Ακόμα κι ο Σωκράτης χρειαζόταν καλύτερο δικηγόρο, αστειεύτηκε ο Τζορτζ Μπίζος στον συνοδοιπόρο του στη μάχη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Νέλσον Μαντέλα μέσα στη δικαστική αίθουσα προσπαθώντας να τον κάνει να αλλάξει το τέλος της απολογίας του.
Δημοσίως πάντως δήλωνε πως «ο φίλος μου ο Νέλσον δεν φοβάται τον θάνατο», αυτό διεμήνυε προς πάσα κατεύθυνση για τον συνεργάτη του στο κίνημα κατά του Απαρτχάιντ, με τον οποίο έμελλε να ζήσει ένα ταραχώδες παρελθόν και ένα ακύμαντο μέλλον.
Ο ένας λευκός μετανάστης στη Νότια Αφρική, ο άλλος μαύρος επαναστάτης στην ίδια χώρα, οι ζωές τους συνδέθηκαν με μυθιστορηματικό τρόπο και οι ιδέες τους εξόργιζαν περισσότερους από όσους μπορούσαν να διαχειριστούν.
Λες και το έκανε η μοίρα, ένα δεκατριάχρονο αγόρι αποβιβάζεται πλάι στον πατέρα του στο λιμάνι του Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής τον Οκτώβριο του 1941 για να γλιτώσουν από τη μήνη των Ναζί. Οι δυο τους δεν μιλούν λέξη αγγλικά, έχουν μερικά «ψιλά» πάνω τους και καμία προοπτική φυσικά. Ήταν όμως ήδη ήρωες, αν και ακόμα δεν το γνώριζαν.
Ο νεαρός Έλληνας θα κατάφερνε να σπουδάσει νομική, γνωρίζοντας στα πανεπιστημιακά έδρανα έναν μαύρο συμφοιτητή του με πάθος για ελευθερία. Σήμερα το όνομα του Τζορτζ Μπίζος είναι θρύλος στη Νότια Αφρική, αφού απαθανατίστηκε στη συνείδηση του λαού ως ο άνθρωπος που έσωσε τον Μαντέλα από την αγχόνη των καταπιεστών.
Σύμβολο του αγώνα των μαύρων κατά του νοτιοαφρικανικού Απαρτχάιντ αλλά και κάθε αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, ο Μπίζος ήρθε στον κόσμο για να τον κάνει εμφανώς καλύτερο. Η βαθιά φιλία, η στενή συνεργασία του με τον Νέλσον Μαντέλα αλλά και οι αγώνες που έδωσε για να απελευθερωθεί ο νοτιοαφρικανός ηγέτης θα σημάδευαν βέβαια τη ζωή του ανεξίτηλα, καθώς μιλάμε για χρόνια δύσκολα.
Τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες, μέσα και έξω από τις αίθουσες των δικαστηρίων, πάλευε ο Μπίζος για να αποκαλυφθούν τα ψεύδη, η υποκρισία και η βιαιότητα ενός αδυσώπητου καθεστώτος, κρατώντας ταυτοχρόνως άσβεστη τη νοσταλγία του για τη μακρινή πατρίδα του, την Ελλάδα.
«Κατά τη θητεία μου ως προέδρου της Νότιας Αφρικής, συχνά επιζητούσα και ελάμβανα, πάντα γενναιόδωρα, τις συμβουλές του Τζορτζ για πολλά νομικά, συνταγματικά και προσωπικά θέματα. Ουδέποτε δίστασε να με συνδράμει παντού και πάντα· είναι πια μέλος της οικογένειάς μας. Τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου τρέφουν ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον ‘‘θείο Τζορτζ’’», έλεγε γι’ αυτόν το πρόσωπο-σύμβολο του 20ού αιώνα, που για τον Μπίζο δεν ήταν παρά ο ομοϊδεάτης και στενός του φίλος που έδιναν άλλοτε τις μάχες πλάι-πλάι.
Συνεχίζει ο Μαντέλα: «Η αυτοβιογραφία του Τζορτζ, ‘‘Οδύσσεια προς την ελευθερία’’, δεν είναι απλά ένας προσωπικός απολογισμός μιας εκπληκτικής ζωής, αλλά ένα πολύτιμο πρόσθημα στα ιστορικά αρχεία του έθνους μας από έναν άνθρωπο του οποίου η συμβολή στην εδραίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -που αποτελούν την ουσία των δικών μας συνταγματικών αξιών- είναι ανεκτίμητη».
Ό,τι κι αν έκανε πάντως, και έκανε πάρα πολλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κατοχύρωση των συνταγματικών ελευθεριών, ο Μπίζος θα ήταν διαχρονικά ο δικηγόρος του νεαρού επαναστάτη Μαντέλα σε κείνη τη δίκη του 1964 που το καθεστώς λυσσούσε να τον βγάλει από τη μέση.
«Δίκη του Αιώνα» την είπαν και όχι άδικα, καθώς εκεί πήγε η δημοκρατία για να πεθάνει άλλη μια φορά. Ο Μπίζος γλιτώνει τον φίλο του από τη θανατική ποινή προσθέτοντας δυο λεξούλες στην απολογία του, αυτό το «αν παραστεί ανάγκη». Ένα «αν» θα γλίτωνε τον Μαντέλα, εξασφαλίζοντάς του ωστόσο τρεις σχεδόν δεκαετίες πίσω από τα σίδερα.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το Απαρτχάιντ γκρεμίζεται, ο Μαντέλα εκλέγεται στο ύπατο αξίωμα της Νότιας Αφρικής και ο καλός του φίλος είναι και πάλι εδώ να τον βοηθήσει στα δύσκολα, συμμετέχοντας ενεργά στη σύνταξη του νέου Συντάγματος, την κατάργηση της θανατικής ποινής και τις κατακλυσμιαίες πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Πόσο δρόμο είχαν διανύσει όμως οι δυο φίλοι από την πρώτη φορά που συναντήθηκαν το 1948! Τα 65 χρόνια που αφιέρωσε ο Μαντέλα στον αγώνα κατά του ρατσισμού είχαν πάντα παραστάτη τον Μπίζο, με τον οποίο βρέθηκαν, απομακρύνθηκαν, συναντήθηκαν ξανά, συζήτησαν, διαφώνησαν, πάλεψαν και έζησαν μια ζωή μεγαλύτερη και από την Ιστορία την ίδια.
«Έρχεται μια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου που είτε θα υποκύψεις είτε θα παλέψεις», συνήθιζε να λέει ο Μπίζος και όλοι γνώριζαν τι είχε επιλέξει ο ίδιος…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζορτζ Μπίζος γεννιέται στις 14 Νοεμβρίου 1928 στο χωριό Βασιλίτσι Μεσσηνίας ως γιος του κοινοτάρχη Αντώνη, ενός ανθρώπου που διακρινόταν για τις δημοκρατικές του ευαισθησίες. Αυτές θα του έφερναν την απίστευτη περιπέτεια στην οποία θα μπλεκόταν το 1941, όταν καταμεσής της Κατοχής κρύβει εφτά νεοζηλανδούς στρατιώτες στο σπίτι του θέλοντας να τους σώσει από τους Ναζί.
Οι στρατιώτες ήταν να πάνε στην Κρήτη να πολεμήσουν, κι έτσι ο Αντώνης θέλει να τους βάλει σε ένα ψαράδικο. Η ιστορία του γίνεται ωστόσο γνωστή και στο καράβι θα μπει τελικά και ο ίδιος, όπως και ο 13χρονος γιος του, για να γλιτώσουν τώρα από την εκδικητικότητα του κατακτητή.
Στο πέλαγος θα τους περιμαζέψει ένα αγγλικό καταδρομικό τρεις μέρες θαλασσοταραχής μετά, το οποίο κατευθύνεται στην Κρήτη. Μετά τη μάχη, θα αφήσει τους έλληνες πρόσφυγες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου θα μπει για λίγο σε ορφανοτροφείο ο μικρός Γιώργος, πριν βρει τελικά τον δρόμο με τον πατέρα του για τη Νότια Αφρική.
«Είχαμε την επιλογή να πάμε είτε στην Ινδία είτε στη Νότια Αφρική. Ο πατέρας μου είχε ακούσει ότι στη Νότια Αφρική μάζευες χρυσό και διαμάντια από τα πεζοδρόμια, κι έτσι βρεθήκαμε εκεί», ανακαλεί ο ίδιος για το πώς πάρθηκε η απόφαση που θα σφράγιζε λίγο αργότερα την ιστορία της Νότιας Αφρικής.
Ο νεαρός από το Βασιλίτσι Μεσσηνίας δεν θα ξεχάσει ποτέ την 8η Αυγούστου 1941, τη μέρα που έφτασε με το υπερπολυτελές «Île de France», πλάι στους φυματικούς Συμμάχους και τους ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου, στο νοτιοαφρικανικό λιμάνι του Ντέρμπαν ως πρόσφυγας πολέμου. Δεν ήξεραν βέβαια πού πήγαιναν, γιατί η Νότια Αφρική δεν ήταν απλώς η χώρα των αιματοβαμμένων διαμαντιών, αλλά και των πιο στυγνών φυλετικών διακρίσεων.
Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται αμέσως ρατσιστικά, κάτι που θα φανεί ήδη από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Ντέρμπαν, όπου κατέφτασαν οι Μπίζοι με κατεύθυνση το Γιοχάνεσμπουργκ. «Σκουπίδια» τους αποκαλούν στη ρατσιστική αργκό τους οι Αφρικάνερς και ως σκουπίδια τους συμπεριφέρονται στη Νοτιοαφρικανική Ένωση, που ανήκε ακόμα στη Βρετανική Κοινοπολιτεία.
Ο μικρός δεν ξέρει γρι αγγλικά και θα εγκλιματιστεί πολύ δύσκολα στο ιδιαίτερο καθεστώς της νοτιοαφρικανικής χώρας, εκεί που οι ανισότητες και η εκμετάλλευση ήταν κοινός τόπος. Τον βοηθά πολύ η ελληνική κοινότητα του Γιοχάνεσμπουργκ στα πρώτα του βήματα, καθώς ακόμα δεν πηγαίνει σχολείο (δεν πήγε για τα επόμενα 2,5 χρόνια), μιας και δεν ξέρει ούτε αγγλικά ούτε αφρικάανς.
Για καλή του τύχη, ο πατέρας πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο στην Πραιτόρια και εκείνος σε μαγαζί στο Γιοχάνεσμπουργκ. Ακόμα καλύτερα, η περίπτωσή του κίνησε το ενδιαφέρον μιας εβραίας δασκάλας, η οποία άρχισε να του κάνει δωρεάν ιδιαίτερα μαθήματα. Κι έτσι μέσα σε εφτά χρόνια θα μάθει τόσο καλά τη γλώσσα και θα γίνει τέτοιο ξεφτέρι στα μαθήματα που το 1948 θα περάσει στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Βιτβάτερσραντ, στο οποίο θα αναλάβει αμέσως πολιτική δράση.
Ως μετανάστης είχε ζήσει εξάλλου στο πετσί του τον ρατσισμό, τον οποίο αντίκριζε συνεχώς ως γκαρσόνι στις καφετέριες και τα εστιατόρια όπου εργαζόταν για χρόνια. Τις εκπαιδευτικές του περιπέτειες δεν τις ξέχασε βέβαια ποτέ, κι έτσι το 1974 συνέβαλε αποφασιστικά στην ίδρυση του ελληνικού σχολείου του Γιοχάνεσμπουργκ, το οποίο ήταν μάλιστα ανοιχτό και στους μαύρους μαθητές από την πρώτη κιόλας μέρα λειτουργίας του…
Η γνωριμία με τον Νέλσον
«Ήταν το 1948, την πρώτη χρονιά του Απαρτχάιντ», ανακαλεί ο ίδιος τη στιγμή της γνωριμίας του με τον μαύρο ηγέτη, «‘‘κολλήσαμε’’ από την πρώτη στιγμή. Ήμασταν και οι δύο φοιτητές της Νομικής (εκείνος σε μεγαλύτερο έτος) στο Πανεπιστήμιο Βιτβάτερσραντ του Γιοχάνεσμπουργκ. Ένιωθα υπερήφανος που ήμουν κομμάτι αυτού του φιλελεύθερου πανεπιστημίου, που παρήγαγε μεγάλους δικηγόρους, μηχανικούς, γιατρούς, ανάμεσά τους και ο νομπελίστας μοριακός βιολόγος Σίντνεϊ Μπρένερ. Τώρα όμως ζητούσαν να εκδιώξουν τους λίγους μαύρους φοιτητές του».
Ο Μπέζος ρίχνεται αμέσως με τα μούτρα στη μάχη και σε μια τέτοια μάζωξη θα γνωρίσει τον Μαντέλα: «Θυμάμαι πάντα την πρώτη φορά που τον είδα. Ήταν ομιλητής σε μία από τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Ήταν ψηλός, ευθυτενής, γοητευτικός, με μια απαράμιλλη ευγλωττία, σίγουρος για τον εαυτό του. Και βέβαια ο πιο κομψά ντυμένος φοιτητής· ειλικρινά, δεν ξέρω πού έβρισκε τα λεφτά!», θυμάται ο πάμφτωχος έλληνας μετανάστης που έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τα καταφέρει.
«Ήταν ακόμη τότε ένας παθιασμένος αφρικανιστής που διακήρυττε ότι οι μαύροι έπρεπε να παλέψουν μόνοι τους. Είχε ήδη αρχίσει να ξεχωρίζει στους κόλπους της νεολαίας του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC). Ανέλαβε μάλιστα επικεφαλής των εθελοντών της εκστρατείας της Πολιτικής Ανυπακοής, της ‘‘καταπάτησης’’ δηλαδή των άδικων νόμων του Απαρτχάιντ. Μου έκανε τόση εντύπωση η ομιλία του που πήγα και του μίλησα. Με ρώτησε από πού ήμουν, του μίλησα για την Ελλάδα, του εξήγησα ποιες ήταν οι δικές μου θέσεις. Είχα και εγώ τα δικά μου βιώματα που με είχαν ριζοσπαστικοποιήσει. Ταυτιζόμουν με τον ‘‘μαύρο θυμό’’».
Ο Μπέζος παίρνει το πτυχίο του και το 1954 γίνεται μέλος του δικηγορικού συλλόγου του Γιοχάνεσμπουργκ. Και γίνεται από την αρχή προασπιστής των δικαιωμάτων των γηγενών! Σύντομα θα αποκτήσει ένα πρώτο όνομα ως ο άνθρωπος που αναλάμβανε υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μετά τη δίκη μάλιστα του Μαντέλα, ο Μπίζος θα μετατρεπόταν σε βασικό συνήγορο υπεράσπισης κάθε κατατρεγμένου από το καθεστώς, έχοντας στο πελατολόγιό του όλους σχεδόν τους προβεβλημένους μαύρους ακτιβιστές και μαχητές της ελευθερίας.
Η περιβόητη δίκη
Η περίφημη Δίκη της Ριβόνια, με τον υπότιτλο «Δίκη του Αιώνα», του 1963-1964 έφερε ενώπιον της δικαιοσύνης 13 προβεβλημένα μέλη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και πολλούς ακόμα αφανείς ήρωες του κινήματος. Ξεκίνησε στις 9 Οκτωβρίου 1963, έληξε στις 12 Ιουνίου 1964 και στην εξαμελή υπερασπιστική ομάδα των κατηγορουμένων περίοπτη θέση κατείχε από την πρώτη στιγμή ο Μπίζος, γνωστός σε όλους από παλιότερες υποθέσεις ρατσισμού και κοινωνικής απομόνωσης.
Ο 35χρονος Έλληνας διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην υπερασπιστική ομάδα που γλίτωσε τον Μαντέλα από την αγχόνη. Αυτόν κι άλλους δεκαέξι μαύρους αντιστασιακούς φυσικά, οι οποίοι πάλευαν στην παρανομία για μια Νότια Αφρική που θα ανήκε σε όλους και όχι µόνο στη λευκή μειονότητα.
Ο Μπίζος ήταν που πήρε το κείμενο της απολογίας του Μαντέλα και το παρέδωσε για «χτένισμα» στη συγγραφέα Ναντίν Γκόρντιµερ, νομπελίστρια αργότερα, η οποία του έδωσε τη γνωστή λογοτεχνική πνοή. Η θρυλική τετράωρη απολογία του 46χρονου Μαντέλα θα γινόταν η ιδεολογική βάση του αγώνα κατά του Απαρτχάιντ, μέσω της οποίας θα αφυπνιζόταν τελικά η χώρα, αν και για τον έλληνα δικηγόρο είχε κάτι που δεν του άρεσε καθόλου. Ήταν οι περιβόητες «τρεις λέξεις» (δύο στα ελληνικά) που θα έσωζαν τον Μαντέλα από το κρέμασμα και θα άλλαζαν τον ρου της νοτιοαφρικανικής ιστορίας.
Όπως το θυμάται καλύτερα ο ίδιος: «Ήταν η καταληκτική παράγραφος του περίφημου τετράωρου λόγου του Μαντέλα: ‘‘Έχω λατρέψει το ιδανικό μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα συνυπάρχουν αρμονικά και με ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό το οποίο ελπίζω να ζήσω για να το υλοποιήσω. Μα, αν χρειαστεί, είναι ένα ιδανικό για το οποίο είμαι έτοιμος να δώσω και τη ζωή μου’’. Τον προειδοποίησα: ‘‘Αν πεις ότι είσαι διατεθειμένος να πεθάνεις, θα σε κατηγορήσουν ότι ζητάς να γίνεις μάρτυρας’’. Του μίλησα για τον Σωκράτη και τη δίκη του. Του έκανα και πλάκα: ‘‘Ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί δεν διέθετε καλό δικηγόρο!’’. Καταλήξαμε σε έναν συμβιβασμό. Να προστεθούν οι λέξεις ‘‘if needs be’’ (εν ανάγκη)».
Ο Μπίζος κρατά βέβαια μικρό καλάθι για τη συνεισφορά των «τριών λέξεων»: «Δεν ήταν όμως μόνο αυτές οι λέξεις που τον έσωσαν από τον θάνατο. Πιστέψτε με, μου έχουν απονείμει περισσότερα εύσημα από όσα πραγματικά άξιζα. Σε αυτό συνέβαλαν και άλλοι λόγοι. Ο ένας ήταν η κατακραυγή του καθεστώτος από την παγκόσμια κοινή γνώμη, ο φόβος για κοινωνικές αναταραχές στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και άλλες χώρες. Ο άλλος λόγος ήταν η συμβολή του παγκοσμίου φήμης νοτιοαφρικανού συγγραφέα και ηγέτη του Φιλελεύθερου Κόμματος, Άλαν Πέιτον. ‘‘Γνωρίζω ποιοι είναι ο Νέλσον Μαντέλα, ο Γουόλτερ Σισούλου, ο Γκόβαν Μπέκι’’, είχε πει στο δικαστήριο. ‘‘Είναι οι νόμιμοι ηγέτες του καταδυναστευμένου λαού της Νότιας Αφρικής. Καταδικάστε τους σήμερα σε θάνατο και όταν έρθει η ημέρα που εμείς οι λευκοί θα θελήσουμε να διαπραγματευτούμε με τον μαύρο λαό της Νότιας Αφρικής, δεν θα υπάρχει κανείς να συνομιλήσει μαζί μας και θα οδηγηθούμε σε ένα λουτρό αίματος’’».
Ο Μαντέλα και οι σύντροφοί του στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο καταδικάστηκαν τελικά σε πολυετείς καθείρξεις, 27 χρόνια για τον μαύρο ηγέτη…
Κατοπινά χρόνια
Στα χρόνια που θα μεσολαβούσαν μέχρι την αποφυλάκιση του Μαντέλα και την ιστορική εκλογική του νίκη το 1994, ο Μπίζος συνέχισε τη νομική του καριέρα κανονικά, μέχρι να γίνει ο Νο 1 υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια χώρα που δεν αγαπούσε καθόλου τον όρο.
Κοντραρίστηκε λυσσαλέα µε ένα από τα πιο σκληρά καθεστώτα του 20ού αιώνα και για σειρά ετών αντιμετωπιζόταν από τις κυβερνήσεις με τουλάχιστον δυσπιστία. Ακόμα και ως τρομοκράτη τον έβλεπαν κάποιοι! Στα μακρά χρόνια του Απαρτχάιντ, ο έλληνας δικηγόρος υπερασπίστηκε πολλούς ακόμα προβεβλημένους ακτιβιστές του μαύρου κινήματος και πήρε μέρος σε πολύκροτες νομικές μάχες. Ο περιβόητος Στιβ Μπίκο, ο μαρτυρικός ακτιβιστής που δολοφονήθηκε αργότερα στο κελί του λευκού δυνάστη, τον Μπίζο επέλεξε για την υπεράσπισή του.
Ο Μπίζος εκπροσώπησε μαζικά οικογένειες θυμάτων του αντιρατσιστικού αγώνα και πέτυχε νίκες-σταθμούς στα δικαστικά χρονικά της Νότιας Αφρικής. Όπως, ας πούμε, όταν κατάφερε να μπλοκάρει τις διαδικασίες για αμνήστευση ανθρώπων που είχαν αιματοκυλήσει ειρηνικές διαδηλώσεις ή είχαν λερώσει τα χέρια τους με το αίμα των μαύρων ακτιβιστών.
Κυνηγώντας τη δικαιοσύνη σε μια χώρα που ένιωθε σαφώς άβολα μέσα στη δικαστική αίθουσα, έγραψε ένα βιβλίο-φωτιά το 1989, το «No one to blame?», το οποίο έπαιξε τον δικό του ρόλο στη νομική κοινότητα της Νότιας Αφρικής. Η φήμη του απλώθηκε παντού στην Αφρική, κι έτσι η χάρη του έφτασε όπου υπήρχαν κατατρεγμένοι στη Μαύρη Ήπειρο. Τον Μπίζο επέλεξε ως δικηγόρο το 2004 ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης της Ζιμπάμπουε, Μόργκαν Τσβανγκιράι, στις άδικες κατηγορίες του Μουγκάμπε για εθνική προδοσία.
Τον αδέκαστο Μπίζο επέλεξε το Εφετείο της Μποτσουάνας ως δικαστή από το 1985-1993, ενώ και πάλι στον Μπίζο θα απευθυνόταν η σύντροφος του Μαντέλα, Γουίνι, στις δικές της νομικές περιπέτειες με το καθεστώς από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι και το 1992.
Εξίσου μεγάλη δράση ανέλαβε και μετά την πτώση του καθεστώτος του Απαρτχάιντ το 1993, όταν πρωτοστάτησε ως µέλος της Νομικής Επιτροπής του ΑΝC στη διαμόρφωση του νέου δημοκρατικού Συντάγματος, στη συγγραφή της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων, στην κατάργηση της θανατικής ποινής και στη ραγδαία πολιτική και δικαστική μεταρρύθμιση της χώρας.
Εκείνες οι φυλακές-κολαστήρια του Γιοχάνεσµπουργκ όπου κρατούνταν για τρεις δεκαετίες ο καλός του φίλος είναι πλέον τόπος μνήμης αλλά και έδρα του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας, ένας χώρος όπου ο Μπίζος έχει πλέον το ελεύθερο. Γιατί από το 1990 και μετά, όταν σταμάτησε τη μάχιμη δικηγορία, λειτουργούσε ως σύμβουλος σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές με κολοσσιαίο έργο, όπως η συνταγματική αλλαγή.
Ο πρόεδρος Μαντέλα του εμπιστεύτηκε ίσως τον πιο νευραλγικό ρόλο που θα διαδραμάτιζε ο Μπίζος στο εσωτερικό της Νότιας Αφρικής: τον διόρισε επικεφαλής δικαστικής επιτροπής με αυξημένες αρμοδιότητες ώστε να καθαρίσει το δικαστικό σώμα από τα κατάλοιπα της πολιτικής του Απαρτχάιντ. Στα ύπατα αυτά δικαστικά αξιώματα τον διόρισε αργότερα εκ νέου και ο διάδοχος του Μαντέλα στην προεδρία, Τάμπο Μπέκι.
«Ανήκει στη μακρά παράδοση των μεγάλων ανθρώπων που παρά το γεγονός ότι δεν γεννήθηκαν σε αυτή τη χώρα, έκαναν τόσα πολλά για να συμβάλουν στην ευημερία της», είπε γι’ αυτόν ο πρόεδρος Μπέκι. Για τον άνθρωπο που γνώρισε ως μετανάστης τον ρατσισμό στο πετσί του και βάλθηκε να υπερασπιστεί κάθε αδίκως διωκόμενο για το χρώμα του προσώπου του, τον Θεό που πιστεύει ή τον τόπο καταγωγής του.
«Ο Μπίζος έγινε ο γκουρού µου. Τον ακολουθούσα στις πολιτικές δίκες κρατώντας έναν χαρτοφύλακα δήθεν ως βοηθός του, κι έτσι αφυπνίστηκα πολιτικά και έφτασα να δίνω το σπίτι µου για τις συνεδριάσεις του παράνοµου Αφρικανικού Κογκρέσου», είπε γι’ αυτόν η Ναντίν Γκόρντιµερ, νομπελίστρια λογοτεχνίας (1991).
Ο Μαντέλα μάθαινε πάντα τους αγώνες ελευθερίας και ισότητας του επιστήθιου φίλου του, γι’ αυτό και επέλεξε συμβολικά να φωτογραφηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ελεύθερος πια και μια ανάσα από την προεδρία της Νότιας Αφρικής, έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο στο Γιοχάνεσμπουργκ με τη σύζυγό του Γουίνι και τον Μπίζο στο πλευρό του.
Σήμερα η δικαστική ιστορία της Νότιας Αφρικής επιβεβαιώνει πως ο Τζορτζ Μπίζος ήταν πίσω από κάθε μεγάλη μάχη και μικρή αλλαγή στον πενηντάχρονο αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων και των ρατσιστικών πολιτικών. Οι φίλοι και οι παλιοί συνοδοιπόροι του απέκτησαν δύναμη και αξιώματα μετά το 1994, αν και εκείνος δεν θέλησε ποτέ να εξαργυρώσει τίποτα.
Του πρότειναν θέση στο Κοινοβούλιο, θέση στο δικαστικό σώμα, ακόμα και στην κυβέρνηση, εκείνος ωστόσο έλεγε πάντα «όχι». Τη μόνη θέση εξουσίας που αποδέχτηκε ήταν στην Επιτροπή Δικαστικών Υπηρεσιών, για να καθαρίσει όπως είπαμε τους ρατσιστές δικαστές που ζούσαν ακόμα στο παρελθόν.
Στην προσωπική του ζωή, όταν δεν λειτουργεί ακόμα και σήμερα ως νομικός σύμβουλος σε θεσμούς και επιτροπές, προτιμά να περνά τον χρόνο του στον αγαπημένο του λαχανόκηπο. Ή μπροστά στην πλούσια βιβλιοθήκη του, γεμάτη με περίβλεπτα έπαθλα και βραβεύσεις. Τον Οκτώβριο του 2004 τιμήθηκε με το σπουδαίο δικηγορικό βραβείο Bernard Simons Memorial Award, έχοντας βραβευτεί εκτεταμένα από αναρίθμητους δικηγορικούς συλλόγους. Συνεχίζει να ζει στο Γιοχάνεσμπουργκ με τη σύζυγό του Αρετή, τους τρεις του γιους και τα εγγόνια του.
Παρά το γεγονός ότι έχει έρθει αρκετές φορές στον τόπο του, υπήρχαν εποχές που δεν μπορούσε να επιστρέψει, καθώς η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση τον είχε στο στόχαστρο. Ανοιχτά στο στόχαστρο: «Δεν είχαν λείψει ούτε οι απειλές κατά της ζωής μου. Όταν ανέλαβα συνήγορος του αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος, Κρις Χάνι, ο τότε πρωθυπουργός Τζον Φόρστερ μού είχε στείλει μήνυμα με ‘‘αγγελιοφόρο’’ τον δικηγόρο του: ‘‘Να πεις στον Τζορτζ ότι είναι λίγα τα ψωμιά του’’. Δεν το είπα ούτε στη γυναίκα μου. Μόνο στον αδελφό μου τον Σταύρο. Του ζήτησα, αν συμβεί κάτι, να προσέξει την οικογένειά μου».
Οι Αρχές αρνούνταν να του δώσουν διαβατήριο και υπηκοότητα ως το 1972 και ο ίδιος ήξερε πως αν έφευγε, δεν θα μπορούσε να επιστρέψει: «Μου αρνούνταν την υπηκοότητα, αλλά δεν μπορούσαν να με διώξουν επειδή ήμουν πλέον αρκετά γνωστός σε πολιτικούς και κοινωνικούς κύκλους. Και παρ' όλο που μπορούσα να φροντίσω να βγάλω ελληνικό διαβατήριο, φοβόμουν ότι δεν θα με άφηναν να γυρίσω στη Νότια Αφρική. Και ας μου έλειπε τόσο η Ελλάδα και το χωριό μου, εκεί πάνω στο ακρωτήρι Ακρίτας».
Το ιδρυτικό µέλος του Εθνικού Συμβουλίου Νομικών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη Νότια Αφρική τιμήθηκε και από την Ελλάδα, η οποία του απένειμε το Μετάλλιο Τιμής και Ευποιίας της Πόλεως των Αθηνών. Πρόσφατα εκδόθηκε και ο πρώτος τόμος της αυτοβιογραφίας του «Οδύσσεια προς την ελευθερία».
Ο άνθρωπος που έκανε τους δικηγόρους της Νότιας Αφρικής να προειδοποιούν τους συναδέλφους τους στη δικαστική αίθουσα πως «ποτέ δεν πρέπει να τα βάζεις µε Έλληνα» έχει ένα μήνυμα για τους συμπατριώτες του: «Οι Έλληνες έχουμε χρέος να σεβόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα και να αξιώνουμε την ισχύ τους σε ολόκληρο τον κόσμο»…