Δύο άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο δράστης, σκοτώθηκαν και 13 ακόμη τραυματίστηκαν χθες Κυριακή το βράδυ στο Τορόντο, την οικονομική πρωτεύουσα του Καναδά, σε ένα περιστατικό με πυροβολισμούς, ανακοίνωσε η αστυνομία προσθέτοντας ότι προς το παρόν δεν έχουν διευκρινιστεί οι συνθήκες του περιστατικού.
Ο ένοπλος άνοιξε πυρ περίπου στις 22:00 της Κυριακής (τοπική ώρα) προκαλώντας πανικό στην ελληνική συνοικία του Τορόντο, με αυτόπτες μάρτυρες να δηλώνουν ότι έπεσαν περισσότεροι από είκοσι πυροβολισμοί.
Μία νεαρή γυναίκα σκοτώθηκε και 13 άνθρωποι τραυματίστηκαν, όπως ανακοίνωσε ο επικεφαλής της αστυνομίας της πόλης Μαρκ Σόντερς, ενώ ένα μικρό κορίτσι βρίσκεται «σε κρίσιμη κατάσταση».
Ο δράστης είναι νεκρός, επεσήμανε ο Σόντερς, εξηγώντας ότι «αντάλλαξε πυροβολισμούς» με τους αστυνομικούς. Ωστόσο δεν θέλησε να διευκρινίσει αν ο άνδρας αυτοκτόνησε ή έπεσε νεκρός από τα πυρά της αστυνομίας.
Προς το παρόν δεν είναι γνωστά τα κίνητρα του άνδρα, τόνισε ο επικεφαλής της αστυνομίας του Τορόντο.
Γείτονες δήλωσαν ότι άκουσαν μια σειρά πυροβολισμών και στη συνέχεια τις φωνές των ανθρώπων που βρίσκονταν σε πανικό. «Έπεσαν πολλοί πυροβολισμοί: πυροβολισμοί, μετά παύση, μετά νέοι πυροβολισμοί και ξανά παύση. Πρέπει να έπεσαν 20 με 30 πυροβολισμοί. Αρχίσαμε να τρέχουμε», δήλωσε ο Τζον Τάλοχ, ένας αυτόπτης μάρτυρας στην εφημερίδα Globe and Mail.
Ένα βίντεο που αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο, όμως στη συνέχεια κατέβηκε, έδειχνε έναν άνδρα ντυμένο στα μαύρα να πλησιάζει σε ένα εστιατόριο και να αρχίζει να πυροβολεί εναντίον της βιτρίνας, σύμφωνα με το Radio Canada.
Ο Ανδρέας Μάντζιος, ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας, δήλωσε στην Globe News ότι ο δράστης πυροβόλησε εναντίον της νεαρής γυναίκας και αφού άρχισε να τρέχει για να διαφύγει συνέχισε να την πυροβολεί παρόλο που εκείνη βρισκόταν στο έδαφος. Καταδικάζοντας αυτή την «τραγωδία» ο δήμαρχος του Τορόντο Τζον Τόρι ζήτησε από τους πολίτες «να παραμείνουν ψύχραιμοι» και να αποφύγουν «να βγάλουν συμπεράσματα» για τα κίνητρα του δράστη προτού γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα της αστυνομικής έρευνας.
Τον Απρίλιο είχε εκτυλιχθεί στο Τορόντο μία άλλη τραγωδία.
Ένας άνδρας που είχε ρίξει το φορτηγάκι που οδηγούσε εναντίον πεζών, σκοτώνοντας 10 ανθρώπους και τραυματίζοντας ακόμη 15, σε μια από τις πιο αιματηρές επιθέσεις που έχουν σημειωθεί στον Καναδά. Σύμφωνα με τον Τόρι, το χθεσινό περιστατικό υπογραμμίζει το γεγονός ότι το Τορόντο «έχει πρόβλημα με τα όπλα». «Τα όπλα είναι εύκολα διαθέσιμα σε πολλούς ανθρώπους», εκτίμησε. Εξάλλου ο πρωθυπουργός της επαρχίας Οντάριο Νταγκ Φορντ κατήγγειλε στο Twitter «μια φρικτή πράξη ένοπλης βίας στο Τορόντο».
Την προηγούμενη εβδομάδα η αστυνομία του Τορόντο είχε ανακοινώσει μια σειρά μέτρων για τον περιορισμό της βίας από τα πυροβόλα όπλα, με την ανάπτυξη επιπλέον 200 αστυνομικών στις πιο ευαίσθητες συνοικίες της πόλης από τις 19:00 το απόγευμα ως τις 03:00 τα ξημερώματα. Η κατάσταση στο Τορόντο όσον αφορά τα βίαια επεισόδια με τη χρήση πυροβόλων όπλων έχει επιδεινωθεί πολύ φέτος. Οι θάνατοι σε τέτοια επεισόδια αυξήθηκαν στους 26 μέχρι στιγμής το 2018, δηλαδή κατά 53% σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2017, όταν είχαν σημειωθεί 17. Τα περιστατικά βίας στα οποία σημειώθηκε χρήση όπλων αυξήθηκαν στα 212 φέτος, κατά 13% από το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι, όταν είχαν καταγραφεί 188.
Αυτόπτες μάρτυρες μιλούν για την φρίκη της επίθεσης
Η Στέιβι Καρνούσκου βρισκόταν μαζί με φίλους έξω από το μπαρ Logo στην νότια πλευρά του Ντάνφορθ, ανατολικά της λεωφόρου Λόγκαν.
«Ακουσα "μπαμ, μπαμ" και γύρισα διότι νόμιζα ότι ήταν πυροτεχνήματα...και μετά η μητέρα ενός φίλου μου άρχισε να φωνάζει "μάς πυροβολούν-τρέξτε μέσα" », λέει η Στέιβι Καρνούσκου, η οποία εκείνη την ώρα έλαβε κλήση από την αδελφή της που βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση, διότι δεν μπορούσε να βρει τον αρραβωνιαστικό της. Κοιτάζοντας έξω είδε δύο θύματα, που της φάνηκε ότι ήταν γυναίκες, πεσμένα στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Δέκα λεπτά μετά, η Στέιβι Καρνούσκου βγήκε και είδε δύο γυναίκες πεσμένες στο έδαφος και ανθρώπους που προσπαθούσαν να τις σώσουν κάνοντάς τους τεχνητή αναπνοή.
«Για την μία μπορούσα να δω τα πόδια της, ήταν μελανά», δήλωσε η γυναίκα με τρεμάμενη φωνή κλείνοντας με το χέρι το στόμα της. «Ηθελα να την βοηθήσω, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω».
Είδε επίσης έναν άνδρα που είχε δεχθεί σφαίρα, πεσμένο στο αίθριο του αρτοποιείου-καφέ Lukumum και έναν άνδρα που προσπαθούσε να τον βοηθήσει.
Τής φάνηκε ότι πέρασαν τουλάχιστον δέκα λεπτά μέχρι να φθάσει η πυροσβεστική, ενώ η ίδια και άλλοι διαμαρτυρήθηκαν για το ότι η αστυνομία δεν έφθασε νωρίτερα.
«Ζω στο Ντάνφορθ τα τελευταία τέσσερα χρόνια και πάντα υπάρχει γύρω ένα περιπολικό. Εάν υπήρχε ένα περιπολικό στην περιοχή αυτή, δεν θα μπορούσε να πυροβολεί επί τόση ώρα».
Ο Μάικλ Κοζάρις εργαζόταν στο εστιατόριο Μεζές, στην βόρεια πλευρά του Ντάνφορθ, όταν άκουσε τα «μπαμ».
«Νόμιζα ότι ήταν πυροτεχνήματα, αλλά το εστιατόριο έχει θόρυβο και δεν το σκέφτηκα και πολύ. Ομως μετά τον δέκατο πυροβολισμό σκέφτηκα "ΟΚ, κάτι συμβαίνει» και είδα ανθρώπους στο αίθριο να πετάγονται».
Ενας συνάδελφος τού είπε «δεν είναι σφαίρες» και βγήκε έξω να δει. «Ακούμε πυροβολισμούς, αλλά δεν βλέπουμε τίποτε» Τότε, ένας άλλος συνάδελφος σερβιτόρος, ο Νικ, του είπε να μπει μέσα, τον τράβηξε και ακούστηκαν άλλοι δύο πυροβολισμοί. Και τότε ο Νικ λέει "Γα...το, με πυροβόλησε. Κάλεσε το 911, ένα ασθενοφόρο", Και αίμα έτρεχε από το χέρι του. Πιστεύουμε ότι η σφαίρα εξοστρακίσθηκε από το πόμολο της πόρτας».
Ο Μάικλ Κοζάρις λέει ότι τηλεφώνησε στο 911 και περίμενε στο ακουστικό πολλά λεπτά πριν κάποιος τρέξει έξω και αρπάξει έναν αστυνομικό. Ο αστυνομικός είπε στον συνάδελφό του ότι έρχεται ασθενοφόρο, αλλά θα πρέπει να περιμένει».
«Ο Νικ χάνει αίμα. Τρέχει παντού, και αρχίζει να χάνει τις αισθήσεις του», δήλωσε ο Κοζάρις και τότε ένα φίλος τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο κοντινό νοσοκομείο Michael Garron.
Ο Μάικλ Κοζάρις δήλωσε ότι άκουσε ότι ο συνάδελφός του έκανε ακτινογραφίες και πιστεύει ότι η σφαίρα βρίσκεται ακόμη στο χέρι του.