Η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή φάση, εφόσον βέβαια συνεχισθεί με επιτυχία η εφαρμογή του προγράμματος.
Την εκτίμηση αυτή εξέφρασε το βράδυ της Τέταρτης ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση του οργανισμού «διαΝΕΟσις». Όπως είπε υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις ωστόσο σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογούν επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών. Αντίθετα, χρειάζεται τώρα μεγαλύτερη επιμονή και αταλάντευτη συνέπεια.
Οπως προσέθεσε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Όμως, όπως διευκρίνισε, απαιτείται παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό όπως ανέφερε, αποτελεί η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Κάτι τέτοιο θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων: α) την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και β) την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.
Μάλιστα όπως διευκρίνισε πρόσθετα μακροχρόνια οφέλη προκύπτουν όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μακροχρόνια συμπληρωματικά οφέλη για το πραγματικό ΑΕΠ κυμαίνονται μεταξύ 0,5% και 4%, όταν μειώνεται το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες και ταυτόχρονα υλοποιούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Τα μέγιστα οφέλη της τάξης του 4% προκύπτουν όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη, ακολουθούμενα από οφέλη της τάξης του 1% όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα από εργασία.
Κάνοντας έναν απολογισμό της κρίσης ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι η εφαρμογή των μνημονίων είχε πράγματι υψηλό κόστος, Όμως όπως υπογράμμισε από την άλλη πλευρά τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν και να βελτιώσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας, αφήνοντας πίσω μία θετική κληρονομιά των μεταρρυθμίσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στις αγορές εργασίας και προϊόντων καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
Επιπροσθέτως η δημοσιονομική εξυγίανση, παρά το υψηλό βραχυχρόνιο κόστος, έχει πολύπλευρα αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Όπως υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ η βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, εφόσον συνεχιστεί και στο μέλλον, πέρα από το θετικό αντίκτυπο στην υποχώρηση του περιθωρίου επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας, δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο (fiscal space), που επιτρέπει να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο κίνητρα για αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης και συμβάλλοντας σε αύξηση του δυνητικού προϊόντος.