί ξέρει να κρατά ισορροπίες, αλλά και γιατί ως ένθερμος Ευρωπαίος ξέρει τον τρόπο να στέλνει ισχυρά μηνύματα κατά της φαιάς ιδεολογίας που κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στην Ευρώπη. Σε ότι αφορά τις ΗΠΑ, τον πιο σημαντικό εταίρο της Γερμανίας, με ενδιαφέρον αναμένονται τα πρώτα δείγματα γραφής. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας αποκάλεσε τον Ντόναλντ Τραμπ «κήρυκα του μίσους», αργότερα δήλωσε ότι η προεδρία Τραμπ θα σηματοδοτήσει το «τέλος της παλαιάς τάξης πραγμάτων». Οι εξελίξεις τον δικαιώνουν.