26
Μαρτίου
2017
- 14:51
Τελευταία τροποποίηση στις 22 Ιανουαρίου, 2021 - 11:25
Απόρια της στρατηγικής συμφωνιας Βρετανίας- Τουρκίας κυρίως στον αμυντικό τομέα όπου έχουν δώσει τα χέρια προκειμένου το Λονδίνο να παράσχει τεχνογνωσία στην Άγκυρα για το ΤFX μαχητικό τρίτης γενιας και το TF 2000 αντιτορπυλικό φρεγάτα εκτοπισματος 7500 τόνων, είναι το να παραδώσει κομμάτι της Κύπρου στη Τουρκία ως αντάλλαγμα.
Ρήτρα του «μάλλον ευνοούμενου κράτους» (most favored nation - nation la plus favorisée), μετά από μια ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού, επιχειρούν σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του «Φιλελεύθερου» να διασφαλίσουν για λογαριασμό της Τουρκίας, ο Έσπεν Μπαρθ Άιντα και η Βρετανία, σε συντονισμό και συνεργασία με τις Βρυξέλλες.
Στόχος των πρωταγωνιστών είναι να ικανοποιήσουν, μέσω της ρήτρας του «μάλλον ευνοούμενου κράτους», το αίτημα Ερντογάν για τις τέσσερις ελευθερίες, παρά το γεγονός ότι μια τέτοια εξέλιξη θα θέσει το ομόσπονδο κράτος υπό τον απόλυτο έλεγχο της Άγκυρας. Πληροφορίες του «Φ» αναφέρουν ότι ο κ. Άιντα και το Λονδίνο, σε συνεργασία με σημαίνοντες κύκλους της Ε.Ε., επιστρατεύουν το Άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κυπριακού Συντάγματος (βλέπε άλλη στήλη), το οποίο είχε υιοθετήσει τη ρήτρα του «μάλλον ευνοούμενου κράτους» για την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βρετανία, και θεωρούν ότι η εν λόγω ρύθμιση θα πρέπει να αποτελέσει πυξίδα και για το μέλλον και «να διατηρηθεί», προκειμένου να τύχει ικανοποίησης το αίτημα της Άγκυρας για ισότιμη μεταχείριση Τούρκων και Ελλήνων πολιτών μετά τη λύση, σε ζητήματα παραμονής και εγκατάστασης, καθώς και για ελεύθερη διακίνηση τουρκικών αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων στη νήσο.
Ωστόσο, οι «τρεις πρωταγωνιστές» επιλέγουν προφανώς να «ξεχνούν» ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο έχει υιοθετήσει η Κυπριακή Δημοκρατία με την ένταξή της στην Ε.Ε. το 2004, υπερισχύει του Κυπριακού Συντάγματος του 1960 και, ως εκ τούτου, η ρήτρα τού «μάλλον ευνοούμενου κράτους» έχει καταργηθεί αυτοδικαίως και, συνεπώς, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει, όχι μόνο σημείο αναφοράς για το μέλλον, αλλά ούτε και για το παρόν.
Όπως μάλιστα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, η Λευκωσία διαθέτει και γνωμάτευση επί του προκειμένου, η οποία συνηγορεί με τη θέση ότι η ρήτρα του «μάλλον ευνοούμενου κράτους» δεν έχει πλέον καμιά νομική ισχύ και συνεπώς δεν μπορεί να τυγχάνει επίκλησης και να επιστρατεύεται προκειμένου να ικανοποιήσει τις τουρκικές αξιώσεις σε περίπτωση λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Οι μεθοδεύσεις Άιντα και Λονδίνου, με τη στήριξη των Βρυξελλών, δεν περιορίζονται πάντως στην επίκληση της ρήτρας του «μάλλον ευνοούμενου κράτους». Υπεισέρχονται και σε δύο ακόμη αλληλένδετες πτυχές που εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για το κυπριακό κράτος:
1. Κυπροποίηση του τουρκικού αιτήματος: Όπως πληροφορούμαστε, όλοι οι πρωταγωνιστές εργάζονται στη λογική ικανοποίησης του τουρκικού αιτήματος για τις τέσσερις ελευθερίες «αποκλειστικά» και μόνον στην Κύπρο, κάτι που όπως αποκαλύψαμε βρισκόταν στο επίκεντρο των επαφών του Έσπεν Μπαρθ Άιντα στις Βρυξέλλες, όπου συνάντησε «ευήκοα ώτα».
Στο πλαίσιο αυτό, Άιντα και Λονδίνο, σε συντονισμό με κύκλους της Ε.Ε., καλούν τη Λευκωσία να παραχωρήσει «διμερείς διευκολύνσεις» προς την Τουρκία, προβαίνοντας ουσιαστικά σε εκπτώσεις που αφορούν, αφενός, στην ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση Τούρκων πολιτών στην Κύπρο και, αφετέρου, στην ελεύθερη διακίνηση τουρκικών αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων.
Οι Βρυξέλλες μάλιστα εμφανίζονται ανακουφισμένες, όπως και κάποια κράτη-μέλη, καθώς με την «κυπροποίηση» καθίσταται σαφές ότι το τουρκικό αίτημα δεν θα αφορά στο σύνολο της Ε.Ε. και, ως εκ τούτου, δεν πρόκειται να επηρεάσει άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Μοναδικό δηλαδή θύμα της τουρκικής αξίωσης θα καταστεί το ομόσπονδο κυπριακό κράτος, το οποίο κατά συνέπεια θα κινδυνεύσει να εξαιρεθεί από δράσεις της Ενιαίας Αγοράς.
Ως αποτέλεσμα, η Κύπρος θα είναι διπλά χαμένη, καθώς, από τη μια, θα τεθεί υπό την κηδεμονία της Τουρκίας (δημογραφική αλλοίωση, ομηρία της κυπριακής οικονομίας) και, από την άλλη, σε επίπεδο Ε.Ε., θα καταστεί «κράτος δεύτερης κατηγορίας». Με βάση τη λογική κυπροποίησης του τουρκικού αιτήματος, που προωθούν οι «πρωταγωνιστές», το κράτος που θα προκύψει μετά από μια ενδεχόμενη λύση θα προβεί «διμερώς» σε διευκολύνσεις προς την Τουρκία, όπως ακριβώς προνοούσε και η ρήτρα του «μάλλον ευνοούμενου κράτους» το 1960. Κάτι πάντως που όπως προαναφέραμε δεν θα πρέπει να ισχύσει, καθώς η εν λόγω ρήτρα έχει αυτοδικαίως καταργηθεί, αν και ο κ. Άιντα, και το Λονδίνο, σε συνεργασία με κύκλους της Ε.Ε., επιχειρούν να την επαναφέρουν και να την επιβάλουν.
2. Πράξη Προσαρμογής της Συνθήκης Προσχώρησης: Άιντα, Λονδίνο και Βρυξέλλες επιχειρούν να επαναφέρουν παράλληλα τις πρόνοιες της Πράξης
Προσαρμογής της Συνθήκης Προσχώρησης της Κύπρου, η οποία είχε επισυναφθεί στο απορριφθέν Σχέδιο Ανάν. Η Κομισιόν φέρεται μάλιστα να έχει εντρυφήσει και σε νομικό επίπεδο επί του προκειμένου, εξετάζοντας το άρθρο 5 με τίτλο «ισοδύναμα δικαιώματα για Έλληνες και Τούρκους πολίτες». Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο «...η Κύπρος εξουσιοδοτείται να παράσχει στους Τούρκους πολίτες ισοδύναμη μεταχείριση αναφορικά με τα δικαιώματα εισόδου και παραμονής», πρόνοια η οποία είχε περιληφθεί προ της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. και συνεπώς σήμερα δεν θα έπρεπε να τυγχάνει επίκλησης.
Υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω άρθρο προνοούσε ακόμη όπως «οι όροι εφαρμογής για τα δικαιώματα εισόδου και παραμονής των Τούρκων πολιτών, συμβατοί με τις προαναφερόμενες αρχές και τη συμμετοχή της Κύπρου στη Συνθήκη Σένγκεν, θα τύχουν διαπραγμάτευσης μεταξύ της Ε.Ε. και της Τουρκίας, εντός έξι μηνών». Δηλαδή, οι αποφάσεις επρόκειτο να ληφθούν από την Άγκυρα και τις Βρυξέλλες, ερήμην του κυπριακού κράτους, κάτι που ο Ταγίπ Ερντογάν προσδοκά να εξασφαλίσει ακόμη και τώρα, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.
Οι Τούρκοι άλωσαν την ΕΕ
Ένα εικοσιτετράωρο πριν την πραγματοποίηση της επίσκεψης του Έσπεν Μπαρθ Άιντα στις Βρυξέλλες, με επίκεντρο τις τέσσερις ελευθερίες, ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου φρόντισε να διευκρινίσει ότι το τουρκικό αίτημα αφορά αποκλειστικά στην Κύπρο, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν θα υπάρξει καμιά συνέπεια/επίπτωση για άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε, τοποθέτηση η οποία όπως πληροφορείται ο «Φ», λειτούργησε κατευναστικά και εισπράχθηκε θετικά στις Βρυξέλλες, καθώς «διαπιστώθηκε» ότι η Τουρκία ζητά ένα ειδικό καθεστώς, με φόντο τις τέσσερις ελευθερίες, μόνο στην Κύπρο.
Όπως πληροφορείται ο «Φ», η εν λόγω διευκρίνιση αξιοποιήθηκε δεόντως κατά τις επαφές του Έσπεν Μπαρθ Άιντα στην έδρα της Ε.Ε. Ο ειδικός σύμβουλος του ΓΓ, στήριξε και προώθησε το τουρκικό αίτημα, διατυπώνοντας τον ισχυρισμό ότι απορρέει από το κυπριακό Σύνταγμα του 1960, διά της ρήτρας του «μάλλον ευνοούμενου κράτους» και ότι ανάλογες ρυθμίσεις είχαν επιδιωχθεί και στο Σχέδιο Ανάν (το οποίο κρίθηκε από τη Κομισιόν ως συμβατό με το κεκτημένο), διά της «Πράξης Προσαρμογής της Συνθήκης Προσχώρησης» της Κύπρου. Όπως πληροφορούμαστε, ανάλογα μηνύματα προς την Ε.Ε έστειλε και το Λονδίνο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι υπάρχει ένας συντονισμός μεταξύ Τσαβούσογλου, Άιντα και του βρετανικού ΥΠΕΞ, προκειμένου να ικανοποιηθεί το τουρκικό αίτημα.
Σημαίνοντες κύκλοι των Βρυξελλών, εξέφρασαν ικανοποίηση για τις διευκρινίσεις που δόθηκαν και φέρονται να έχουν διαβεβαιώσει ότι θα στηρίξουν την όποια απόφαση λάβουν τα μέρη και επί του προκειμένου ζητήματος. Στη λογική της πάγιας γραμμής της Κομισιόν, ότι είναι έτοιμη ακόμη και να τετραγωνίσει τον κύκλο, προκειμένου να εξευρεθεί λύση στο Κυπριακό.
«Κοκορεύεται» ο Άιντα
Ο Έσπεν Μπαρθ Άιντα διαφημίζει «συμπόρευση» των δικών του θέσεων και της Κομισιόν, επί του αιτήματος της Τουρκίας για απόλαυση των τεσσάρων ελευθεριών στην Κύπρο και της προσπάθειας που καταβάλλεται για επιβολή «διμερών διευκολύνσεων» από τη Λευκωσία προς την Άγκυρα, μετά από μια ενδεχόμενη λύση. Όπως πληροφορείται ο «Φ», η αυτοδιαφήμιση του ειδικού συμβούλου του Γενικού Γραμματέα, έγινε ενώπιον των πρέσβεων της Ε.Ε, στο πλαίσιο κεκλεισμένων των θυρών ενημέρωσης.
Ο κ. Άιντα, φρόντισε μάλιστα να «καρφώσει» τη Λευκωσία, λέγοντας στους πρέσβεις ότι όσα άκουσαν μετά τη συνάντηση Γιούνκερ-Αναστασιάδη στις Βρυξέλλες, περί «δήθεν συναντίληψης» στο ζήτημα των τεσσάρων ελευθεριών, δεν προέρχονται από τη Κομισιόν, αλλά είναι προϊόν διαρροής από την Κυπριακή Κυβέρνηση. Κάλεσε μάλιστα τους πρέσβεις της Ε.Ε, να μη δίνουν σημασία στα όσα έχουν δημοσιευτεί σε ελληνοκυπριακά ΜΜΕ, υποστηρίζοντας ότι βρίσκεται σε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με τη Κομισιόν και ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση απόψεων, μεταξύ του ιδίου και της Ε.Ε.
Επιστρατεύουν το κυπριακό Σύνταγμα
Ο Έσπεν Μπαρθ Άιντα και το Λονδίνο, σε συντονισμό και συνεργασία με τις Βρυξέλλες, επικαλούνται το άρθρο 170 παράγραφος 1 του κυπριακού Συντάγματος, το οποίο προνοούσε παραχώρηση καθεστώτος «μάλλον ευνοούμενου κράτους» στη Τουρκία (την Ελλάδα και τη Βρετανία), ζητώντας την υιοθέτηση ενός ανάλογου καθεστώτος προς όφελος της Άγκυρας, μετά τη λύση του Κυπριακού, προκειμένου να κατοχυρωθούν οι τουρκικές αξιώσεις για τις τέσσερις ελευθερίες, «αποκλειστικά» στη Κύπρο, υπό τύπον «διμερών διευκολύνσεων». Το άρθρο 170, παράγραφος 1, αναφέρει: «Η Δημοκρατία θέλει παραχωρήσει κατόπιν συμφωνίας υπό καταλλήλους όρους την ρήτραν του μάλλον ευνοουμένου Κράτους εις το Βασίλειον της Ελλάδος, την Τουρκικήν Δημοκρατίαν και το Ηνωμένον Βασίλειον ης Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας εις πάσαν συμφωνίαν οιασδήποτε φύσεως».
Ωστόσο, όπως προαναφέραμε, το ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται στη Κύπρο μετά την ένταξη της νήσου στην Ε.Ε (2004), υπερτερεί του κυπριακού Συντάγματος (1960) και συνεπώς η εν λόγω ρήτρα έχει καταργηθεί αυτοδικαίως και δεν έχει καμιά νομική ισχύ, κάτι στο οποίο συνηγορεί και γνωμάτευση που έχει στα χέρια της η Κυπριακή Δημοκρατία. Σημειώνεται ότι και το 1960, με βάση τη ρήτρα του «μάλλον ευνοούμενου κράτους», επιχειρήθηκε μόλις μια εμπορική συμφωνία με τη Τουρκία. Η εν λόγω συμφωνία δεν κυρώθηκε ποτέ και συνεπώς δεν εφαρμόστηκε, υπό το φως των γεγονότων του 1963, οπότε και η εν λόγω ρήτρα είχε περιπέσει σε αχρησία.