Η ανηφόρα της οδού Καλλιφρονά, από την Πατησίων προς την Αγίας Ζώνης, έχει το προνόμιο να είναι πάντα λουσμένη στο φως. Αριστερά είναι τα σπίτια και οι πολυκατοικίες. Δεξιά, το περίφρακτο, καταπράσινο οικόπεδο του Ασύλου των Ανιάτων. Χαμηλώνει μέσα στην καρδιά της Κυψέλης, με τα πεύκα του και τους θάμνους του, και αφήνει το φως του ήλιου να ευεργετεί τους περίοικους.
Δύσκολα διακρίνεται εξωτερικά κάποιο από τα οικήματα του Ασύλου, καθώς είναι όλα χαμηλά και ο φράκτης ψηλός. Είναι ένας μυστικός κήπος με πολλές ιστορίες που οι περισσότεροι αγνοούμε. Αλλά το Ασυλο είναι κομμάτι της Αθήνας, μέσα στη γειτονιά της Αγίας Ζώνης, απέναντι σε αστικά διαμερίσματα που από τα μπαλκόνια τους ψηλά κοιτούν αυτόν τον παλιό αθηναϊκό κόσμο.
Ανεβαίνοντας προς το Ασυλο, παρατηρούσα τους δρόμους ολόγυρα. Τους ήξερα από παιδί, αλλά όπως τους έβλεπα και πάλι, με άλλα μάτια και με άλλη διάθεση, ήταν σαν να τους έβλεπα για πρώτη ή για τελευταία φορά. Ηταν κάτι που και άλλα «παιδιά» αυτής της περιοχής μού λένε συχνά. Οι περισσότεροι που ήμασταν παιδιά στην περιοχή της Πατησίων φύγαμε αλλά «επιστρέφουμε» όταν υπάρχει λόγος. Επέστρεφα, τώρα, για να δω από κοντά το Ασυλο. Παλιές εικόνες, από τότε που η Αγίας Ζώνης δεν ήταν πεζόδρομος, έρχονταν και έφευγαν, αλλά το ίδιο το Ασυλο είναι αλώβητο στον χρόνο. Φαινομενικά τουλάχιστον διατηρεί εκείνη την κλίμακα και γεννά πάντα εκείνο το δέος που το ίδιο του το όνομα προκαλεί.
Δύσκολα φαντάζεται κανείς πως το Ασυλο βρίσκεται σε ένα από τα πιο παλιά κτήματα της Αθήνας. Σήμερα ο κήπος και οι αυλές είναι γεμάτα μεταγενέστερα κτίρια που σταδιακά χτίζονταν από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις πρόσφατες δεκαετίες. Αλλά το πιο παλιό, ο πυρήνας, παρότι έχει αλλοιώσει τη μορφή του και την κλίμακα, χωρίς να χάσει την ταπεινή ομορφιά του, είναι χτισμένο από τον Κλεάνθη και τον Σάουμπερτ το 1832, όταν ακόμα η Αθήνα αναζητούσε τη νέα της ταυτότητα.
Το όνομα του Ναυάρχου Μάλκολμ, του κτήτορα και του πρώτου ενοίκου, είναι συνυφασμένο με παμπάλαιες αθηναϊκές ιστορίες, όταν η Κυψέλη ήταν αγροί και ο απόηχος του Ναυαρίνου, με το οποίο ο Μάλκολμ συνδεόταν, μέσω Κόδριγκτων, ήταν ακόμη νωπός.
Το παλιό σπίτι ήταν από τα πρώτα λιτά νεοκλασικά σπίτια των περιχώρων, τότε, της Αθήνας, και σήμερα καθώς δρασκελίζει κανείς την πύλη νιώθει αυτήν τη χαμένη, για πάντα, αίσθηση της χαμηλής, γλυκιάς κλίμακας. Και είναι πικρό να νιώθει κανείς αυτήν την πληρότητα που του δίνει η γειτνίαση του πόνου, γιατί το Ασυλο έχει και πολλές, σκληρές ιστορίες και πολλούς ήρωες και ηρωίδες, νοσηλευόμενους και προσωπικό. Είχε ένα ωραίο φως τη μέρα που βρέθηκα εκεί, και ο ήλιος φιλτραριζόταν από λεπτά, σαν μεμβράνες, σύννεφα. Στον κήπο και στον πεζόδρομο είχαν βγει λίγοι από τους κατοίκους του Ασύλου σε αμαξίδια και χαίρονταν την όμορφη μέρα. Χαιρετούν ευγενικά, θέλουν να νιώσεις (εσύ) άνετα.
Ολόγυρα και ανάμεσα στα παλιά και νέα κτίρια του Ασύλου κυκλοφορούν με τον αέρα ψιθυριστές όλες οι ιστορίες του. Μέσα στα γραφεία, κομμάτια αστικής ζωής. Και από τα παράθυρα, τα μπαλκόνια των απέναντι πολυκατοικιών, σκηνές θεάτρου, η μία μέσα στην άλλη. Αποχαιρετώντας, προσωρινά, το Ασυλο, που υπάρχει χάρη σε πράξεις ηρωισμού, σκέφτηκα πόσο σχετική είναι η έννοια της ομορφιάς.
Έντυπη