Τον Φεβρουάριο του 1978 η Κύπρος βρέθηκε άθελά της στο επίκεντρο των ενδοαραβικών διενέξεων, ενόψει των συμφωνιών του Καμπ Ντέιβιντ, ύστερα από τη διπλωματική προσέγγιση Ισραήλ και Αιγύπτου με κορύφωση την αεροπειρατεία και πάλι με επίκεντρο το αεροδρόμιο της Λάρνακας από Παλαιστίνιους ένοπλους τρομοκράτες.
Αφορμή στάθηκε η σύνοδος του Κινήματος Αφροασιατικής Αλληλεγγύης στο ξενοδοχείο Χίλτον στη Λευκωσία.
Στις 11:30 το πρωί της 18ης Φεβρουαρίου στη διάρκεια διαλείμματος της συνόδου, δύο ένοπλοι Παλαιστίνιοι εισέβαλαν με πιστόλια στο ξενοδοχείο και δολοφόνησαν τον Γενικό Γραμματέα του Κινήματος, Αιγύπτιο Γιουσέφ ελ Σεμπάι 60 χρόνων, διευθυντή της εφημερίδας «Αλ Αχράμ» του Καΐρου, ένθερμου υποστηρικτή της Κύπρου και προσωπικού φίλου του Αιγυπτίου Προέδρου Ανουάρ Ελ Σαντάτ.
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν έφεραν τις δύο χώρες, Κύπρο και Αίγυπτο, σε επικίνδυνη τροχιά πολιτικής σύγκρουσης.
Οι δύο ένοπλοι απαίτησαν και πέτυχαν την εξασφάλιση αεροπλάνου, πραγματοποιώντας αεροπειρατεία με σκοπό τη μεταφορά τους στο εξωτερικό, αφού είχαν προηγουμένως συλλάβει ως ομήρους έντεκα από τους Άραβες συνέδρους, τον αντιπρόεδρο του Κινήματος, Βάσο Λυσσαρίδη και τον Κύπριο υπουργό Εσωτερικών και Άμυνας Χριστόδουλο Βενιαμίν, ο οποίος είχε σπεύσει στη σκηνή για να διαπραγματευθεί εκ μέρους της κυβέρνησης την απελευθέρωση των ομήρων. Είχαν απειλήσει πως αν δεν τους δινόταν αεροπλάνο, θα εκτελούσαν τους ομήρους.
Οι δύο τρομοκράτες μαζί με τους 11 ομήρους και τους δύο Κύπριους πολιτικούς, μεταφέρθηκαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας όπου επιβιβάστηκαν αεροπλάνου των Κυπριακών Αερογραμμών.
Στις 8:20 το βράδυ, το αεροπλάνο αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση, αφού προηγουμένως είχαν αφεθεί ελεύθεροι οι δύο Κύπριοι πολιτικοί. Το αεροπλάνο κατευθύνθηκε πρώτα στη Λιβυή, πέταξε πάνω από την Κρήτη και τη Σαουδική Αραβία και προσγειώθηκε για ανεφοδιασμό στο αεροδρόμιο του Τζιμπουτί. Λόγω άρνησης των χωρών της περιοχής να δεχτούν τους τρομοκράτες με τους ομήρους, το αεροπλάνο επέστρεψε και προσγειώθηκε στη Λάρνακα το απόγευμα της επόμενης μέρας.
Στο μεταξύ είχαν καταφθάσει στο αεροδρόμιο πολλοί υπουργοί και αξιωματούχοι, καθώς και ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, Κομνηνός. Παρόντες στο αεροδρόμιο, ήταν ο πρέσβυς και ο Στρατιωτικός Ακόλουθος της Αιγυπτιακής πρεσβείας. Αμέσως ξεκίνησαν μέσω ασύρματου διαπραγματεύσεις στην αγγλική, μεταξύ του πύργου ελέγχου -όπου βρισκόταν ο Προέδρος Σπύρος Κυπριανού- και των τρομοκρατών. Και ενώ οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο, ένα μεταγωγικό C-130 Herculesτης αιγυπτιακής πολεμικής αεροπορίας έκανε την εμφάνισή του στον εναέριο χώρο του αεροδρομίου.
Αφού ενημέρωσε τον πύργο ελέγχου ότι μεταφέρει εκπρόσωπο της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης, πήρε άδεια και προσγειώθηκε 800 μέτρα μακριά από το αεροσκάφος των Κυπριακών Αερογραμμών, μέσα στο οποίο βρίσκονταν οι αεροπειρατές με τους ομήρους. Τέτοια ήταν η βεβαιότητα των Κυπριακών Αρχών περί καφίξεως Αιγύπτιου υπουργού, που δόθηκαν οδηγίες στον υπουργό Τομπάζο να είναι έτοιμος να τον υποδεχθεί στη σκάλα του μεταγωγικού αεροπλάνου. Την ίδια ώρα με εντολή του υπουργού Χρ. Βενιαμίν, κατευθύνθηκε στο αιγυπτιακό μεταγωγικό, ο αρχηγός της αστυνομίας Σάββας Αντωνίου, ενώ ένα αυτοκίνητο της Πολιτικής Αεροπορίας στάθμευσε κάτω από την κοιλία του C-130, παρεμποδίζοντας τη διάνοιξη της πίσω κύριας πόρτας.
Και ενώ οι διαπραγματεύσεις έδειχναν πως θα κατέληγαν σε αίσιο αποτέλεσμα με την παράδοση των τρομοκρατών και την απελευθέρωση των ομήρων, οι Κυπριακές Αρχές διαπιστώνουν με έκπληξη ότι το μεταγωγικό δεν μετέφερε κάποιο απεσταλμένο, αλλά ένα λόχο Aιγυπτίων κομάντος, με προφανή σκοπό την απελευθέρωση των ομήρων και τη σύλληψη και μεταφορά των τρομοκρατών στην Αίγυπτο ή την εκτέλεσή τους.
Παρά την εντολή του πύργου ελέγχου προς το πλήρωμα του C-130 να απογειωθεί και να επιστρέψει στην Αίγυπτο, οι απρόσκλητοι κομάντος, όχι μόνον δεν υπάκουσαν, αλλά ξεκίνησαν επιθετική ενέργεια κατά του κυπριακού αεροπλάνου. Αφού μετακίνησαν βίαια το αυτοκίνητο της πολιτικής αεροπορίας από την πίσω πόρτα του στρατιωτικού αεροπλάνου, ένα τζίπ με τέσσερις στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με μπαζούκας κατέβηκε από τη ρόμπα του C-130 και κατευθύνθηκε προς το κυπριακό αεροπλάνο, ενώ άλλοι κομάντος κινήθηκαν επιθετικά προς διάφορες κατευθύνσεις.
Η αντίδραση της Εθνικής Φρουράς -που βρισκόταν από την πρώτη στιγμή σε ετοιμότητα- υπήρξε άμεση. Με αρχηγό της επιχείρησης τον διοικητή του 395 τάγματος πεζικού Ανδρέα Ιωσηφίδη, η Ε.Φ. με αστραπιαία ενέργεια κτύπησε το τζιπ των Αιγυπτών πριν αυτό προλάβει να κατευθυνθεί προς το κυπριακό αεροπλάνο, ενώ το αιγυπτιακό μεταγωγικό κυριολεκτικά διαλύθηκε από τις επαναληπτικές βολές βαρέων όπλων της Εθνικής Φρουράς. Το κυπριακό αεροπλάνο υπέστη επίσης μεγάλες καταστροφές.
Ο απολογισμός της μάχης υπήρξε βαρύς: δεκαπέντε Aιγύπτιοι κομάντος και ένας υπάλληλος του αεροδρομίου κείτονταν νεκροί, ενώ 16 Aιγύπτιοι καταδρομείς και επτά Κύπριοι εθνοφρουροί τραυματίστηκαν. Οι υπόλοιποι κομάντος πιάστηκαν αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους και ο επικεφαλής ταξίαρχος. Οι μεγάλες απώλειες των Αιγυπτίων, αποδίδονται στο γεγονός ότι δεν περίμεναν τη δυναμική αντίδραση της Εθνικής Φρουράς.
Φαίνεται πως οι Αιγύπτιοι προσπάθησαν να μιμηθούν την επιχείρηση Ισραηλιτών κομάντος, οι οποίοι τον Ιούλιο του 1976, είχαν απελευθερώσει με άρτια στρατιωτική ενέργεια στο αεροδρόμιο Έντεμπε της Καμπάλας στην Ουγκάντα, 103 ομήρους εβραϊκής καταγωγής, που είχαν πέσει θύματα αεροπειρατείας από έξι πρόσωπα Παλαιστινιακής και Γερμανικής καταγωγής σε αεροπλάνο της Air France.
Οι Ισραηλινοί είχαν τότε καταφέρει, εκτός από την ασφαλή μεταφορά των ομήρων και την εκτέλεση των έξι αεροπειρατών, να καταστρέψουν πολεμικά αεροπλάνα της Ουγκάντας [ρωσικά Μινγκ] και να κατατροπώσουν το στρατό του δικτάτορα της χώρας Ίντι Αμίν Νταντά, που προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανακόψει την ισραηλιτική ενέργεια. Οι απώλειες των Ισραηλινών ήταν ένας νεκρός: ο επικεφαλής των κομάντος, ταξίαρχος Γιονάταν Νετανιάχου, αδελφός του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Βενιαμίν Νετανιάχου. Ο Νετανιάχου έπεσε νεκρός, αφού ήταν ο τελευταίος που εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης, εξασφαλίζοντας την ασφαλή διαφυγή των ομήρων και των ανδρών του.
Μετά λήξη της αιματηρής σύγκρουσης στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, ξέσπασε διπλωματική κρίση μεταξύ των δύο πρώην φιλικών χωρών. Ο πρόεδρος της Αιγύπτου Ανουάρ Ελ Σαντάτ αποφάσισε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, ενώ σε ένα πρωτοφανές παραλήρημα, αποκάλεσε τον Σπύρο Κυπριανού «νάνο» και τον απείλησε ότι «θα πληρώσει για την προδοτική απόφασή του, που κατέληξε στο θάνατο μερικών παιδιών του». Βέβαια, η διεθνής κοινότητα επέκρινε τη στάση του Αιγύπτιου προέδρου να επέμβει σε μια ξένη χώρα χωρίς την άδειά της. Ο Αράφατ διεμήνυσε τότε στον Κυπριανού: Αν καταδικαστούν (οι αεροπειρατές), να τους εκτελέσετε.
Τις επόμενες μέρες ο υφυπουγός εξωτερικών της Αιγύπτου Μπούτρος Γκάλι [ο μετέπειτα Γ.Γ του Ο.Η.Ε.], κατέφθασε στη Λάρνακα για να παραλάβει τους αιχμαλώτους και τους νεκρούς Αιγύπτιους στρατιώτες.
Η Αίγυπτος ισχυρίστηκε πως η επιχείρηση έγινε με τη συγκατάθεση της Κύπρου, γεγονός που διαψεύστηκε κατηγορηματικά. Οι δύο δολοφόνοι του Γιουσέφ ελ Σεμπάι, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν στην Κύπρο σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε αργότερα σε ισόβια. Αργότερα απελάθηκαν από την Κύπρο. Οι διπλωματικές σχέσεις Κύπρου και Αιγύπτου αποκαταστάθηκαν το 1984 από το νέο Πρόεδρο της γειτονικής χώρας, Χόσνι Μουμπάρακ.