Μια μάχη όχι και τόσο σημαντική φαινομενικά, που έπαιξε όμως καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Η Δύση ηττάται από τον πανίσχυρο στρατό της Ανατολής.
Η μάχη στις όχθες της λίμνης Πέιπους, το 1242, ήταν μιας περιορισμένης έκτασης σύγκρουση που μικρή σημασία θα είχε εάν το πολιτικό της αποτέλεσμα δεν ήταν τόσο καταλυτικό. Εκεί οι λίγοι επίλεκτοι της Δύσης πολέμησαν με έναν κατά πολύ μεγαλύτερο στρατό της Ανατολής και ηττήθηκαν από τον αριθμό, το περιβάλλον και την τακτική του αντιπάλου.
Η σταυροφορία κατά των «σχισματικών» Ρώσων αποφασίστηκε λόγω της εξασθένισης των ρωσικών πόλεων του του Πσκοφ και του Νόβγκοροντ τόσο από τη μογγολική επιδρομή όσο και από την εσωτερική διχόνοια που υπήρχε. Την σταυροφορία υποστήριζε και ο πάπας Γρηγόριος Θ’ με τη δικαιολογία ότι οι Ρώσοι δεν προωθούσαν τον εκχριστιανισμό των παγανιστών γειτόνων τους.
Το 1238 απεσταλμένος του πάπα επέτυχε την συνεννόηση μεταξύ των Τευτόνων ιπποτών και του βασιλιά της Δανίας, αφήνοντας τους ιππότες ελεύθερους από κάθε περισπασμό να ενεργήσουν κατά των Ρώσων. Την σταυροφορία επίσης επιθυμούσαν και οι εναπομείναντες ιππότες Λιβονικού Τάγματος.
Γύπες επί του πτώματος
Με την «ευλογία» του πάπα Σουηδοί, Δανοί και Γερμανοί άρχισαν τις επιχειρήσεις. Κάθε ένας από τους μετέχοντες είχε, στην πραγματικότητα, τους δικούς του σκοπούς. Οι μεν Δανοί επιθυμούσαν την εξασφάλιση της βόρειας Εσθονίας ως κτήσης. Οι δε Σουηδοί ήθελαν να απομακρύνουν τη ρωσική επιρροή από τη Φινλανδία.
Οι δε Γερμανοί και οι συν αυτοίς επιθυμούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το Πσκοφ και το πλούσιο Νόβγκοροντ, ακολουθώντας την στρατηγική της Αδελφότητας του Ξίφους, υπολογίζοντας και στους φιλοδυτικούς κύκλους εντός των δύο πόλεων.
Η επίθεση των Μογγόλων κατά της Ρωσίας θεωρήθηκε δώρο εξ ουρανού για τους σταυροφόρους. Την ίδια ώρα ο έκπτωτος ηγεμόνας του Πσκοφ Μστισλάβιτς ενίσχυε τους Σουηδούς. Ωστόσο δεν ήταν όλοι ευτυχείς. Ο επικεφαλής των Τευτόνων ιπποτών στην Πρωσία αρνήθηκε και την συμμετοχή του και την αποστολή εφοδίων, ανδρών, χρημάτων και εφοδίων, όπως αναφέρει το history-point.gr.
Έτσι οι σταυροφόροι βασίστηκαν στις ίδιες δυνάμεις και κινήθηκαν με πρώτους τους Σουηδούς που επιχείρησαν να αποκλείσουν το Νόβγκοροντ από τις ποτάμιες γραμμές, διακόπτοντας το εμπόριό του. Οι σουηδικές δυνάμεις περιλάμβαναν πέραν των Σουηδών και Νορβηγούς και Φινλανδούς, αλλά και ελάχιστους Τεύτονες ιππότες.
Οι Σουηδοί έφτασαν μέχρι τη νότια όχθη του ποταμού Νέβα όπου και στρατοπέδευσαν. Η απειλή για το Νόβγκοροντ ήταν προφανής και οι κάτοικοι ζήτησαν τη βοήθεια του πρίγκιπα Αλεξάνδρου Νέφσκι.
Και πράγματι αυτός ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση και συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους ανυποψίαστους Σουηδούς κυριεύοντας το στρατόπεδό τους και τρέποντας τους επιζήσαντες σε άτακτη φυγή. Για τη νίκη του αυτή κέρδισε το προσωνύμιο Νέφσκι (του Νέβα).
Αντίθετα η επίθεση των σταυροφόρων από την κατεύθυνση του Πσκοφ ήταν πιο επιτυχής καθώς, αμέσως μετά τη νίκη του, οι αγνώμονες κάτοικοι του Νόβγκοροντ έδιωξαν τον Αλέξανδρο από την πόλη τους καθώς δεν ήθελαν συνέχιση του πολέμου όπως αυτός πρότεινε. Η εκδίωξη του Αλέξανδρου πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα ενεργειών των φιλοδυτικών της πόλης. Ο Αλέξανδρος με την οικογένειά του και τους φρουρούς του αποσύρθηκε νότια.
Οι κάτοικοι του Νόβγκοροντ κατάλαβαν πάντως το λάθος τους όταν, τον χειμώνα του 1240-41 οι δυνάμεις των σταυροφόρων εισέβαλαν στα εδάφη τους και άρχισαν να λεηλατούν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την πόλη Τεσόφ και έφτασαν σε απόσταση 30 χλμ. από το Νόβγκοροντ.
Άλλη δύναμη σταυροφόρων – Τευτόνων, Δανών και Εσθονών – κατέλαβαν την περιοχή του Καπορίγιε, νοτιοδυτικά της σημερινής Αγ. Πετρούπολης, όπου ανήγειραν και ισχυρό κάστρο για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο εκεί. Με ορμητήριο το κάστρο αυτό οι σταυροφόροι εξαπέλυαν καταστροφικές επιδρομές κατά των Ρώσων αγροτών σταματώντας έτσι την καλλιέργεια της γης και τρομοκρατώντας το Νόβγκοροντ.
Παράλληλα μια τρίτη αιχμή τους κινήθηκε νότια της λίμνης Πέϊπους. Οι σταυροφόροι, όπως αναφέρει το Λιβονικό Χρονικό, επιτέθηκαν και κατέλαβαν εξ εφόδου το κάστρο του Ιζμπόρσκ, περί τα 30 χλμ. δυτικά του Πσκοφ, εξοντώνοντας τη φρουρά.
Τα γεγονός αυτό κατατρόμαξε τους κατοίκους του Νόβγκοροντ οι οποίοι γνωρίζοντας ότι μόνοι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν παρακάλεσαν, αυτή τη φορά, τον Αλέξανδρο να επιστρέψει και να τους βοηθήσει. Οι εν λόγω σταυροφόροι πάντως, πιθανότατα υπό τον Ανδρέας φον Φέλμπεν, με την συμμετοχή δύο Δανών πριγκίπων και του Ρώσου έκπτωτου πρίγκιπα του Πσκοφ Γιαροσλάβ σύντομα βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις δυνάμεις της πόλης.
Οι κάτοικοι του Πσκοφ δεν μπορούσαν να επιτρέψουν την κατοχή του Ιζμπόρσκ από τους σταυροφόρους αφού κάτι τέτοιο σήμαινε πως οι εχθροί θα είχαν μια εξαίρετη και ασφαλή βάση επιχειρήσεων δίπλα τους.
Έτσι αποφάσισαν να επιχειρήσουν την ανακατάληψή του αποστέλλοντας για τον σκοπό αυτό τους καλύτερα εξοπλισμένους πολεμιστές τους, σύμφωνα με το Λιβονικό Χρονικό. Η ίδια πηγή αναφέρει, όμως, πως οι σταυροφόροι κατανίκησαν τους Ρώσους που τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 800 νεκρούς. Αντίθετα ο Χρονικό του Πσκοφ αναφέρει ότι ο συνολικός αριθμός των ανδρών που επιτέθηκε στους σταυροφόρους ήταν 600 και πως δεν σκοτώθηκαν όλοι.
Ανεξαρτήτως πάντως του ακριβούς αριθμού των νεκρών Ρώσων στην πραγματικότητα οι σταυροφόροι είχαν επιτύχει μια ιδιαιτέρως σημαντική νίκη που, σε συνδυασμό με την κατάληψη του Ιζμπόρσκ, τους άνοιγε τον δρόμο προς το Πσκοφ, αρχικά, και το Νόβγκοροντ, σε δεύτερο χρόνο. Μετά τη νίκη τους οι σταυροφόροι στρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη του Πσκοφ λεηλατώντας τα πάντα, μη σεβόμενοι καν μοναστήρια και ιερά κειμήλια, λειτουργικά βιβλία και εικόνες. Πολλά επίσης από τα γύρω από την πόλη χωριά καταστράφηκαν.
Ύστερα από αυτό η φιλοδυτική μερίδα της πόλης που υποστήριζε και τον πρίγκιπα Γιαροσλάβ, έχοντας ως επικεφαλής τον δήμαρχο της πόλης Τβερντίλο Ιβάνκοβιτς, άνοιξε τις πύλες στους σταυροφόρους. Πολλά όμως εξέχοντας μέλη της αντίπαλης παράταξης στην πόλη κατάφεραν να διαφύγουν και κατέφυγαν στο Νόβγκοροντ.
Στο μεταξύ οι σταυροφόροι άφησαν μικρή φρουρά στο Πσκοφ με επικεφαλής δύο Τεύτονες ιππότες. Μαζί τους όμως συνέπρατταν και οι δυνάμεις του Ιβάνκοβιτς. Έτσι οι σταυροφόροι θεώρησαν πως η κατοχή του Πσκοφ ήταν εξασφαλισμένη και με τον όγκο των δυνάμεων τους προωθήθηκαν προς το Νόβγκοροντ λεηλατώντας καθ’ οδόν.
Συνολικά η δύναμη των σταυροφόρων δεν φαίνεται να ξεπερνούσε τους 1.300 άνδρες. Όμως η διχόνοια μεταξύ των Ρώσων και η αδυναμία τους να παρατάξουν ισχυρές δυνάμεις επέτρεπαν και σε μια τόσο περιορισμένη δύναμη να επικρατεί λόγω και του εμπειροπόλεμου των ανδρών της. Στο μεταξύ όμως συνέβησαν δύο γεγονότα που είχαν σχετική επίπτωση στις εξελίξεις.
Το πρώτο ήταν ο θάνατος του Δανού βασιλιά Βάλντεμαρ και η κατά συνέπεια αποχώρηση των δύο γιών του από το στρατόπεδο των σταυροφόρων. Το δεύτερο ήταν η νέα επιδρομή των Μογγόλων που, αυτή τη φορά, έφτασαν μέχρι την Πολωνία. Έτσι υπήρξαν φωνές στο σταυροφορικό στρατόπεδο που πρόκριναν τον τερματισμό των επιχειρήσεων κατά των Ρώσων και την από κοινού αντιμετώπιση των Μογγόλων. Δυστυχώς δεν εισακούσθηκαν.
Η “μητέρα” Ρωσία αντεπιτίθεται
Και ο Αλέξανδρος Νιέφσκι όμως δεν είχε καμία πρόθεση να συμμαχήσει με τους σταυροφόρους εισβολείς. Έχοντας επιτύχει συνεννόηση με τους Μογγόλους είχε εξασφαλίσει τα νώτα του και μπορούσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του κατά των εκ Δυσμών αντιπάλων.
Με την άφιξή του στο Νόβγκοροντ ο Αλέξανδρος ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να συλλάβει και να απαγχονίσει πολλούς αντιπάλους του και φιλοδυτικούς στην πόλη.
Αμέσως μετά, αφού εξασφάλισε τον έλεγχο της μεγάλης πόλης, κινήθηκε με τον προσωπικό του στρατό προς το Κοπορίγιε, τον Σεπτέμβριο του 1241. Ο Αλέξανδρος κατέλαβε το κάστρο που είχαν κατασκευάσει εκεί οι σταυροφόροι. Και πάλι απαγχόνισε πολλούς από τους Εσθονούς που είχαν συνεργαστεί με τους σταυροφόρους. Τους Γερμανούς και Δανούς αιχμαλώτους όμως δεν τους πείραξε και απελευθέρωσε μάλιστα αρκετούς.
Επίσης ο Αλέξανδρος φρόντισε με προσοχή να κινείται μόνο εντός των συνόρων του κράτους του Νόβγκοροντ. Οι δύο αυτές κινήσεις μπορούν να ερμηνευτούν ως μήνυμα προς τους σταυροφόρους ότι στόχος του ήταν μόνο η προάσπιση του Νόβγκοροντ και όχι επιθετικές εναντίον τους επιχειρήσεις ώστε πιθανόν οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε μια συμφωνία ειρήνης.
Οι σταυροφόροι μάλλον όμως δεν εκτίμησαν ορθά ούτε τις προθέσεις του, ούτε τη δυνατότητά του να κινείται κεραυνοβόλα με την Ντρουζίνα του, τους επίλεκτους πολεμιστές του. Επίσης δεν πληροφορήθηκαν ότι ο Αλέξανδρος είχε ενισχυθεί πλέον και από τον αδελφό του Αντρέι και τους δικούς του φρουρούς. Έτσι οι σταυροφόροι δεν φρόντισαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στο Πσκοφ.
Ο Αλέξανδρος και ο Αντρέι όμως, ενισχυμένοι από άνδρες του Νόβγκοροντ, αν και ήταν ακόμα χειμώνας, κινήθηκαν αιφνιδιαστικά προς το Πσκοφ. Το Πσκοφ ανακαταλήφθηκε εύκολα, σχεδόν χωρίς μάχη, καθώς, τελικά, μόνο οι λιγοστοί Γερμανοί απέμειναν να πολεμούν.
Οι Ρώσοι σύμμαχοί τους κατέθεσαν τα όπλα έχοντας ακούσει πως ο Αλέξανδρος δεν δίσταζε να στέλνει στην αγχόνη όσους θεωρούσε προδότες. Οι δύο Τεύτονες ιππότες επικεφαλής της φρουράς αιχμαλωτίσθηκαν. Έτσι με τρεις μόλις κινήσεις στη μεγάλη σκακιέρα της βορειοδυτικής Ρωσίας, ο Αλέξανδρος είχε ανατρέψει την κατάσταση στις αρχές του 1242.
Ο Ρώσος ηγέτης μετά τις επιτυχίες του αυτές φαίνεται πως άλλαξε στρατηγική και αποφάσισε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις στη Λιβονία εισβάλοντας στο ελεγχόμενο από τον εχθρό λιβονικά εδάφη. Έτσι και έγινε και μαζί με τον αδελφό του κινήθηκε κατά μήκος του ποταμού Βελικάγια, ο οποίος τροφοδοτείται από τη λίμνη Πέϊπους, παρακάμπτοντας το Ιζμπόρσκ και εισβάλλοντας εντός της Εσθονίας.
Στην επιχείρηση αυτή θεωρείται πιθανό πως ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε και Μογγόλους ή τουρκογενείς ελαφρούς ιπποτοξότες για πρώτη φορά στην σύγκρουσή του με τους σταυροφόρους. Οι ρωσικές δυνάμεις λεηλάτησαν άγρια την περιοχή εκδικούμενες για τις ανάλογες λεηλασίες των σταυροφόρων.
Ωστόσο δεν εξελίχθηκαν όλα ευχάριστα για τους Ρώσους καθώς ένα απόσπασμα που διοικείτο από τον Ντομάς Τβερντίσλαβιτς ηττήθηκε νότια του Ντόρπατ και ο επικεφαλής του σκοτώθηκε. Την ίδια ώρα, όπως αναφέρει το Λιβονικό Χρονικό, οι Τεύτονες ιππότες άρχισαν να συγκεντρώνουν δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τη ρωσική εισβολή. Ωστόσο οι δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν ήταν μικρές.
Όσοι άνδρες του Τβερντίσλαβιτς διασώθηκαν ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Αλέξανδρου, ο οποίος έχοντας αποστείλει αναγνωριστικά αποσπάσματα γνώριζε ότι ο επίσκοπος Χέρμαν του Ντόρπατ συγκέντρωνε δυνάμεις για να του επιτεθεί. Οι δυνάμεις των σταυροφόρων όμως ήταν πολύ μικρές και το χειρότερο περιελάμβαναν ελάχιστους Τεύτονες ιππότες.
Ο όγκος του ιππικού αποτελείτο από ακολούθους και ιππότες υποτελείς του βασιλιά της Δανίας. Ακόμα δε και οι «Τεύτονες» που συμμετείχαν ήταν στην πραγματικότητα πρώην μέλη του Λιβονικού Τάγματος και θεωρούντο κατώτεροι σε εκπαίδευση, εξοπλισμό και ηθικό των κανονικών μελών του τάγματος.
Ο Αλέξανδρος αδυνατώντας να προσβάλει το άριστα οχυρωμένο Ντόρπατ και φοβούμενος μην τυχόν παγιδευτεί μεταξύ της πόλης και των σταυροφορικών δυνάμεων αποφάσισε να υποχωρήσει προς Ανατολάς ακολουθώντας το δρομολόγιο μέσω της λίμνης Πέιπους.
Στο καθαρτήριο της παγωμένης λίμνης
Η λίμνη Πέϊπους είναι η 5η μεγαλύτερη λίμνη της Ευρώπης και το μέγιστο βάθος της φτάνει τα 15 μ. Η λίμνη διακρίνεται σε τρία τμήματα με διακριτές ονομασίες έκαστο. Το βόρειο και μεγαλύτερο είναι που φέρει το όνομα λίμνη Πέϊπους. Το νότιο τμήμα είναι γνωστό ως λίμνη του Πσκοφ.
Μεταξύ των τμημάτων αυτών, η δυτική όχθη προσεγγίζει την ανατολική δημιουργώντας έναν στενό υδάτινο δίαυλο γνωστό ως λίμνη Τεπλόε. Στο σημείο αυτό η λίμνη έχει μέγιστο βάθος μόλις 2 μ. Στο σημείο εκείνο υπάρχουν δύο διάδρομοι ξηράς που την τέμνουν οριζόντια σχεδόν. Βορειότερα των στενών υπήρχε ένας ακόμα διάδρομος από όπου μπορούσε να διασχισθεί από ξηράς η λίμνη.
Την περίοδο όπου έλαβε χώρα η μάχη πάντως η λίμνη ήταν παγωμένη. Ωστόσο η επιφάνεια της λίμνης δεν είναι ομαλή. Λόγω των ισχυρών ανέμων το χιόνι σχηματίζει λόφους που κατόπιν παγώνουν. Στις αρχές της άνοιξης ο πάγος στη λίμνη έχει πάχος 20 – 50 cm επιτρέποντας την κίνηση σε πεζούς ή μεμονωμένους ιππείς, όχι όμως και σε πολλούς και μάλιστα θωρακισμένους ιππείς.
Ο στρατός του Αλεξάνδρου, όπως αναφέρθηκε, είχε κινηθεί κατά την εισβολή του στα εχθρικά εδάφη νότια της λίμνης από το Πσκοφ. Μετά την ήττα όμως του Ντομάς Τβερντίσλαβιτς ο Νιέφσκι κινήθηκε βορειοανατολικά και πέρασε ανατολικά της λίμνης από τα κεντρικά περάσματα. Δεν έχει καταγραφεί από πού ακριβώς η ρωσική δύναμη πέρασε τη λίμνη αλλά πιθανότερο σημείο θεωρείται το πέρασμα στο κοντά σημερινό χωριό Μεχικόορμα.
Ακόμα λιγότερες είναι οι πληροφορίες για τις κινήσεις του επισκόπου Χέρμαν και των σταυροφόρων του. Οι σταυροφόροι είχαν ξεκινήσει προς καταδίωξη των Ρώσων από το Ντόρπατ. Αφού νίκησαν τον Τβερντίσλαβιτς το πιθανότερο θα ήταν να στραφούν κατευθείαν Ανατολικά ακολουθώντας τους Ρώσους που υποχωρούσαν.
Μάλλον οι σταυροφόροι διέσχισαν την παγωμένη λίμνη βορειότερα από το πέρασμα που χρησιμοποίησε ο Νιέφσκι με σκοπό να υπερκεράσουν τις ρωσικές δυνάμεις και να τις πλήξουν από τα νώτα. Μια άλλη πιθανότητα ήταν να έχουν περάσει μέσω του νησιού Πιιρισάαρ, στο νότιο άκρο της λίμνης Πέϊπους.
Ωστόσο ο Αλέξανδρος ήταν από ότι φαίνεται ενήμερος για τις εχθρικές κινήσεις αξιοποιώντας τους ευέλικτους ελαφρούς ιππείς του ως ανιχνευτές.
Έτσι αντί να κινηθεί προς Ανατολάς και προς το Νόβγκοροντ, όπως ανέμεναν οι σταυροφόροι, κινήθηκε προς Βορρά, προς τη νότια απόληξη της λίμνης Πέιπους περιμένοντας τον εχθρό. Οι Ρώσοι στρατοπέδευσαν σε μια τοποθεσία γνωστή ως ο βράχος του Κόρακος.
Αν και δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια το που βρισκόταν ο εν λόγω βράχος, γενικά πιστεύεται από Ρώσους και Εσθονούς ιστορικούς ότι βρισκόταν νότια του νησιού Πιιρισάαρ, στην ανατολική όχθη της λίμνης. Εκεί το έδαφος ευνοούσε τους Ρώσους καθώς δεν επέτρεπε ευχέρεια δράσης στο βαρύ ιππικό των αντιπάλων.
Το Χρονικό του Νόβγκορντ αναφέρει σχετικά: «Βλέποντας ο πρίγκιπας Αλέξανδρος και οι άνδρες του Νόβγκοροντ να τους καταδιώκουν έταξε τις δυνάμεις του στη λίμνη στο Ουζμέν στη θέση βράχος του Κόρακος». Οι Ρώσοι αναπτύχθηκαν στην ανατολική όχθη της λίμνης, πατώντας σε σταθερό έδαφος, αφήνοντας στους αντιπάλους τους το δύσκολο έργο να προελάσουν επί της παγωμένης λίμνης και των μικρών νησιδίων που υπήρχαν εκεί.
Η μάχη
Οι πληροφορίες για τη μάχη είναι συγκεχυμένες. Τρεις είναι οι βασικές πηγές πληροφοριών για αυτή, δύο ρωσικές και μια της άλλης πλευράς. Από τα λιγοστά σπαράγματα των πληροφοριών που οι πηγές αυτές μεταφέρουν μπορούν ωστόσο να εξαχθούν βασικά συμπεράσματα για τη διεξαγωγή της μάχης.
Το Χρονικό του Νόβγκοροντ αναφέρει: «Ένας στρατός Γερμανών και Εσθονών ήρθε κατά πάνω τους μαχόμενος σε σχηματισμό σφήνας. Και έλαβε χώρα κραταιά μάχη με τον ήχο των σπασμένων δοράτων και των σπαθιών και ο πάγος δεν φαινόταν από το αίμα».
Από την άλλη πλευρά το Λιβονικό Χρονικό γράφει: «Εκείνοι (οι σταυροφόροι) αποφάσισαν να επιτεθούν στους Ρώσους που είχαν πολλούς τοξότες και επιτέθηκαν στους άνδρες του βασιλιά (του Νιέφσκι)».
Άλλη ρωσική πηγή, ο Βίος του Αλεξάνδρου Νιέφσκι, αναφέρει: «Ήταν Κυριακή και την αυγή οι δύο στρατοί συναντήθηκαν και έγινε απίστευτη σφαγή και τα δόρατα έσπασαν και τα σπαθιά διασταυρώνονταν καθώς κινούντο πάνω στη παγωμένο νερό και δεν μπορούσες να δεις τον πάγο καθώς καλύπτονταν από αίμα».
Το Λιβονικό Χρονικό δεν κάνει καμία διαφοροποίηση μεταξύ των πεζών Ρώσων τοξοτών και των ελαφρών ιπποτοξοτών. Οι τελευταίοι τάσσονταν κυρίως στις πτέρυγες του φίλιου στρατού αξιοποιώντας την ευκινησία τους για να υπερκεράσουν τον αντίπαλο ή να τον καταπονήσουν με συνεχή τοξεύματα από μικρή απόσταση.
Οι πηγές δεν μας διαφωτίζουν αρκετά για τα σχέδια, τη διάταξη και την σύνθεση των αντιπάλων στρατών. Υπολογίζεται πάντως οι σταυροφόροι παρέταξαν μεταξύ 1.800 και 2.600 ανδρών με τον πρώτο αριθμό να είναι ο πιθανότερος. Οι ρωσικές δυνάμεις υπολογίζονται σε 5.000-6.000 άνδρες και πάλι με τον πρώτο αριθμό να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Άλλες πηγές αναφέρουν την παρουσία 100 Τευτόνων ιπποτών, άλλων 800 Γερμανών και Δανών ιπποτών και ακολούθων, 300 Δανών, 400 Γερμανών και 1.000 Εσθονών πεζών. Οι ίδιες πηγές για τη ρωσική δύναμη αναφέρουν πως συγκροτείτο από 1.000 άνδρες της Ντρουζίνα, περίπου 1.000 δορυφόρους πεζούς του Νόβγκοροντ, 1.400 ακόμα πεζούς, Φινλανδούς και Ρώσους και 600 ιπποτοξότες.
Οι σταυροφόροι είναι πολύ πιθανό να τάχθηκαν με το βαρύ ιππικό των ιπποτών στο κέντρο ή στο δεξιό πλευρό σε σχηματισμό σφήνας, πιθανώς υποστηριζόμενο από ελαφρύτερα οπλισμένους ακολούθους.
Ενδεχομένως οι λιγότεροι ιππότες, κυρίως οι υποτελείς του βασιλιά της Δανίας με τους ακολούθους τους να τάχθηκαν στο αριστερό πλευρό ή αριστερά της σφήνας των Τευτόνων – Λιβονών ιπποτών, σχηματίζοντας μια δεύτερη σφήνα. Το πεζικό τάχθηκε στο κέντρο, πιθανώς έχοντας το ιππικό μπροστά του με σκοπό να εκμεταλλευτεί τα ρήγματα που η επέλασή του θα άνοιγε στη ρωσική γραμμή.
Όσον αφορά τη ρωσική διάταξη τίποτα δεν είναι γνωστό. Ο γνωστός Βρετανός ιστορικός Ντέιβιντ Νίκολ υποστηρίζει ότι οι ελαφροί ιπποτοξότες της ρωσικής δύναμης τάχθηκαν στο ρωσικό δεξιό με σκοπό να εξουδετερώσουν με υπερκερωτικό ελιγμό την αριστερή πτέρυγα των σταυροφόρων.
Αν και η άποψη αυτή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί από πουθενά, εντούτοις δεν στερείται λογικής. Άλλοι ιστορικοί πάντως υποστηρίζουν ότι οι ιπποτοξότες τάχθηκαν στο ρωσικό αριστερό.
Σε κάθε περίπτωση η μάχη εξελίχθηκε σε σύντομο χρόνο. Οι ιπποτοξότες του Αλεξάνδρου εξουδετέρωσαν ή τουλάχιστον αδρανοποίησαν το απέναντί τους αντίπαλο ιππικό με ευκολία καθώς οι Σκανδιναβοί σταυροφόροι δεν είχαν εμπειρία στην αντιμετώπισή τους.
Την ίδια ώρα πάντως η σφήνα των Τευτόνων και Λιβονών ιπποτών επέπεσε κατά της ρωσικής γραμμής στην ανατολική όχθη της λίμνης χωρίς όμως να τη διασπάσει καθώς οι Ρώσοι υπερείχαν αριθμητικά και αναπλήρωναν τις απώλειες των πρώτων τους ζυγών.
Οι ιππότες προσπάθησαν τότε να εντοπίσουν και να σκοτώσουν τον Νιέφσκι ώστε να κλονιστεί το ηθικό των ανδρών του. Ούτε στην επιδίωξή τους αυτή ήταν ευτυχείς. Στη φάση αυτή φαίνεται πως οι Εσθονοί πεζοί, βλέποντας τον ρωσικό όγκο και το ιππικό τους να μην μπορεί να διασπάσει τις ρωσικές γραμμές τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας το πεδίο.
Έτσι απέμειναν να μάχονται περί τους 800 σταυροφόρους ιππείς έναντι των τουλάχιστον εξαπλάσιων, πλέον, Ρώσων. Τότε ο Αλέξανδρος έριξε στη μάχη τους επίλεκτους ιππείς του περικυκλώνοντας, σχεδόν, τους αντιπάλους ιππείς. Η μάχη είχε κριθεί.
Απώλειες
Ο Βίος του Αλεξάνδρου Νιέφσκι αναφέρει πως «με τη βοήθεια του Θεού αυτός (ο Αλέξανδρος) τους νίκησε και ο εχθρός τράπηκε σε φυγή. Αυτός τους καταδίωξε και δεν υπήρχε μέρος να καταφύγουν».
Το Λιβονικό Χρονικό από την πλευρά του αναφέρει πως ο «στρατός (των σταυροφόρων) περικυκλώθηκε εντελώς καθώς οι Ρώσοι είχαν τόσους πολλούς άνδρες και υπήρχαν 60 άνδρες για κάθε Γερμανό ιππότη. Και έγινε μεγάλη σφαγή των Νιέμσκι (Γερμανών και Δανών) και των Τσουντ (Εσθονών). Ο Θεός βοήθησε τον πρίγκιπα Αλέξανδρο», αναφέρει το Χρονικό του Νόβγκοροντ.
Η υποχώρηση των Εσθονών καταγράφεται από όλες τις πηγές. Το Χρονικό του Νόβγκοροντ αναφέρει πως Γερμανοί και Δανοί σκοτώθηκαν πολεμώντας ή αιχμαλωτίσθηκαν, ενώ οι Εσθονοί τράπηκαν σε φυγή.
«Καταδιώχθηκαν και σφαγιάστηκαν στον πάγο για επτά βέρστια (περί τα 8 χλμ.) και αμέτρητοι από αυτούς έπεσαν και 400 Νιέμσκι αιχμαλωτίσθηκαν και 50 από τους άλλους και μεταφέρθηκαν στο Νόβγκοροντ. Και η μάχη έγινε στις 5 Απριλίου, ημέρα Κυριακή ημέρα της μνήμης του μάρτυρα Φεοντόρ, για τη δόξα της Μητέρας του Θεού».
Το Λιβονικό Χρονικό αναφέρει ότι στη μάχη χάθηκαν 20 ιππότες και έξι αιχμαλωτίσθηκαν. Πουθενά στις πηγές δεν αναφέρονται οι προπαγανδιστικές υπερβολές ότι οι σταυροφόροι βούλιαξαν στην παγωμένη λίμνη όταν έσπασε ο πάγος από το βάρος τους. Πιθανότατα κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση η μάχη στη λίμνη Πέϊπους έληξε μέσα σε δύο ώρες με τον τρόπο αυτό. Ήταν μια μάχη που θα είχε μείνει πιθανότατα στη λήθη της ιστορίας αν δεν την εξύψωνε σε μυθικά ύψη η ρωσική προπαγάνδα.