Οι δανειστές ζητούν σκληρά μέτρα τα οποία η κυβέρνηση δεν μπορεί να τα δεχτεί, παραδέχτηκε ο υπουργός Ναυτιλιακής Πολιτικής Παναγιώτης Κουρουμπλής.
«Η χώρα όλα αυτά τα χρόνια ζει το μαρτύριο των περίφημων διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς και ενώ αντιλαμβάνονται ή οφείλουν να αντιληφθούν ότι αυτές οι απαιτήσεις που θέτουν ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό πάνω στο τραπέζι, δεν οδηγούν σε καμία διέξοδο την οικονομία. Οι απαιτήσεις αυτές μάλλον αρνητικό πρόσημο θα δώσουν στην οικονομία εάν εφαρμοστούν», είπε ο κ. Κουρουμπλής, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό North 98.
Και συμπλήρωσε: «Και η κυβέρνηση δεν είναι θέμα να κάνει πολιτική λαϊκή αλλά αυτό δεν πρόκειται να φέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα στην οικονομία. (...) Ελπίζουμε ότι θα πρυτανεύσει η λογική για να βρεθεί μια λύση και σε αυτό το αδιέξοδο».
«Εκείνο που πραγματικά δεν βλέπει κανείς στις προθέσεις τους είναι να αναζητούν τρόπους πυροδότησης της ανάπτυξης. Αυτή θα έπρεπε να ήταν η προσπάθεια όλων και του ΔΝΤ και των θεσμών και υμών. Αντί να συζητούμε γι αυτά τα ζητήματα ώστε να πάρει η πραγματική οικονομία τα πάνω της να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, μπαίνουμε συνεχώς σε αυτό το σπιράλ των περιορισμών», ανέφερε ο υπουργός.
Στο ερώτημα εάν θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση οι δανειστές με τις απαιτήσεις τους και ποιος είναι ο σκοπός τους πέραν των οικονομικών περιορισμών, ο κ. Κουρουμπλής απάντησε: «Μπορεί να είναι και αυτό άλλα μην φαντάζεστε αν ήταν κάποια άλλη κυβέρνηση θα κάνανε κάτι διαφορετικό άλλωστε το είδαμε όλα αυτά τα χρόνια που ήταν οι κυβερνήσεις στη λογική αυτή που υπονοείτε.»
Όσο για το εάν έπρεπε να υπάρξει μια υπέρβαση των πολιτικών δυνάμεων, ο κ. Κουρουμπλής είπε: «Πράγματι εγώ να το δεχτώ, αλλά δεν ήταν ίδια η κατάσταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κυβερνήσει πίστευε σε ένα άλλο σχέδιο πήγε να το εφαρμόσει, βρήκε τοίχο, έσπασε τα μούτρα του, και αναγκάστηκε σε έναν συμβιβασμό. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να σηκώσει το βάρος, η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την τετραετία θα κάνει ότι είναι δυνατό να εφαρμόσει πολιτικές που υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και στο τέλος της τετραετίας η κοινωνία θα κρίνει».