Η μπαγκέτα είναι ένα από τα σύμβολα του γαλλικού γαστρονομικού πολιτισμού. Η στενόμακρη φραντζόλα, παρότι έχει ιστορία διακοσίων και πλέον ετών, αναγνωρίστηκε επισήμως από το γαλλικό κράτος μόλις στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, με διάταγμα που υπέγραψε ο δεξιός πρωθυπουργός Εντουάρ Μπαλαντίρ, επί προεδρίας του σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν.
Μία τυπική γαλλική μπαγκέτα έχει ύψος 65 εκατοστά και διάμετρο 5 έως 6 εκατοστά. Υπάρχουν όμως και μπαγκέτες που φτάνουν το ένα μέτρο. Τα συστατικά της ζύμης καθορίζονται με νόμο και περιέχουν αλεύρι, μαγιά, νερό, και αλάτι.
Η ονομασία «μπαγκέτα» (baguette στα γαλλικά σημαίνει ραβδί) καθιερώθηκε τη δεκαετία του '20, περίοδο που εξαπλώθηκε η χρήση του αρτοσκευάσματος αυτού. Η επικράτησή της οφείλεται σ' ένα νόμο που απαγόρευσε στο προσωπικό των αρτοποιείων να εργάζεται πριν από τις 4 το πρωί, σε συνδυασμό με ευκολία παρασκευής της σε σχέση με το καρβέλι που κυριαρχούσε τότε.
Για το πότε εμφανίστηκε η μπαγκέτα δεν υπάρχει ομοφωνία. Μία θεωρία λέει ότι προέρχεται από το ψωμί του τύπου Βιέννης, που έφερε στη Γαλλία ο αυστριακός αξιωματικός Άουγκουστ Τσανγκ το 1839, μαζί με το κρουασάν.
Μία άλλη θεωρία ισχυρίζεται ότι την μπαγκέτα παρασκεύασαν οι αρτοποιοί του Μεγάλου Ναπολέοντα, κατά τη διάρκεια των Ναπολεοντείων Πολέμων (1803-1815), προκειμένου να μεταφέρεται ευκολότερα από τους στρατιώτες, σε σχέση με το καρβέλι, που ήταν τότε σε χρήση.
Μία τρίτη εκδοχή υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια της κατασκευής του μετρό του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα, ο αρχιμηχανικός Φιλζάνς Μπιενβενί έβλεπε καθημερινά τους εργάτες, κατά τη διάρκεια του κολατσιού, να κόβουν το ψωμί χρησιμοποιώντας διαφόρων τύπων μαχαίρια. Σκέφτηκε τους κινδύνους που εγκυμονούσαν από τους οπλισμένους εργάτες και ζήτησε από ένα φούρναρη να του φτιάξει ένα ψωμί που να τεμαχίζεται με τα χέρια.
Την παράδοση αυτή συνεχίζουν και σήμερα οι λάτρεις της μπαγκέτας, που θεωρούν ιεροσυλία να κόβουν το αγαπημένο τους ψωμί με μαχαίρι.