Ένα εξάχρονο αγόρι κακοποιημένο και νεκρό. Μία πολύτεκνη οικογένεια. Ένας πατέρας με ψυχολογικά προβλήματα. Μία κοινωνία κλειστή και φοβισμένη. Μία χώρα συγκλονισμένη και πολλές πολλές εκδοχές σχετικά με το τι μπορεί πραγματικά να συνέβη στο παιδί. Αυτή είναι η ιστορία του Μανώλη Δουρή, ενός ανθρώπου του οποίου το όνομα ταυτίστηκε στο μυαλό των Ελλήνων με τη φρίκη της παιδοκτονίας. Ενός ανθρώπου που όλοι έκριναν ένοχο εκτός από την οικογένειά του. Ενός ανθρώπου που μέχρι το θάνατό του διατείνονταν πως ήταν αθώος.
Ποιος ήταν ο Μανώλης Δουρής;
Οι πληροφορίες που έχουν γίνει γνωστές για τη ζωή του Μανώλη Δουρή ξεκινούν από το 1974, όταν ο 20χρονος καλείται σε επιστράτευση λόγω της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) γίνεται μάρτυρας αιματηρών σφαγών που τον σημαδεύουν ανεπανόρθωτα. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η μάχη στο Γερόλακο και οι φρικαλεότητες που συνέβησαν κατά τη διάρκειά της, οι οποίες οδήγησαν πολλούς στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ στο Κέντρο Νοσηλείας με βαριά σωματικά και ψυχικά τραύματα. Ο Μανόλης, ο οποίος είχε και στο παρελθόν κάποιες ψυχολογικές κρίσεις, βρίσκεται πλέον σε κατάσταση αμόκ. Η επιθετική του συμπεριφορά εξηγείται και από τη διάγνωση των γιατρών, σύμφωνα με την οποία ο Δουρής πάσχει από το «Σύνδρομο της Κύπρου», το οποίο πήρε το όνομά του από το αντίστοιχο «Σύνδρομο του Βιετνάμ» και φαίνεται να επηρέασε πολλούς στρατιώτες που βρέθηκαν εκτεθειμμένοι στη βιαιότητα του πολέμου και στα χημικά και καρκινογόνα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν. Το πρόβλημα γίνεται εμφανές, όταν, κυριευμένος από πανικό, επιχειρεί να σκοτώσει τρεις Κύπριους, οδηγώντας κατά πάνω τους ένα τζιπ. Όταν ρωτήθηκε για την αιτία αυτής της επίθεσης, εκείνος απάντησε πως νόμισε ότι ήταν Τούρκοι. Δυστυχώς, παρά τη νοσηλεία του σε διάφορα νοσοκομεία και ψυχιατρεία, δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τα ψυχολογικά του προβλήματα…
Σε μία προσπάθεια να αφήσει πίσω του τις μνήμες του πολέμου, μετακομίζει στην Ερμιόνη Αργολίδας, όπου γνωρίζει τη μετέπειτα σύζυγό του, Γεωργία, και αποκτούν επτά παιδιά. Εκείνος εργάζεται περιστασιακά ως ελαιοχρωματιστής. Οι μαρτυρίες για τον Μανόλη Δουρή ως πατέρα είναι αντιφατικές. Από τη μία, οι κάτοικοι της Ερμιόνης περιγράφουν έναν άνθρωπο αδιάφορο προς την οικογένειά του, που παραμελεί τα παιδιά του και τους επιτρέπει να φεύγουν από το σπίτι και να επιστρέφουν, όποτε θέλουν εκείνα, χωρίς να υπάρχει έλεγχος. Άλλοι λένε ότι είναι βίαιος και ξυλοκοπεί συχνά τα παιδιά, άλλοι κατηγορούν τους γονείς ότι βάζουν τα παιδιά να τους κλέβουν κι άλλοι φτάνουν μέχρι το σημείο να υπονοήσουν ότι οι γονείς έχουν οικονομικά οφέλη από τη σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών. Αντιθέτως, η οικογένεια Δουρή μιλά για μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Παρόλο που παραδέχονται ότι υπήρξαν φορές που ξυλοκοπήθηκαν από τον πατέρα τους, τα παιδιά του δείχνουν ιδιαίτερη αδυναμία, αρνούνται τις κατηγορίες για εκείνον και – ακόμα και μετά την καταδίκη του – ολόκληρη η οικογένεια επιμένει ότι είναι αθώος κι ότι δε θα έκανε ποτέ κακό στα παιδιά του. «Το παιδί μου! Μου σκοτώσαν το παιδί μου!»
Το χρονικό της υπόθεσης
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1994. Ο Μανώλης Δουρής με τη σύζυγό του δηλώνουν στο αστυνομικό τμήμα Κρανιδίου την εξαφάνιση του 6χρονου Νίκου Δουρή. Το παιδί βγήκε να παίξει με τα παιδιά της περιοχής, αλλά η ώρα που συνήθιζε να επιστρέφει στο σπίτι έχει περάσει και κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται. Η αστυνομία ξεκινά αμέσως τις έρευνες μαζί με την οικογένεια και τους κατοίκους της Ερμιόνης. Το πτώμα του Νίκου εντοπίζεται τελικά από τον πατέρα του τυλιγμένο με μία κουβέρτα στο μαντρότοιχο μιας αλάνας κοντά στο γήπεδο της περιοχής. Αυτό ήταν ένα από τα γεγονότα που οδήγησαν την αστυνομία να υποπτευθεί τον Μανόλη Δουρή, αφού, όπως έλεγαν, κανείς δε θα φανταζόταν να ψάξει σε εκείνο το σημείο, επομένως είναι πιθανό ο πατέρας να γνώριζε ήδη ότι το παιδί ήταν νεκρό και τοποθετημένο εκεί.
Η απόφαση του ιατροδικαστή, Φίλιππου Κουτσάφτη, είναι ένα ακόμη μεγάλο σοκ για την ελληνική κοινωνία: το παιδί κακοποιήθηκε σεξουαλικά και πέθανε από ασφυξία, καθώς ο δράστης του είχε κλείσει τη μύτη και το στόμα. Ο Μανόλης Δουρής οδύρεται μπροστά στις κάμερες. Ισχυρίζεται ότι γνωρίζει το δολοφόνο και ορκίζεται ότι θα τον εκδικηθεί. Αναφέρεται, μάλιστα, σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που είχε παρενοχλήσει ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά του, δύο χρόνια πριν. Η οικογένεια τότε είχε καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία, ο δράστης είχε προφυλακιστεί, αλλά στη συνέχεια ήρθε σε οικονομική συμφωνία με την οικογένεια, στην οποία έδωσε 3.000.000 δραχμές, ώστε να αποσύρει τις κατηγορίες. Ο Δουρής υποστηρίζει ότι το άτομο αυτό κυκλοφορεί πλέον ελεύθερο και ίσως είναι ο δράστης. Τα μέσα τον παρουσιάζουν ως τον χαροκαμένο πατέρα και η ελληνική κοινωνία συντάσσεται στο πλευρό του.
«Αν το έκανα εγώ, να τιμωρηθώ!»
Παρά την προσπάθεια του Δουρή να κατευθύνει την προσοχή της αστυνομίας σε συγκεκριμένο άτομο, οι υποψίες των αστυνομικών που ερευνούν την υπόθεση στρέφονται όλο και περισσότερο προς τον ίδιο. Οι αντιφάσεις στις οποίες πέφτει κατά τη διάρκεια των επανειλημμένων καταθέσεων που του ζητά η αστυνομία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εκείνος ανακάλυψε το πτώμα, με τις καταθέσεις των κατοίκων της Ερμιόνης για το βίαιο χαρακτήρα του και με τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, οδηγούν όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα ότι εκείνος διέπραξε το έγκλημα. Τελικά, ο Μανόλης Δουρής ομολογεί (παρουσία εισαγγελέα, ώστε να μη θεωρηθεί ότι η ομολογία του ήταν αποτέλεσμα βασανισμού) το βιασμό και τη δολοφονία του γιου του.
Σύμφωνα με τη δική του περιγραφή, όλα άρχισαν όταν το παιδί άργησε να επιστρέψει στο σπίτι. Ο πατέρας του έπαθε νευρική κρίση κι αφού το ξυλοκόπησε στην αυλή του σπιτιού, το μετέφερε στην αποθήκη, όπου το βίασε και το σκότωσε. Στη συνέχεια, προσπάθησε να κάψει το πτώμα, αλλά δεν τα κατάφερε κι έτσι το τύλιξε με μία κουβέρτα και το άφησε εκεί, όπου προσποιήθηκε ότι το βρήκε στη συνέχεια. Όπως υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της κακοποίησης και του θανάτου του παιδιού, στο σπίτι βρισκόταν μόνο η πεθερά του, η οποία δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Ως δικαιολογία για το έγκλημά του, ο Δουρής προβάλλει την ασθένειά του: Με κυριεύει μια σπάνια ασθένεια, με μεταμορφώνει. Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να έκανε…
Τα μέσα και μαζί τους η κοινωνία αλλάζει άποψη και στάση. Από «χαροκαμένος» ο Δουρής γίνεται ξαφνικά «ανθρωπόμορφο τέρας». Οι κάτοικοι της Ερμιόνης σπεύδουν στο σπίτι του για να λιντσάρουν τον ίδιο και την οικογένειά του. Ασκείται ποινική δίωξη εναντίον του για «ιδιαζόντως ειδεχθή ανθρωποκτονία από δράστη επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και βιαστή». Κανένας δικηγόρος δε δέχεται να αναλάβει την υπεράσπισή του κι έτσι η υπόθεση ανατίθεται από το ελληνικό κράτος στο δικηγόρο Βασίλη Καρύδη.
Λίγες μέρες μετά την αρχική του ομολογία όμως, ο Μανώλης Δουρής αρχίζει να την αμφισβητεί με φράσεις όπως «αν το έκανα εγώ, να τιμωρηθώ», «αν πιστεύετε ότι ήμουν εγώ, φυλακίστε με», «μπορεί να ήμουν εγώ, μπορεί και όχι». Μέχρι που φτάνει στο σημείο να κατηγορήσει και τη γυναίκα του, η οποία στάθηκε στο πλευρό του, παραμένοντας ακλόνητη στην πίστη της ότι ο σύζυγός της ήταν αθώος, ότι εκείνη με τον εραστή της σχεδίασαν το έγκλημα, ώστε να τον ενοχοποιήσουν και να τον ξεφορτωθούν. Παρ’ όλα αυτά, η οικογένειά του μέχρι και σήμερα δηλώνει πεπεισμένη ότι δεν ήταν ο Δουρής ο δολοφόνος του μικρού Νίκου.
Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου
Το Νοέμβριο του 1994 ο Δουρής κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κάθειρξη 20 ετών για βιασμό, φυλάκιση ενός έτους για άσελγεια και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για 10 χρόνια. Ο συνήγορος του Δουρή, Βασίλης Καρύδης, ο οποίος ερευνώντας την υπόθεση, είχε ανακαλύψει στοιχεία που τον έκαναν να πιστέψει στην αθωότητά του, δήλωσε μετά την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου: Είναι μια μυστηριώδης υπόθεση και πιστεύω ότι δεν εξετάστηκε όπως έπρεπε, πριν βγει η απόφαση.
Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση το δικαστήριο άφησε πολλά ερωτηματικά που δεν έχουν απαντηθεί μέχρι σήμερα. Αρχικά, όπως υποστήριξε ο συνήγορός του, οι μαρτυρίες των μαρτύρων και των εμπειρογνωμόνων στο δικαστήριο έρχονταν σε αντίφαση με όσα έλεγε ο Δουρής. Ο τρόπος και ο χρόνος του εγκλήματος δε συμφωνούσαν. Ο Βασίλης Καρύδης ζήτησε να γίνει εξέταση DNA, καθώς η τριχολογική εξέταση που είχε προηγηθεί ήταν αμφιλεγόμενη. Ωστόσο, το δικαστήριο αρνήθηκε να προχωρήσει σε κάτι τέτοιο. Κενό εντοπίστηκε επίσης, στην ιατροδικαστική εξέταση, κατά τη διάρκεια της οποίας θα έπρεπε να έχει γίνει μακροσκοπική εξέταση του γεννητικού οργάνου – όπως συμβαίνει συνήθως σε σεξουαλικά εγκλήματα – η οποία δεν έγινε ποτέ «λόγω αμέλειας», όπως υποστήριξε ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσαύτης. Ο ιατροδικαστής υποστήριξε ότι βρέθηκε μεν γενετικό υλικό του πατέρα στο παιδί, αλλά και ξένο γενετικό υλικό επίσης, το οποίο υπονοεί ότι είναι πιθανό να υπήρξε και δεύτερος δράστης. Την πιθανότητα αυτή σχολίασε τότε σε δήλωση του στην Ελευθεροτυπία ο καθηγητής εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης, ο οποίος ερευνούσε την υπόθεση, λέγοντας: Από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης των εγκληματολογικών εργαστηρίων μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί άλλος να είναι ο βιαστής κι άλλος ο δολοφόνος…
Τι μπορεί να συνέβη τελικά; Ο Βασίλης Καρύδης πιθανολογεί ότι ίσως ο Δουρής με την ομολογία του προσπάθησε να καλύψει κάποιο τρίτο πρόσωπο – το οποίο ίσως και να ανήκε στην οικογένεια – αλλά συνειδητοποιώντας τις συνέπειες που θα είχε, προσπάθησε να βρει τρόπο να διαφύγει.
Λέγεται πως οι κατηγορούμενοι για παιδοκτονία δε συγχωρούνται από τους συγκρατούμενούς τους. Η περίπτωση του Μανόλη Δουρή αποτελεί τρανή απόδειξη. Μετά την καταδίκη του, οι κρατούμενοι στις φυλακές Τρίπολης προειδοποίησαν ότι θα προέβαιναν σε εξέγερση σε περίπτωση που τον μετέφεραν εκεί. Έτσι, διαμορφώθηκε ειδικός χώρος στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Κέρκυρας, ώστε να διασφαλιστεί ότι θα είναι ασφαλής κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Τα βασανιστήρια, όμως, ξεκίνησαν πριν καν φτάσει εκεί. Κατά τη μετάβασή του εκεί, ξυλοκοπήθηκε και βιάστηκε κατ’ επανάληψη από τους υπόλοιπους κρατούμενους που βρίσκονταν στην κλούβα με την ανοχή των συνοδών αστυνομικών που υποστήριξαν ότι δεν άκουσαν τίποτα και επενέβησαν πολύ αργά. Όταν πια βγήκε από την κλούβα, το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από το ξύλο.
Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Στα δύο χρόνια που ακολούθησε μετακινήθηκε σε τέσσερα διαφορετικά σωφρονιστικά ιδρύματα λόγω της κακοποίησής του από τους συγκρατούμενούς του. Εντύπωση προκαλεί, μάλιστα, το γεγονός ότι κακοποιήθηκε και από έναν συγκρατούμενό του, ο οποίος είχε καταδικαστεί με την κατηγορία ότι βίασε τις δύο κόρες του.
Τελικά, ο Δουρής αυτοκτονεί στις 24 Φεβρουαρίου 1996 στις φυλακές της Τρίπολης, περνώντας γύρω από το λαιμό του ένα καλώδιο τηλεόρασης που είχε κρύψει κάτω από τα ρούχα του κατά τη μεταγωγή του εκεί. Λέγεται ότι είχε φροντίσει να προειδοποιήσει τη μητέρα του και τον μεγάλο του γιο για την απόφασή του. Από την άλλη, η οικογένειά του υποστηρίζει ότι πρόκειται για δολοφονία σχεδιασμένη ώστε να φανεί σαν αυτοκτονία. «Δεν είμαι ο γιος του φονιά! Δεν είμαι ο γιος του βιαστή!»
Η ιδιομορφία της συγκεκριμένης υπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ σε αντίστοιχες περιπτώσεις παιδοκτονίας, η οικογένεια στρέφεται κατά του δράστη, σε αυτή την περίπτωση η οικογένεια Δουρή δε σταμάτησε να υποστηρίζει την αθωότητα του πατέρα μέχρι και σήμερα.
Συγκεκριμένα, η μητέρα του μικρού Νίκου, Γεωργία Δουρή, σε συνέντευξή της το 2007 δήλωσε ότι γνωρίζει ποιοι είναι οι ένοχοι, καθώς υπήρξαν κι άλλα περιστατικά επιθέσεων σε ανηλίκους στην περιοχή. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της πρόκειται για άτομα με μεγάλη δύναμη και για το λόγο αυτό δεν έχουν γίνει κινήσεις εναντίον τους. Για εκείνη, ο σύζυγός της ήταν το «τέλειο θύμα» επειδή ήταν φτωχός και αμόρφωτος και δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Τέλος, κάνει λόγο για ένα άτομο που ερευνούσε την υπόθεση και είχε ανακαλύψει στοιχεία που θα αποδείκνυαν την αθωότητα του Δουρή, όμως βρέθηκε νεκρό το 2005 μέσα στο σπίτι του στην Αθήνα. Οι Αρχές ανακοίνωσαν ότι οι δράστες είχαν ως κίνητρο τη ληστεία, εκείνη όμως το αμφισβητεί, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «όποιος κουνηθεί εδώ, τελειώνει».
Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο γιος του, Δημήτρης Δουρής, ο οποίος δηλώνει αγανακτισμένος από το στίγμα που κουβαλά η οικογένειά του μέχρι και σήμερα. Σε συνέντευξή του υποστηρίζει ότι ο πατέρας του ήταν αθώος, αλλά έπεσε θύμα δικαστικής πλάνης. Το μόνο που του καταλογίζει είναι ότι δέχτηκε να συμβιβαστεί, παίρνοντας χρήματα από τον άνθρωπο που είχε παρενοχλήσει τον ίδιο, δύο χρόνια πριν τη δολοφονία του Νίκου. Σε αντίθεση με ένα από τα αδέρφια του, αρνείται να αλλάξει το επίθετο του για να απαλλαγεί από το στίγμα που κουβαλά η οικογένεια και φωνάζει ότι ο πατέρας του δεν ήταν βιαστής και φονιάς. Τονίζει, μάλιστα, πως αν αποκτήσει ποτέ γιο, θα του δώσει το όνομα του πατέρα του.