Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024 -

ΣτΕ: «Καμπάνα» σε δικηγόρο που απείλησε μια δικαστή ότι θα την... «κράξει» σε τηλεοπτική εκπομπή



Η ανάρμοστη συμπεριφορά μιας δικηγόρου που απειλούσε δικαστή φωνάζοντας μέσα στη γραμματεία δικαστηρίου, μπήκε πρόσφατα στο «μικροσκόπιο» του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Η συγκεκριμένη δικηγόρος σε έξαλλη κατάσταση είχε εισβάλλει πριν από μερικούς μήνες στη γραμματεία δικαστηρίου απειλώντας δικαστή πως αν δεν δεχθεί τις προτάσεις που έχει καταθέσει για υπόθεση της, τότε θα... απασφαλίσει εναντίον της όταν θα εμφανιστεί σε τηλεοπτική εκπομπή, στην οποία όπως έλεγε είχε ήδη πάρει... σειρά να συμμετάσχει!

Το ΣτΕ εξέτασε την συγκεκριμένη υπόθεση κατόπιν προσφυγής της ίδιας της δικηγόρου, η οποία ζητούσε να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή της επίπληξης που της είχε επιβάλλει το Ανώτατο Ανώτατο Πειθαρχικό

Δικηγόρωv. H ποινή επιβλήθηκε στη δικηγόρο για το πειθαρχικό παράπτωμα της ανάρμοστης συμπεριφοράς κατά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, «η αιτούσα δικηγόρος ευρισκόμενη εντός της Γραμματείας του Δικαστηρίου, προκειμένου να καταθέσει δικόγραφο προτάσεων, επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά και προκάλεσε σοβαρή παρενόχληση και αναστάτωση στη γραμματεία, διατυπώνοντας απειλές εις βάρος ενός δικαστή και φωνάζοντας εξοργισμένη, κατά το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, «αλίμονο στη δικαστή αν δεν τις δεχθεί, θα δει τι έχει να πάθει, την έχω στη λίστα με τους εξαιρετέους δικαστές … έχω πάρει σειρά σε τηλεοπτική εκπομπή γνωστού δημοσιογράφου»».

Το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ που εξέταση την προσφυγή της δικηγόρου κατά της πειθαρχικής απόφασης, την απέρριψε κρίνοντας με την υπ. αριθμόν 325/2018 απόφασή του πως οι δικηγόροι εκτός της αίθουσας συνεδριάσεων δεν μπορούν να προβαίνουν σε παρατηρήσεις που υπερβαίνουν την επιτρεπτή έκφραση σχολίων χωρίς στέρεη πραγματική βάση!

Το ΣτΕ ερμηνεύοντας τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων επικύρωσε την απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων σε βάρος της δικηγόρου.

Το σκεπτικό των ανώτατων δικαστών ήταν ότι «το δικηγορικό επάγγελμα έχει τον χαρακτήρα δημοσίου λειτουργήματος που συνδέεται, ως εκ της φύσεώς του, με την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης και, για τον λόγο αυτόν, υπόκειται σε καθεστώς ρυθμίσεων, οι οποίες αποβλέπουν στην ευπρεπή άσκηση αυτού, ώστε να διαφυλάσσεται το κύρος του, αλλά και το κύρος της δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό, οι δικηγόροι οφείλουν να ασκούν ευόρκως το λειτούργημά τους, να εκτελούν ευσυνειδήτως και επιμελώς τις εντολές που τους έχουν ανατεθεί και να επιδεικνύουν αξιοπρεπή συμπεριφορά, η οποία πρέπει να είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις του δικηγορικού σώματος, ενώ υποχρεούνται περαιτέρω να συμμορφώνονται και προς τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, τους εσωτερικούς κανονισμούς των δικηγορικών συλλόγων, των οποίων είναι μέλη, και τις λοιπές αποφάσεις των οργάνων διοικήσεώς τους».

«Όρια»

Με την απόφασή του, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, αποδέχθηκε ότι «ο δικηγόρος εκτός από φορέας δημόσιου λειτουργήματος, είναι και φορέας του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, με κεντρική θέση στην απονομή δικαιοσύνης σε μία δημοκρατική κοινωνία, θέση η οποία επάγεται ακολούθως το δικαίωμα κριτικής του έργου της δικαιοσύνης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η κριτική αυτή δεν υπερβαίνει ορισμένα όρια».

Τα όρια αυτά - κατά το ΣτΕ - «συνίστανται στους συνήθεις περιορισμούς στη συμπεριφορά των μελών των δικηγορικών συλλόγων, όπως αντανακλώνται στις βασικές αρχές που απαριθμούνται από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE) για τους Ευρωπαίους δικηγόρους, με ιδιαίτερη αναφορά στην «αξιοπρέπεια», την «τιμή και την ακεραιότητα» και στον «σεβασμό για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης». Τέτοιοι κανόνες, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης συμβάλλουν «στην προστασία της δικαστικής εξουσίας από αδικαιολόγητες και αβάσιμες επιθέσεις, που μπορεί να καθοδηγούνται αποκλειστικώς από επιθυμία ή στρατηγική να διεξαχθεί η δίκη στα μέσα ενημέρωσης ή να πληγούν οι δικαστές που χειρίζονται συγκεκριμένη υπόθεση».

Τέλος, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, «οι δικηγόροι εκτός της αίθουσας συνεδριάσεων του δικαστηρίου - εντός της οποίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν μεγαλύτερης ελευθερίας - δεν μπορούν να κάνουν παρατηρήσεις τόσο σοβαρές που υπερβαίνουν την επιτρεπτή έκφραση σχολίων χωρίς στέρεη πραγματική βάση ούτε μπορούν να διατυπώνουν προσβολές».