Να διδάσκεις 27χρόνια μόνος σου σε ένα μικρό απομακρυσμένο σχολείο, για οποιονδήποτε άνθρωπο θα ήταν μία δύσκολη αποστολή, πόσο μάλλον για κάποιον που γεννήθηκε χωρίς δάχτυλα.
Ο 50χρονος Τσεν Χαϊπίνγκ όμως τα κατάφερε. Ο Τσεν, δάσκαλος σε ένα μακρινό χωριό της επαρχίας Σαανσί στη βόρεια Κίνα, επιλέχθηκε ως πρότυπο στην εκστρατεία που προώθησε ο γίγαντας του ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba την περασμένη εβδομάδα, και η ιστορία της ανιδιοτέλειάς του έγινε παράδειγμα για όλους.
Γεννημένος χωρίς δάχτυλα στα χέρια και τα πόδια, ο Τσεν συνάντησε τυχαία τον επικεφαλής του Αγροτικού Σχολείου Λιουτσιασάν το 1990, όπως μεταδίδει το Xinhua και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Χάρη σε αυτόν έγινε αναπληρωτής δάσκαλος, καθώς στις αγροτικές περιοχές εκείνη την εποχή υπήρχε δραματική έλλειψη δασκάλων. «Τότε ήμουν 23 χρόνων. Κανείς δεν με προσλάμβανε μετά την αποφοίτησή μου από την Παιδαγωγική Ακαδημία. Η δουλειά του αναπληρωτή δασκάλου μού παρείχε 50 γιουάν (περίπου 8 δολάρια) τον μήνα. Ήμουν πολύ ικανοποιημένος», θυμάται ο Τσεν.
Προκειμένου να γίνει καλός δάσκαλος, χρειάσθηκε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια. Έπρεπε να απαλλαγεί από την τοπική προφορά του και να μιλάει καθαρά τα μανδαρίνικα, την επίσημη γλώσσα της Κίνας. Ξυπνούσε πολύ νωρίς το πρωί και πήγαινε σε ένα σχολείο, 10 χλμ μακριά, προκειμένου να εκπαιδευτεί από άλλους δασκάλους και επέστρεφε στην τάξη του για να διδάξει πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως ήταν να γράψει στον πίνακα. Χωρίς δάχτυλα έπρεπε να κρατάει την κιμωλία ανάμεσα στις παλάμες του. «Ήταν μία οδυνηρή διαδικασία. Έβγαλα φουσκάλες στις παλάμες και η κιμωλία μου έπεφτε συνέχεια», θυμάται.
Χτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου στην κομητεία Λιουλίν, το σχολείο που διδάσκει ο Τσεν σήμερα είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με το πώς ήταν πριν από 20 χρόνια. Στο διώροφο κτίριο που κάποτε είχε πάνω από 100 μαθητές, σήμερα υπάρχουν μόνο επτά άνθρωποι: ο Τσεν, ο μάγειρας και καθαριστής και έξι μαθητές, τρεις από τους οποίους είναι νήπια. Ο Τσεν παραδίδει μαθήματα σε όλους στην ίδια τάξη.
Η κατάσταση αυτή όμως αποτελεί πλέον σύνηθες φαινόμενο στην Κίνα. Καθώς οι γονείς που «μεταναστεύουν» στις μεγάλες πόλεις παίρνουν μαζί τους τα παιδιά τους, στο χωριό απομένουν όλο και λιγότερα παιδιά. Σύμφωνα με στοιχεία των τοπικών αρχών, από το 2013 πάνω από το 60% των παιδιών ηλικίας μεταξύ έξι και 15 χρόνων έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις με τους γονείς τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ορισμένα σχολεία στα χωριά έκλεισαν ή συγχωνεύθηκαν. Η πλειοψηφία των παιδιών από χωριά αναγκάστηκαν να πάνε σε σχολεία κοντινών κωμοπόλεων και πόλεων.
«Η ποιότητα της εκπαίδευσης στα «ερειπωμένα σχολεία» δεν είναι τόσο καλή όσο σε εκείνα των πόλεων. Ωστόσο, χωρίς αυτά, τα παιδιά θα εγκαταλείψουν την εκπαίδευση», λέει ο Τσεν.
Ο 11χρονος Φεν Τσιανγκσιάνγκ είναι ο μεγαλύτερος μαθητής στο σχολείο. Ο πατριός του, ένας ανθρακωρύχος, δεν είναι ποτέ σπίτι και η μητέρα του είναι χρόνια άρρωστη. «Η οικογένεια δεν μπορεί να τον στείλει σε καλύτερο σχολείο» λέει ο Τσεν. Αυτός είναι άλλωστε και ο κύριος λόγος που αρνείται να φύγει από την περιοχή. Κάποτε τον διόρισαν σε άλλο σχολείο, σύντομα όμως εκείνος επέστρεψε. Ο Τσεν εντυπωσιάσθηκε που τον επέλεξαν ως πρότυπο ενώ ιδιαίτερη ικανοποίηση του προκάλεσε το γεγονός ότι η διάκριση αυτή συνοδεύτηκε με το ποσό 5.000 γιουάν, ποσό διπλάσιο από τον μηνιαίο μισθό του. Η χαρά του όμως κράτησε λίγο. Ο Τσεν ανησυχεί ότι μπορεί να είναι ο «τελευταίος των Μοϊκανών» στο σχολείο του, καθώς οι δύσκολες συνθήκες τρομάζουν τους δασκάλους.
«Θα συνεχίσω να διδάσκω ακόμα και αν έχει απομείνει μόνο ένας μαθητής», λέει αποφασιστικά.