Με αφορμή την συγκλονιστική υπόθεση της δολοφονίας του 23χρονου Κωστή Πολύζου από την μητέρα του και τον πατριό του σας θυμίζουμε τα πιο χαρακτηριστικά αποτρόπαια οικογενειακά εγκλήματα που συντάραξαν την ελληνική κοινή γνώμη και φιλοξενήθηκαν στα πρωτοσέλιδα του Τύπου.
Λυμπέρης, ο τελευταίος θανατοποινίτης
Τις πρώτες ημέρες του 1972, ο Βασίλης Λυμπέρης θέτει σε εφαρμογή σχέδιο να εξοντώσει την οικογένεια του. Ένα χρόνο πριν η γυναίκα του με διαθήκη της, άφηνε όλη την περιουσία της στα παιδιά της. Το βράδυ της 4ης προς 5η Ιανουαρίου, άδειασε μπιτόνια με βενζίνη στο σπίτι και έβαλε φωτιά. Προηγουμένως είχε πάει στον κινηματογράφο, προσπαθώντας, όπως ισχυρίστηκε, να βγάλει την ιδέα του φονικού από το μυαλό του. Φαίνεται ωστόσο ότι ήταν αποφασισμένος, αφού προχώρησε τελικά στην αποτρόπαια πράξη, καίγοντας ζωντανούς τη γυναίκα, τα παιδιά του και την πεθερά του. Ο 27χρονος τότε Λυμπέρης κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Αθηνών και καταδικάστηκε σε θανατική ποινή. Την Παρασκευή, 25 Αυγούστου, 1972, στις 05:49 τα ξημερώματα εκτελέστηκε στην θέση «Δύο Αοράκια» Νέας Αλικαρνασσού, στο Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν ο τελευταίος κατάδικος που υποβλήθηκε στην εσχάτη των ποινών στην Ελλάδα.
Φραντζής: Το πιο προβεβλημένο ειδεχθές έγκλημα στην ιστορία του ελληνικού Τύπου
Ήταν 24 Ιουνίου 1987, όταν ένας πενηντάχρονος υπάλληλος ανακάλυψε μέσα σε πλαστικές σακούλες κάποια ανθρώπινα μέλη, ψάχνοντας για πεταμένους φακέλους. «Νόμισα ότι είναι χοιρινό κρέας. Μόλις το αναποδογύρισα διαπίστωσα ότι ήταν κομμάτι από γυναικείο σώμα». Η Ζωή Γαρμανή, 18 ετών, δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της Παναγιώτη Φραντζή 27 ετών, φοιτητή της Ανωτάτης Εμπορικής. Αφού τη σκότωσε, την τεμάχισε με ένα ακονισμένο χασαπομάχαιρο και τοποθέτησε τα μέλη σε δέκα πλαστικές τσάντες κι αυτές μέσα σε τέσσερις σακούλες σκουπιδιών και τις πέταξε στον κάδο απορριμμάτων του δήμου. Tο κίνητρο της δολοφονίας της άτυχης Zωής είχε αποδοθεί στην παθολογική ζήλια του Π. Φραντζή προς τη σύζυγό του. Ο Φραντζής εξέτισε 18 χρόνια για τα ισόβια στα οποία καταδικάστηκε και έκανε συνολικά έξι αιτήσεις αποφυλάκισης, μέχρι να βγει από τη φυλακή το 2005.
Ο παιδοκτόνος Δουρής
Η ανατριχιαστική δολοφονία συνέβη στην Ερμιόνη στις 31 Δεκεμβρίου 1993. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο 6χρονος Νίκος Δουρής δε γύρισε σπίτι και οι γονείς του Γεωργία και Μανώλης ενημέρωσαν την αστυνομία για την εξαφάνισή τους γιου τους. Το αγοράκι βρέθηκε νεκρό και σεξουαλικά κακοποιημένο. Ο πατέρας του και ένα από τα έξι αδέρφια του μικρού, βρήκαν το πτώμα του σε μια κοντινή αλάνα. Το ιατροδικαστικό πόρισμα έδειξε ότι το παιδί πέθανε από ασφυξία, καθώς ο δράστης του είχε κλείσει τη μύτη και το στόμα και το είχε βιάσει, πριν του αφαιρέσει τη ζωή. Ο πα- τέρας θρηνούσε απαρηγόρητος και ορκιζόταν εκδίκηση. Δεν έπεισε ωστόσο ο Δουρής την αστυνομία, καθώς κατά την κατάθεσή του, έπεσε σε αντιφάσεις. Τελικά «σπάει» και ομολογεί: «Με κυριεύει μια σπάνια ασθένεια, με μεταμορφώνει. Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου». Καταδικάστηκε σε ισόβια αλλά δεν εξέτισε παρά μόνο δυο χρόνια της ποινής του αφού βρέθηκε απαγχονισμένος μέσα στο κελί του στις φυλακές Τριπόλεως. Το προηγούμενο διάστημα είχε αναφερθεί πως είχε πέσει θύμα ξυλοδαρμού από συγκρατούμενούς του σε όλες του τις μεταγωγές.
Το έγκλημα του αιώνα στη Θάσο
Χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά. Οι πέντε δολοφονίες συγγενικών του προσώπων, που διέπραξε ο 24χρονος φοιτητής Θεόφιλος Σεχίδης σε διάστημα μικρότερο του ενός 24ώρου στη Θάσο, προκάλεσαν σοκ στην κοινή γνώμη και «άνοιξαν» μια νέα σελίδα στην έρευνα της εγκληματικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1996 ο Σεχίδης ξεκλήρισε ολόκληρη την οικογένειά του, δολοφονώντας γονείς, αδερφή, γιαγιά και έναν θείο του. Αφού τεμάχισε τα πτώματα, στη συνέχεια πέταξε μερικά κομμάτια στη χωματερή της Καβάλας, περνώντας τα απέναντι με το φέριμποτ μέσα σε σακούλες απορριμμάτων. Κάποια άλλα τα είχε φυλάξει στην κατάψυξη του σπιτιού του. Ο Σεχίδης νοσηλεύεται στο ψυχιατρείο κρατουμένων των φυλακών Κορυδαλλού, χωρίς πλέον να τον αναζητεί κανείς.
Το πτώμα στη βαλίτσα
Στις 8 Ιανουαρίου 1999 ο 23χρονος Γιώργος Σκιαδόπουλος στραγγάλισε την 30χρονη αρραβωνιαστικά του, Τζούλι Σκάλι, πρώην μοντέλο, έβαλε το σώμα σε μια βαλίτσα και το πέταξε σε λίμνη της Καβάλας. Το κεφάλι της το έκοψε με πριόνι, επειδή δεν χωρούσε στη βαλίτσα, και το εξαφάνισε για να μη βρεθεί ποτέ. Για 18 μέρες ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού προσπαθούσε να κρύψει το αποτρόπαιο έγκλημά του. Μάλιστα, έβγαινε στα κανάλια και εκλιπαρούσε να τον βοηθήσουν να βρεθεί η σύντροφός του. Όταν τελικά η πίεση των ερευνών έγινε ασφυκτική και τελικά ομολόγησε, αποκαλύφθηκε η αρρωστημένη «αγάπη» του προς την κοπέλα, την οποία δεν άντεχε να βλέπει σταδιακά να απομακρύνεται. Το δικαστήριο τού επέβαλε ποινή 23 ετών.
Το συγκλονιστικό έγκλημα πάθους στη Βέροια
Ξημερώματα 11ης Απριλίου 2005, ο 23χρονος Δάνος Μουρατίδης στραγγαλίζει με απίστευτη αγριότητα τη φίλη του, Κική Κούσογλου, 20 ετών στη Βέροια, σε μια κρίση ζήλιας. Πανικόβλητος, τη βάζει στο αυτοκίνητό του και τη θάβει πρόχειρα, με τη βοήθεια ενός εξαδέλφου του, επιστρέφοντας στο σπίτι του και θεωρώντας ότι έχει διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Όταν οι συγγενείς της κοπέλας αναζητούν την «αγνοούμενη» καλλονή στην εκπομπή της Α. Νικολούλη, ο Μουρατίδης εμφανίζεται για πολλές ημέρες ως απελπισμένος φίλος της που την αναζητεί, μέχρι που τελικά ομολογεί 4 μήνες μετά το αποτρόπαιο έγκλημα, όταν έχει υποπέσει σε αντιφάσεις και το κλίμα έχει αρχίσει να στρέφεται εναντίον του. Ο δράστης καταδικάστηκε σε ισόβια ενώ ο εξάδελφός του που τον βοήθησε στην ταφή του πτώματος, σε φυλάκιση τεσσάρων χρόνων.
Η σύγχρονη Μήδεια που έβαλε το μωρό της στην κατάψυξη
Η απόλυτη φρίκη σημειώθηκε τον Ιούλιο του 2013 στο Αλεποχώρι Αχαΐας, όταν μια μητέρα, 31 ετών σκότωσε το τριών μηνών παιδί της και στη συνέχεια έβαλε στην κατάψυξη το άψυχο σώμα του. Λίγες ημέρες αργότερα η γυναίκα έβγαλε το μωρό από την κατάψυξη όταν επέστρεψε ο σύζυγός της στο σπίτι, ο οποίος απουσίαζε λόγω της δουλειάς του. Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί κάλεσε την Αστυνομία και τελικά η γυναίκα του ομολόγησε τη φρικτή πράξη. Η οικογένεια φέρεται να είναι γνωστή στην αστυνομία για την εμπλοκή της σε υποθέσεις χρήσης ναρκωτικών ουσιών, κλοπών και διαρρήξεων. Η μάνα - τέρας, που φέρεται επίσης να έχει νοσηλευτεί και σε ψυχιατρική κλινική, οδηγήθηκε στον εισαγγελέα και κρατείται εν αναμονή της δίκης της.
Σκότωσε την γυναίκα του μπροστά στα μάτια της νεογέννητης κόρης του
Η Σουλτάνα (Τάνια) Χαριτοπούλου δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της Σπύρο Καββαδία, τη νύχτα της 22ας Αυγούστου του 1998. Ο ίδιος εξαφάνισε και το πτώμα της το οποίο δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Η 27χρονη τότε Τάνια ζούσε στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης με τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερό της Σπύρο Καββαδία και το τρίχρονο κοριτσάκι τους την Βασιλική. Σύμφωνα με την μαρτυρία της μικρής, οι γονείς της «καβγάδισαν έντονα και ο μπαμπάς άρχισε να τραβάει από τα μαλλιά τη μαμά. Εκείνη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Μετά την έβαλε στο κρεβάτι, της έβαλε στο πρόσωπο δύο μαξιλάρια και η μαμά κοιμήθηκε». Ο ίδιος δήλωσε την εξαφάνισή της και ισχυριζόταν ότι τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλο άνδρα. Στο «Τούνελ» έφτασαν οι συγγενείς της άτυχης κοπέλας, οι γονείς της, ο αδελφός της και η νύφη της, ανήσυχοι από το χαμό της. Η έρευνα της Αγγελικής Νικολούλη στο νοικιασμένο σπίτι που χάθηκε η Τάνια, ήταν αποκαλυπτική. Στην μπανιέρα του άδειου σπιτιού, η δημοσιογράφος βρήκε ίχνη αίματος και κάτω από το καπάκι της τουαλέτας, κάποια ίχνη σάρκας που ο ιδιοκτήτης χαρακτήρισε «σκουριά». Τα εγκληματολογικά εργαστήρια που η εκπομπή παρέδωσε τα ευρήματα, αποφάνθηκαν ότι ήταν κομμάτια από το σώμα της άτυχης γυναίκας...Από το σπίτι είχαν περάσει δύο φορές άνδρες της Σήμανσης, αλλά δεν τα είχαν εντοπίσει. Το στοιχείο αυτό και όλα όσα η εκπομπή αποκάλυψε για τη δράση του Καββαδία, ήταν καθοριστικά για τη σύλληψη και την καταδίκη του χωρίς ποτέ να 'χει βρεθεί το πτώμα της άτυχης γυναίκας. Οι μάρτυρες στη γειτονιά είχαν ακούσει εκείνη τη μοιραία νύχτα τις κραυγές της Τάνιας που καλούσε σε βοήθεια. Την άλλη μέρα είδαν το δράστη να φεύγει κουβαλώντας στο αυτοκίνητο σακούλες, πιθανότατα με τα μέλη του σώματος της Τάνιας. Επισκέφτηκε την αδελφή του, άφησε το παιδί εκεί και της αποκάλυψε ότι σκότωσε την Τάνια γιατί τη ζήλευε και φοβόταν ότι θα τον εγκατέλειπε παίρνοντας και τη μικρή .Της είπε χαρακτηριστικά ότι «και 200 χρόνια κι αν περάσουν δεν θα τη βρουν».
Το «Τούνελ» αποκάλυψε και τον προηγούμενο φόνο που είχε διαπράξει στην Ελβετία με θύμα την πρώην σύντροφό του. Οι Ελβετοί αστυνομικοί είπαν στην εκπομπή ότι κακοποιούσε την Νικόλ Κίρχνερ με την οποία συζούσε επτά χρόνια. Η Νικόλ αρχικά είχε βρει καταφύγιο σε κέντρο κακοποιημένων γυναικών στη Βασιλεία. Μετά νοίκιασε ένα διαμέρισμα στην ίδια πόλη και ο Καββαδίας κατάφερε να την εντοπίσει και να την σκοτώσει. Με ψεύτικα στοιχεία, πλαστές ταυτότητες και περούκες, έφτασε στην Ελλάδα σαν πλούσιος επιχειρηματίας και γνώρισε την Τάνια. Η Αγγελική Νικολούλη κατάφερε να του μιλήσει μέσα στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Οι αντιφάσεις, το εγκληματικό του προφίλ και η έλλειψη συμπόνιας για τις δύο γυναίκες που σκότωσε, προκάλεσαν εντύπωση. Ο Καββαδίας δεν ομολόγησε ποτέ τους φόνους που διέπραξε. Το πρώτο δικαστήριο τον αθώωσε αλλά το δεύτερο που οδηγήθηκε μετά από έφεση του Εισαγγελέα, τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Είχε καταδικαστεί στην Ελλάδα και για το φόνο της Ελβετίδας φίλης του. Από τις φυλακές που βρίσκεται δεν δίστασε να εμφανίσει ζωντανή την Τάνια με έγγραφο από τράπεζα στην Ουκρανία που «έφερε την υπογραφή της». Δεν γνώριζε όμως ότι η εκπομπή είχε διασυνδέσεις και στην Ουκρανία και θα εντόπιζε την απάτη του, αφού η υπογραφή ήταν πλαστή.
Το φρικιαστικό έγκλημα της Σαντορίνης που συγκλόνισε το Πανελλήνιο
Ο δράστης μετά από διαπληκτισμό που είχε με την γυναίκα του στο σπίτι τους, την μαχαίρωσε επτά φορές (!), με πέντε διαφορετικά μαχαίρια και ενώ ακόμη ήταν εν ζωή, την αποκεφάλισε, αφού πρώτα έκοψε το κεφάλι του σκύλου που είχαν ως κατοικίδιο!!!
Ο ίδιος, παρά τις ενέργειες και τις ερωτήσεις των γειτόνων να πληροφορηθούν τι γινόταν, καθώς άκουγαν την άτυχη κοπέλα που ζητούσε βοήθεια, τους είπε ότι δεν συνέβη τίποτε, κράτησε το κεφάλι του θύματος από τα μαλλιά πήρε το ένα μαχαίρι και περπάτησε αρκετά μέτρα έξω από το σπίτι κατευθυνόμενος προς τα Φηρά.
Σε απόσταση 800 μέτρων εντοπίσθηκε από δύο περιπολικά, αφού οι περίοικοι είχαν τηλεφωνήσει στην αστυνομία.
Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον συλλάβουν, ωστόσο ο ίδιος, κατάφερε προσποιούμενος πως παραδίδεται αρχικά, να ξεφύγει, παίρνοντας ξανά το κεφάλι του θύματος και το μαχαίρι και επιβιβαζόμενος σε ένα από τα τζιπ των αστυνομικών. Στη συνέχεια, επιχειρώντας να απομακρυνθεί από το σημείο ανέπτυξε ταχύτητα και προκάλεσε ατύχημα κάνοντας ελιγμό, με αποτέλεσμα να προσκρούσει σε ένα δίκυκλο που ερχόταν με αντίθετη κατεύθυνση στην επαρχιακή οδό Φηρών – Πύργου.
Από το ατύχημα, η μία κοπέλα εκτοξεύθηκε περίπου 15 μέτρα μακριά ενώ η οδηγός έπεσε στο οδόστρωμα. Στο σημείο εκείνο υπήρξαν νέες προσπάθειες σύλληψης του δράστη από τους αστυνομικούς, ο ένας εκ των οποίων χρησιμοποιώντας όπλο και πυροβολώντας τον και στα πόδια κατάφερε να τον ακινητοποιήσει.
Ο τραγικός πατέρας της άτυχης κοπέλας μίλησε στο Δικαστήριο και είπε ότι ο δράστης χρησιμοποιούσε την κόρη του οικονομικά! Το ίδιο είχε πει και η θεία του θύματος.
Χαρακτηριστικά υποστήριξαν ότι είχαν γνωρίσει τον δράστη αρκετό καιρό πριν παντρευτεί με το θύμα, επισημαίνοντας ότι σταδιακά είχαν αντιληφθεί πως ο ίδιος τη χρησιμοποιούσε, προκειμένου να επιβιώσει οικονομικά και κοινωνικά. Επισημαίνεται ότι η άτυχη 25χρονη ήταν δασκάλα και εργαζόταν μόνιμα σε σχολείο της Σαντορίνης.
Εκείνος ήταν απόφοιτος Λυκείου και άλλαζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαγγελματικό περιβάλλον, αφού όπως επικαλέστηκε η γραμμή υπεράσπισής του, δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε ένα περιβάλλον εξαιτίας σοβαρής ψυχωσικής διαταραχής – σχιζοφρένειας από την οποία - σύμφωνα με όσα υποστήριξε η δικηγόρος του εντός του δικαστηρίου -, έπασχε.
Άκρως σημαντική ωστόσο, ήταν η κατάθεση του ψυχιάτρου που τον παρακολουθούσε μέχρι το 2003, από τη χρονική στιγμή που το θύμα - όταν ήταν στο στρατό - είχε παρουσιάσει μία έντονη κρίση. Ο ψυχίατρος τόνισε ότι ο δράστης όφειλε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή συστηματικά καθώς έχρηζε και ψυχιατρικής παρακολούθησης.
Όπως έγινε γνωστό ο θύτης, μετά τη γνωριμία του το 2003 με το θύμα, σταμάτησε να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς να έχει ενημερώσει τον ιατρό που τον παρακολουθούσε μεταγενέστερα.
Κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί πως η συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, τόνισε ότι ο δράστης εκτός από το ότι είχε κριθεί Ι5 στο στρατό, προσκομίζοντας γνωματεύσεις ειδικών, κάποιες από τις οποίες φέρουν και πρόσφατες χρονολογίες, υποστήριξε πως αποδεικνύεται ότι ο δράστης κατά τη διάρκεια που τελούσε την πράξη του δεν είχε καταλογισμό.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα αμφισβητήθηκε έντονα από την Πολιτική Αγωγή, οι δικηγόροι της οποίας έκαναν ξεκάθαρα λόγο για πράξεις που αρμόζουν σε εγκληματική φυσιογνωμία.
Η δολοφονία της μικρής Άννυ από τον ίδιο της τον πατέρα
Σύμφωνα με την αστυνομία, ο ίδιος της ο πατέρας της ήταν αυτός, ο οποίος έβαλε τέλος στη ζωή του παιδιού, ενώ στην συνέχεια φέρεται να τεμάχισε, να έβρασε και να πέταξε το άψυχο κορμάκι του.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο 27χρονος οδηγήθηκε στο φρικτό έγκλημα λόγω ζήλιας. Αστυνομικές πηγές αναφέρουν ότι εκείνος ζήλευε επειδή νόμιζε ότι η μητέρα αγαπούσε πιο πολύ την αδικοχαμένη μικρούλα από τον ίδιο και αυτό ήταν που τον έκανε να θέλει να τη βγάλει από τη μέση!