Τίποτα δεν μπορεί να πτοήσει έναν ρεπόρτερ που ψάχνει να βρει ή να διασταυρώσει μια είδηση.
Οι πηγές παραμένουν ανώνυμες και κάθε στοιχείο γίνεται ένα λιθαράκι για το σταδιακό χτίσιμο μιας ιστορίας μέχρι την λύση της και την απόδοσή της στο κοινό που διψάει να μάθει.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα συγκέντρωνε ο Vlado Taneski, ένας δημοσιογράφος με 20 χρόνια αστυνομικού ρεπορτάζ στην πλάτη του, στην πόλη Κίτσεβο στα Σκόπια.
Οι συνάδελφοί του τον χαρακτήριζαν ήρεμη δύναμη, ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος, γεμάτος ευγένεια, που έψαχνε και πάντα έβρισκε. Μέχρι τη στιγμή που τρεις γυναίκες βρέθηκαν κακοποιημένες και δολοφονημένες μέσα σε πλαστικές σακούλες, με τα σώματά τους τυλιγμένα με ένα καλώδιο τηλεφώνου. Και ο Taneski ήξερε πολλές λεπτομέρειες γύρω από τους φόνους, περισσότερες από όσες γνωστοποιούσε η Αστυνομία. Και πώς να μην ήξερε άλλωστε αφού αυτός τους είχε διαπράξει και μετά αρθρογραφούσε γι’ αυτούς! Μέχρι που έγινε αντιληπτός, συνελήφθη και μη αντέχοντας στο κελί αυτοκτόνησε.
Γεννημένος το 1952 στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία φαίνεται πως πέρασε μια ταραχώδη οικογενειακή ζωή. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν 38 ετών και η σχέση με τη μητέρα του φαίνεται πως δεν ήταν ιδιαίτερα καλή. Οι επαφές του μαζί της ήταν πάντα γεμάτες εντάσεις και συγκρούσεις. Και αυτό ήταν πιθανό το κίνητρό του στις γυναίκες που σκότωσε. Όλες έκαναν την ίδια δουλειά με τη μητέρα του στην καθαριότητα του δήμου και όλες τη γνώριζαν, πριν το θάνατό της. Κάπως έτσι έπαιρνε το αίμα του πίσω για όσες φορές είχαν συγκρουστεί.
«Υπάρχει φανερός συμβολισμός στο γεγονός ότι η μητέρα του ήταν καθαρίστρια» είχε πει ο καθηγητής ψυχιατρικής Antoni Novotni. «Αυτό βέβαια αποτελεί καθαρή εικασία μου, καθώς δεν ήταν ασθενής μου, αλλά θα μπορούσε να ήταν μια εξήγηση γι’ αυτό που έκανε: ήθελε να πιαστεί αφήνοντας λεπτομέρειες για τους φόνους μέσα από τα άρθρα του».
Ο Taneski είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Κανείς όμως δεν είχε αντιληφθεί τη διπλή ζωή που ζούσε ως δολοφόνος και ως καλός οικογενειάρχης. Η γυναίκα του τον είχε περιγράψει ως «ήσυχο και ευγενικό», το ίδιο και οι συνάδελφοί του στην εφημερίδα «Nova Makedonija».
Στον άλλο όμως ρόλο του, αυτό του δολοφόνου, όλα τα καλά χαρακτηριστικά του εξαφανίζονταν με τη μία. Από τις τέσσερις γυναίκες που είχαν εξαφανιστεί στο πόλη Κίτσεβο τα πτώματα των τριών είχαν βρεθεί μέσα σε πλαστικές σακούλες με σημάδια βιασμού και βασανισμού, πριν το στραγγαλισμό με ένα καλώδιο τηλεφώνου.
Οι υποθέσεις των φόνων το 2005 είχαν συνταράξει την μικρή πόλη και ο κόσμος περίμενε καθημερινά τα ρεπορτάζ των δημοσιογράφων για το τι είχε πραγματικά συμβεί. Και στην εφημερίδα «Nova Makedonija» τα ρεπορτάζ του Taneski είχαν πολλές λεπτομέρειες, ίσως περισσότερες από αυτές που θα μπορούσε να βρει ένας αστυνομικός ρεπόρτερ.
Loading...
Ο δημοσιογράφος ήταν σε στενή επαφή με την Αστυνομία μετά την ανεύρεση του πρώτου πτώματος, με στόχο να σκιαγραφηθεί ο δολοφόνος και τα κίνητρά του. Τα επόμενα τρία χρόνια βρέθηκαν δολοφονημένες άλλες τρεις γυναίκες και ο Taneski αντιμετώπισε και αυτούς τους φόνους με την ίδια προσοχή γεμίζοντας τη στήλη του στην εφημερίδα με κάθε λογής λεπτομέρειες, που έκανε τον κόσμο να ψάχνει καθημερινά τις εξελίξεις στη συγκεκριμένη εφημερίδα.
Τα θύματα ήταν η 64χρονη Mitra Simjanoska, η 56χρονη Ljubica Licoska και η 65χρονη Zivana Temelkoska και είχαν όλες ένα δύο κοινά χαρακτηριστικά: ήταν φτωχές και καθαρίστριες στο δήμο, όπως και η μητέρα του Taneski, την οποία γνώριζαν προσωπικά.
Οι λεπτομερείς περιγραφές στα άρθρα του αστυνομικού ρεπόρτερ άρχισαν να προβληματίζουν την Αστυνομία.
Το Μάιο του 2008 έγραφε συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, σε ένα άρθρο του: «Οι κάτοικοι του Κίτσεβο ζουν μέσα στον τρόμο μετά την ανεύρεση μίας ακόμα νεκρής γυναίκας που βρέθηκε στην πόλη. Το πτώμα μοιάζει με αυτό που είχε βρεθεί πέρσι και υπάρχει πιθανότητα αυτοί οι φόνοι να είναι δουλειά ενός serial killer. Τα θύματα βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν με τον ίδιο τρόπο […] Το κίνητρο του δολοφόνου παραμένει άγνωστο. Και οι δύο γυναίκες ήταν φίλες και έμεναν στο ίδιο κομμάτι της πόλης. Το τελευταίο πτώμα βρέθηκε σε έναν κάδο σκουπιδιών και ήταν δεμένο με ένα καλώδιο τηλεφώνου, με το οποίο είχε στραγγαλιστεί το θύμα…».
Πώς ήξερε ο Taneski τόσες λεπτομέρειες για τον τρόπο που είχαν δολοφονηθεί οι άτυχες γυναίκες, λεπτομέρειες μάλιστα που δεν του τις είχαν δώσει οι αξιωματικοί της Αστυνομίας; Η λεπτομέρεια για το τηλεφωνικό καλώδιο, στοιχείο των ερευνών που ήταν αδύνατο να γνώριζε από τη δική του έρευνα, ήταν το μοιραίο λάθος του. Ο τρόπος στραγγαλισμού ήταν γνωστός μόνο στην Αστυνομία και δεν τον είχε αποκαλύψει σε κανένα ρεπόρτερ. Κάτι «βρώμαγε» με τον Τaneski και σύντομα η αποκάλυψη έγινε: ο δημοσιογράφος ήξερε τόσα πολλά για τους φόνους γιατί πολύ απλά τους είχε κάνει αυτός!
Οι αστυνομικοί έβγαλαν ένταλμα έρευνας και μπήκαν στο σπίτι του, όπου εκεί βρέθηκαν πειστήρια του αρρωστημένου μυαλού του δολοφόνου: πορνογραφικό υλικό και σημειώσεις για τους φόνους. Ο Taneski έκανε τους φόνους και έγραφε γι’ αυτούς στα άρθρα του, χλευάζοντας με αυτό τον τρόπο την Αστυνομία και τις έρευνές της. Όταν το DNA του σπέρματός του βρέθηκε στα θύματα ο Taneski συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για τις δολοφονίες των δύο γυναικών και όταν η Αστυνομία ετοιμαζόταν να τον χρεώσει με τον τρίτο φόνο ο Taneski βρέθηκε νεκρός στο κελί του. Είχε αυτοκτονήσει στα 56 του βάζοντας το κεφάλι του σε έναν κουβά με νερό στις τουαλέτες της φυλακής.
Παρόμοια υπόθεση με αυτή του Taneski ήταν και αυτή του πολωνού 40χρονου Krystian Bala, συγγραφέα του μπεστ σέλερ «Αμόκ» ο οποίος στο βιβλίο του περιέγραφε τη δολοφονία ενός επιχειρηματία, που είχε βρεθεί δεμένος πισθάγκωνα σε ένα ποτάμι. Ο επιθεωρητής της πολωνικής αστυνομίας είχε αποκαλύψει ότι η ιστορία συνδεόταν με έναν ανεξιχνίαστο φόνο. Τελικά αποδείχτηκε ότι η αφήγηση δεν ήταν φανταστική, αλλά στηριζόταν στον φόνο που είχε διαπράξει ο ίδιος ο συγγραφέας!