Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024 -

Λαφαζάνης: «Κόλαφος για την Ελλάδα η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν»



Για «μεγάλο φιάσκο της ελληνικής, εθελόδουλης στις ΗΠΑ αλλά και στις Βρυξέλλες και την Γερμανία, εξωτερικής πολιτικής» κάνει λόγο ο πρώην υπουργός και ηγετικό στέλεχος της Λαϊκής Ενότητας Παναγιώτης Λαφαζάνης, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της συνάντησης του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον ηγέτη της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν.

Κατά τον κ. Λαφαζάνη «ο κ. Ερντογάν αντί να βρεθεί κατά τις συνομιλίες του με τον Τραμπ στη Νέα Υόρκη, όπως εγράφετο, σε θέση απολογούμενου και να αναχωρεί από τις ΗΠΑ έχοντας στις αποσκευές του σκληρότατες κυρώσεις, φτάνει στην πατρίδα του σχεδόν “νικητής”, με τον Τραμπ να αυτοχαρακτηρίζεται κατά πρωτοφανή και γλοιώδη τρόπο σε οπαδό και θαυμαστή του Ερντογάν».

«Χαρακτηρίζω» λέει κ. Λαφαζάνης, «με μεγάλη λύπη μου τον Τ. Ερντογάν, περίπου, ως “νικητή” διότι στη Νέα Υόρκη όχι μόνο απέφυγε επιπλήξεις και μέτρα σε βάρος της Άγκυρας αλλά και συνομολόγησε μιά εμπορική συμφωνία “μαμούθ” ύψους 100 δισ. δολ., πέτυχε να παγώσουν οι περαιτέρω αποφάσεις για την καταδίκη της Γενοκτονίας των Αρμενίων, έλαβε τη στήριξη των ΗΠΑ για περισσότερα κονδύλια από την Ε.Ε για τους πρόσφυγες, απέσπασε ένα “απρόσμενο” είδος ανοχής του Λευκού Οίκου για την εγκατάσταση των S-400 και συνάντησε, αντί καταδίκης, την επιβράβευση, σχεδόν, της Άγκυρας για την παράνομη εισβολή της στην Συρία».

Όπως εκτιμά ο κ. Λαφαζάνης «πολύ χειρότερα για Ελλάδα και Κύπρο η Αμερικανική Προεδρία τήρησε σιγήν ιχθύος απέναντι στον Ερντογάν για τον εξελισσόμενο τουρκικό θαλάσσιο Αττίλα 3 σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και για τις κλιμακούμενες τουρκικές προκλήσεις και παράνομες διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο. Δυστυχώς ο Ερντογάν, ασκώντας μιά ανεξάρτητη οικονομική, αμυντική και εξωτερική πολιτική έχει καταφέρει να γίνει το “άτακτο χαϊδεμένο παιδί” των ΗΠΑ και της Δύσης και να πετυχαίνει να προωθεί βήμα το βήμα την επεκτατική-αναθεωρητική στρατηγική του, ελισσόμενος ανάμεσα στις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις και τις επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων και κέντρων ισχύος του πλανήτη. Αντίθετα η Ελλάδα και εσχάτως και η Κύπρος, παραδομένες απολύτως ως πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά προτεκτοράτα των ΗΠΑ, των Βρυξελλών και της Γερμανίας και ως δορυφόροι του Ισραήλ, έχουν καταντήσει καρπαζοεισπράκτορες των “προστατών” τους και θύματα των τυχοδιωκτικών και ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών τους».

Η ελληνική εξωτερική πολιτική υπέστη πρόσφατα ένα διπλό φιάσκο, σύμφωνα με την εκτίμηση του κ. Λαφαζάνη:

«Η Αθήνα είδε να καταρρέει η πολυδιαφημισμένη Συμφωνία των Πρεσπών που με απαράδεκτες υποχωρήσεις, βεβιασμένες αντιδημοκρατικές διαδικασίες και κάτω από τις γερμανο-αμερικάνικες εντολές, υπέγραψε με τα Σκόπια, με ορατούς πλέον τους κινδύνους να αξιοποιηθούν από τη γείτονα ως κεκτημένα οι ρυθμίσεις των Πρεσπών για να εγερθούν πρόσθετες απαιτήσεις και διεκδικήσεις με την ανοχή και την κάλυψη των ευρωατλαντικών μας εταίρων.

Το δεύτερο πρόσφατο φιάσκο της ελληνικής πολιτικής υπήρξε η υπογραφή της ελληνοαμερικανικής δήθεν αμυντικής συμφωνίας με την οποία η Ελλάδα μετατρέπεται σε αμερικανική στρατιωτική αποικία και στρατιωτικό οικόπεδο των νεοψυχροπολεμικών εξορμήσεων των ΗΠΑ και μάλιστα χωρίς η χώρα μας να λάβει το παραμικρό αντάλλαγμα και την παραμικρή δέσμευση και εγγύηση για την ασφάλεια της και την προάσπιση των δικαιωμάτων της από τις προκλήσεις και τις απειλές που αντιμετωπίζει, πέρα από ανώδυνες φραστικές τοποθετήσεις κατανόησης.

Είναι, τουλάχιστον, κωμικοτραγικό η Ελλάδα, διατρέχοντας μείζονες κινδύνους, να δίνει απλόχερα ως υποτελής τα εδάφη τον αέρα, τα λιμάνια, τις θάλασσες της και τις υποδομές της για να στηρίξει την πολιτικοστρατιωτική παρουσία μιάς ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης που ξεπέφτει και να ακούει από τον Πρόεδρο της ότι είναι θαυμαστής και οπαδός του ηγέτη της Τουρκίας, σύμβολο αυταρχισμού, που αμφισβητεί, προκαλεί και απειλεί όλα όσα στοιχειοθετούν την κυριαρχία της Ελλάδας και της ήδη κατεχόμενης στο βόρειο τμήμα της, Κύπρου.

Δεν είναι αλήθεια ο ισχυρισμός ότι η Τουρκία συναντά την στήριξη ή την ανοχή των ισχυρών κέντρων του πλανήτη διότι είναι μία μεγάλη χώρα με νευραλγική γεωστρατηγική θέση.

Αντίθετα, Ελλάδα και Κύπρος, πολύ περισσότερο αν συντονιστούν μεταξύ τους, έχουν εφάμιλλη ίσως και σημαντικότερη γεωπολιτική αξία στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου και στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων.

Η διαφορά είναι ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με την Τουρκία, είναι μιά χώρα βαθιά εξαρτημένη από τα Δυτικά κέντρα και διαθέτει ένα εξίσου βαθιά παραδομένο, διεφθαρμένο, διαπλεκόμενο και ξενόδουλο- κρατικό ολιγαρχικό πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο, ενώ αυτή η δομή υποτέλειας έχει προσλάβει εφιαλτικές διαστάσεις νεοαποικιοποίησης τα τελευταία μνημονιακά χρόνια, καθιστώντας την Ελλάδα κάτι παραπάνω από δεδομένο “άβουλο πιόνι” και άθυρμα των προστατών της.

Χωρίς την ανατροπή αυτής της εθελόδουλης τάξης πραγμάτων για μία ανεξάρτητη πολυδιάστατη πολιτική και μιά εκ βάθρων προοδευτική εσωτερική ανασυγκρότηση, η χώρα μας δεν έχει κανένα μέλλον.

Η Ελλάδα, χωρίς να γυρίσει την πλάτη στη Δύση, χρειάζεται να θέσει σε πρώτη προτεραιότητα την εθνική της ανεξαρτησία και τα νόμιμα συμφέροντα της και στην βάση αυτή να προωθήσει επειγόντως μιά μεγάλη στροφή προς τις ανερχόμενες δυνάμεις της Ανατολής, με σχέσεις στρατηγικής συνεργασίας και αμοιβαίου οφέλους, ιδιαίτερα με την Ρωσία και όχι μόνο».