Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 -

Κώστας Πάσσαρης: Το ιστορικό ενός διαβόητου εγκληματία



Γεννήθηκε στην Αθήνα, πριν από περίπου 43 χρόνια και συγκεκριμένα στις 9 Μαρτίου του 1975 και μεγάλωσε στις προσφυγικές γειτονιές του Παλαιού Φαλήρου παιδί της Μαρίας-Αυγούστας, νεαρής μετανάστριας από τη Ρουμανία και του 17χρονου Κυκλαδίτη Ευάγγελου Πάσσαρη. Η μητέρα του πέθανε, όταν εκείνος ήταν έξι ετών.

Ως παιδί ο Κωνσταντίνος Πάσσαρης ήταν αθλητικός, ατίθασος, με τεράστια αγάπη για τις γρήγορες μηχανές. Ήθελε από νωρίς τα γκάζια μιας χιλιάρας μηχανής και την «μεγάλη ζωή». Δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος, αλλά την εποχή εκείνη έδειχνε να ισορροπεί ανάμεσα στο καλό και το κακό. «Ο κυνισμός και η σκληρότητα του Πάσσαρη ήταν το κάτι άλλο. Η δράση του μπορεί να θεωρηθεί και ως «πρόδρομος» της οργάνωσης «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς»», υποστηρίζει ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης, ο οποίος έχει αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της ακαδημαϊκής του καριέρας στη μελέτη εγκληματιών όπως του Πάσσαρη. Δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο, ήταν όμως έξυπνος και προσαρμοστικός, ικανός να αντεπεξέλθει σε κάθε περίσταση. Ατρόμητος και ολοένα και πιο βίαιος, δύο χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του που αργότερα θα τον κατέτασσαν στην πρώτη θέση της λίστας των πλέον καταζητούμενων εγκληματιών.

Το πρώτο αναμορφωτήριο

Η ταραγμένη παιδική ηλικία τον έφερε αντιμέτωπο με τον νόμο από πολύ νωρίς. Έτσι στα 15 του χρόνια έγινε για πρώτη φορά τρόφιμος του αναμορφωτηρίου (για 6 μήνες αυτή τη φορά) γιατί η Αστυνομία μετά από «καρφωτή» βρήκε κλοπιμαία στο σπίτι του. Και δεν άργησε να συλληφθεί ξανά μόλις βγήκε από το αναμορφωτήριο, αυτή τη φορά με την κατηγορία της επαιτείας. Τελικά αυτό που έδειξε η ιστορία είναι ότι η φυλάκισή του στα 15, κάθε άλλο παρά «αναμόρφωση» του δίδαξε! Λίγο μετά την ενηλικίωσή του γύρω στο 1994  κατατάσσεται στο Στρατό για να υπηρετήσει μέρος της θητείας του στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Κομοτηνή. Αναπόσπαστο -πλέον- κομμάτι της ζωής του οι κλοπές δεν μπορούσαν να λείψουν ούτε από την εποχή της θητείας του. Έτσι τον Ιανουάριο του 1995 συλλαμβάνεται από τη Στρατονομία και πάει στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας – το σημερινό Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων- από όπου δραπετεύει ένα χρόνο μετά για να βρεθεί στα 21 του, καταζητούμενος και λιποτάκτης.

Ο Πάσσαρης καταζητούμενος πια μεταλλάσσεται σε «δημόσιο κίνδυνο (όπως θα τον χαρακτηρίσουν λίγα χρόνια μετά οι διωκτικές αρχές) και ξεκινάει την χρήση των όπλων. Έτσι το 1996 στο  σταθμό του Ηλεκτρικού στην Καλλιθέα ληστεύει υπό την απειλή όπλου πωλήτρια φρούτων. Αστυνομικοί που είχαν ειδοποιηθεί από περαστικούς τον καταδιώκουν, και ο Πάσσαρης ανοίγει πυρ εναντίον τους. «Το βέβαιο είναι ότι πυροβολούσε για να σκοτώσει» έλεγε αργότερα ένας από τους -τότε- διώκτες του. Τελικά ο Πάσσαρης πέφτει συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, στη Χαλκιδική.

Η «στροφή» στο έγκλημα και η «μάχη» στην πλατεία Βάθης

Η Κασσάνδρα για τον Πάσσαρη ήταν η «στροφή» στην καριέρα του! Κάτι σαν πανεπιστήμιο μια και εκεί μέσα γνώρισε τον μετέπειτα συνσυμμορίτη μου, τον Ρουμάνο Nικολάε Γκόρεα με τον οποίο ανέπτυξε μία ισχυρή φιλία μια και η μητέρα του Κώστα ήταν και εκείνη Ρουμάνα. Στη φυλακή έρχεται σε επαφή με άλλους κακοποιούς, γυμνάζεται, μαθαίνει πληροφορίες για τον σκοτεινό κόσμο του εγκλήματος και δημιουργεί δεσμούς με τον υπόκοσμο που θα τον βοηθούσε την ημέρα της αποφυλάκισής του. Σε όλο αυτό το διάστημα η φιλία του Πάσσαρη με τον Γκόρεα γίνεται αδελφική και έτσι οι δυο τους καταστρώνουν σχέδια τα οποία θα έβαζαν σε εφαρμογή μόλις έβγαιναν έξω.

Ο Γκόρεα αποφυλακίζεται στις 12 Νοεμβρίου του 1999 και απελαύνεται από την Ελλάδα. Αυτό δεν τον εμπόδισε βέβαια να επιστρέψει παράνομα λίγες ημέρες μετά. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου αποφυλακίζεται και ο Πάσσαρης. Αμέσων στήνουν την συμμορία τους και στρατολογούν τον -επίσης- Ρουμάνο Ίον Βασίλι. Σύμφωνα με την Αστυνομία, οι τρεις τους πραγματοποιούν μέσα σε τρεις εβδομάδες (31 Ιανουαρίου με 17 Φεβρουαρίου του 2000), πάνω από 12 ένοπλες ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας. Είχαν προμηθευτεί περίστροφα, αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες και κυκλοφορούσαν σαν «αστακοί». Μαρτυρίες θυμάτων έλεγαν ότι ο Πάσσαρης είχε απίστευτες εκρήξεις βίας. Αυτό εξηγήθηκε από τους αστυνομικούς αργότερα μια και ανακάλυψαν ότι έκανε  χρήση κοκαΐνης (κάθε μέρα που περνούσε η ποσότητα που έπαιρνε γινόταν μεγαλύτερη), κάτι που δικαιολογούσε την αστάθεια του χαρακτήρα του και των αντιδράσεών του

Τα ξημερώματα Σαββάτου της 19ης Φεβρουαρίου 2000 (έχουν περάσει μόνο δύο μήνες από την αποφυλάκισή του), η συμμορία του Πάσσαρη πέφτει σε τυχαίο μπλόκο της –τότε- Ομάδας «Σ» στην πλατεία Βάθης. Ο Πάσσαρης και τα πρωτοπαλίκαρά του δε καλοβλέπουν τον έλεγχο ρουτίνας μια και το αυτοκίνητο ήταν κανονικό οπλοστάσιο και έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη κάνουν την οδό Μαιζώνος «πεδίο μάχης». Με αυτόματα Uzi γαζώνουν το πλήρωμα του περιπολικού. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή, δύο αστυνομικοί τραυματίζονται, ενώ πέφτει νεκρός ο πρόσφατα τρατολογημένος Ρουμάνος ο Ίον Βασίλι.

«Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ». Πάσσαρης και Γκορέα καταφέρνουν να διαφύγουν. «Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ», απειλούσε ο κακοποιός λίγες μέρες αργότερα, στον ραδιοφωνικό σταθμό Alpha. Το περιστατικό στην Μαιζώνος έφερε τον Πάσσαρη στην πρώτη θέση των καταζητούμενων εγκληματιών στη χώρα! Η ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. ξεκινά ένα αγωνιώδες ανθρωποκυνηγητό μια και τα ΜΜΕ είχα μετατρέψει τον Πάσσαρη στο «πρόσωπο του πρωτοσέλιδου». Δεν περνάνε ούτε τρεις μέρες και ο Πάσσαρης έρχεται ξανά αντιμέτωπος με τους διώκτες του στις 22 Φεβρουαρίου. Έχει αφήσει μουσάκι φοράει μπλε καπέλο τζόκεϊ και κρύβεται στην περιοχή της πλατείας Αμερικής. Έχει επισκεφθεί ένα μπαρ μαζί με μία γυναίκα. Αξιωματικοί της Ασφάλειας Αττικής έχουν φθάσει στα ίχνη του και τον παρακολουθούν, περιμένοντας να βγει έξω για να τον συλλάβουν – όπως και έκαναν. Ο Πάσσαρης ήταν οπλισμένος με εννιάρι πιστόλι, που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει. Ο Αντώνης Αραβαντινός που ήταν στην ομάδα σύλληψης έλεγε λίγα χρόνια μετά αυτά που του είπε εκείνο το βράδυ ο Πάσσαρης: «Παρατηρώ τις χαμένες δυνατότητες του παρελθόντος να πλέουν δίπλα μου σαν ναυάγια και ένα από τα ναυάγια γράφει το όνομά σου. Τώρα πρέπει να σε σκοτώσω»!

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο αδερφικός του φίλος και πρώην συγκρατούμενός του ο Nικολάε Γκόρεα πέφτει νεκρός στην Πετρούπολη, σε συμπλοκή με αστυνομικούς. Ένας κάτοικος είχε τηλεφωνήσει στην Άμεση Δράση για ληστεία σε τράπεζα στην οδό Δωδεκανήσου. Και ο ληστής είναι ο Γκόρεα. Φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο και κρατούσε ένα σάκο με βαρύ οπλισμό. Όταν έφτασαν στο σημείο οι αστυνομικοί έβγαλαν τα όπλα και του φώναξαν «ψηλά τα χέρια». Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της ΕΛ.ΑΣ., ο Ρουμάνος έκανε μία απρόσεκτη κίνηση. Το σημείο έγινε για μία ακόμα φορά πεδίο μάχης γιατί ο αδελφικός φίλος του Πάσσαρη αρνήθηκε να παραδοθεί. Αυτή τη φορά όμως η «μάχη» κράτησε λίγα λεπτά μια και ο Γκόρεα έπεσε νεκρός με μία σφαίρα στο κεφάλι. Ένα ήταν όμως βέβαιο μετά από εκείνη τη στιγμή: Ότι ο Πάσσαρης ήταν μόνος του,  τυφλωμένος από μίσος και «διψασμένος» για εκδίκηση,

Μετά από αυτά ο Πάσσαρης οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού. Εκεί ο Πάσσαρης ήταν από τους πιο δύσκολους και απείθαρχους κρατούμενους. Ο γνωστός αρχιφύλακας του Κορυδαλλού και για πολλά χρόνια πρόεδρος της Ομοσπονδίας Σωφρονιστικών Υπαλλήλων, Αντώνης Αραβαντινός, έλεγε για τον Πάσσαρη:

«Δύσκολο παιδί, πολύ δύσκολο. Από τους Έλληνες κρατούμενους, ο πιο δύσκολος. Ο Πάσσαρης ήταν οπαδός του πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή της αυτοδικίας. Είχε μια τάση να ιδεολογικοποιεί την παραβατικότητά του, το είχε ανάγκη ως άλλοθι. Διάβαζε “Πραγματεία περί Βίας”, “Αφήγηση ενός Ναυαγού”, Τσόμσκι… Τον έφαγε κι αυτόν η κόκα. Μ’ έβαλε στο μάτι. Έστειλε τον Ραντουκάνου σπίτι μου. Μόλις πήγα να παρκάρω στην πυλωτή, τον κατάλαβα γιατί πήγε να κρυφτεί, βγήκα έρποντας από πίσω του και τον σημάδεψα με το πιστόλι. Έχω απέχθεια στα όπλα, αλλά λέω ας ρίξω μία αν χρειαστεί, μην πάω και ατουφέκητος. Ο Ραντουκάνου μου τα είπε όλα και τον άφησα να φύγει. Δεν ήξερα αν έκανα καλά. Την επόμενη μέρα, ο Πάσσαρης ζήταγε ακρόαση στο γραφείο μου. Δεν τον δέχτηκα και πήγα εγώ στο κελί του. Μου είπε, “υτυχώς που έγινες φύλακας και δεν έγινες παράνομος. Έλεγα να σε σκοτώσω, αλλά άφησες το φίλο μου να φύγει, άρα τώρα, θα σκοτώσω εγώ όποιον σε πειράξει”.

Η μοιραία 16η Φεβρουαρίου 2001

Μετά από παράπονά του για κρίσεις επιληψίας, στις 7 Φεβρουαρίου 2001 το δικαστικό συμβούλιο διέταξε τη μεταγωγή του Πάσσαρη στο νοσοκομείο. Έτσι στις 16 του ίδιου μήνα δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών, οι Aθανάσιος Δρακόπουλος (47 ετών) και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος (49 ετών) και ο σωφρονιστικός υπάλληλος του Υπ. Δικαιοσύνης Ανδρέας Φυσέκης (33 ετών) ανέλαβαν να συνοδεύσουν τον Πάσσαρη από τις φυλακές Κορυδαλλού στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας.

«ΠΡΟΣΟΧΗ! Άκρως επικίνδυνος απόδρασης, οι συνοδοί θα παρίστανται κατά την εξέταση μέσα στο ιατρείο». Αυτό έγραφε η εντολή μεταγωγής. Όμως παρά τη σαφή προειδοποίηση, η μεταφορά του ανατέθηκε σε δύο αστυνομικούς των οποίων η καριέρα έβαινε προς τη δύση της και σ’ έναν νεαρό σωφρονιστικό υπάλληλο. Όταν ο Αλεβιζόπουλος έφτασε στις φυλακές Κορυδαλλού, ενημερώθηκε ότι θα παραλάβει τον πλέον επικίνδυνο κακοποιό της Ελλάδας. Δεν είχαν διαταχτεί επιπλέον μέτρα ασφαλείας ή προστασίας. «Είχαν στείλει το «αρνί» να φυλάξει τον «λύκο»», υποστηρίζει ο Αλέξης Αναγνωστάκης, δικηγόρος της οικογένειας Αλεβιζόπουλου και προσθέτει: «Τη μοιραία μέρα, δεν είχε καν υπηρεσία».

Άγνωστο πως, ο Πάσσαρης είχε καταφέρει να προμηθευτεί ένα πιστόλι. Με την είσοδό στο νοσοκομείο, και ενώ φορούσε χειροπέδες, κατάφερε με γρήγορες κινήσεις να πυροβολήσει και να σκοτώσει τους δύο αστυνομικούς, καθώς και να τραυματίσει σοβαρά τον Φυσέκη, ο οποίος τελικά κατάφερε να επιζήσει.

Σύμφωνα με την διήγηση του Φυσέκη:

«Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.». Ο Πάσσαρης δραπέτευσε, εκμεταλλευόμενος την σύγχυση και τον πανικό, και συνέχισε την εγκληματική του δράση με νέες ληστείες, αλλά και με την δολοφονία της Βουλγάρας ιερόδουλης Μπλάνκα Σλάβτσεβα, αφού πρώτα είχαν συνευρεθεί ερωτικά.

Ελεύθερος και πιο βίαιος από ποτέ

Ελεύθερος από φυσικά και ηθικά δεσμά, ο Πάσσαρης θα γίνει πιο βίαιος από ποτέ. Στις 26 Φεβρουαρίου 2001, κλέβει από κατάστημα στην οδό Αναπαύσεως μία χιλιάρα Honda. Έπειτα από τρεις ημέρες, εμφανίζεται με συνεργό του σε πρακτορείο της ΔΕΗ στο Περιστέρι. Φοράει μαύρη κουκούλα και κρατάει στα χέρια του ένα εννιάρι Luger. Εξαναγκάζει τους τρεις υπαλλήλους να του παραδώσουν τα χρήματα, αλλά μάλλον δεν τους εμπιστεύεται και περνάει ο ίδιος πίσω από τα γκισέ, για να αδειάσει τα ταμεία που είχαν 3 εκατ. δραχμές. Εξαπολύει απειλές και βγαίνει τρέχοντας από το πρακτορείο. Ανεβαίνει στη μηχανή που οδηγεί ο συνεργός του. Στο εσωτερικό του πρακτορείου της ΔΕΗ βρίσκεται ο φύλακας, ο οποίος μολονότι οπλοφορούσε, κατά τη διάρκεια της ληστείας επέλεξε να προσποιηθεί τον πελάτη.

Μαζί μ’ έναν υπάλληλο, θα επιχειρήσει να τον καταδιώξει, για να τον συλλάβει. Βρίσκει κάλυμμα πίσω από ένα αυτοκίνητο και πυροβολεί δύο φορές στον αέρα για εκφοβισμό, ενώ ο υπάλληλος τρέχει πίσω από τη μηχανή και πετάει ένα σιδερένιο τασάκι στον Πάσσαρη. Τότε, ο κακοποιός γυρίζει από τη θέση του συνεπιβάτη, σκοπεύει κατά του υπαλλήλου και πυροβολεί δύο φορές στο ψαχνό. Εν συνεχεία πυροβολεί κατά του φύλακα, αλλά αστοχεί. Ο υπάλληλος δεν στέκεται εξίσου τυχερός: η μία σφαίρα τον έχει βρει στο πόδι, αλλά η δεύτερη έχει καρφωθεί στον δεξιό πνεύμονα, στη βάση του περικαρδίου. «Τυφλό τραύμα του θώρακος προκληθέν δια βλήματος πυροβόλου όπλου από το οποίο επήλθε ο θάνατος», θα γνωματεύσει ο ιατροδικαστής.

Η δολοφονία της 22χρονης εκδιδόμενης Blaga Slavcheva

Τη νύχτα της 24ης Απριλίου, ο Πάσσαρης θα κλέψει μια σκούρα BMW από μάντρα αυτοκινήτων στη Νίκαια. Στις 8:30 το βράδυ της 8ης Μαΐου, θα παρκάρει το BMW έξω από ταξιδιωτικό γραφείο επί της οδού Αριστείδου στον Πειραιά. Φορώντας την ίδια κουκούλα και κρατώντας το ίδιο όπλο, ο Πάσσαρης θα κολλήσει το εννιάρι του στον κρόταφο μίας υπαλλήλου. Με τη βάση του όπλου θα τη χτυπήσει στο πρόσωπο προκαλώντας της δύο θλαστικά τραύματα, ώστε να την εξαναγκάσει να του παραδώσει 200.000 δραχμές. Ο Πάσσαρης θα βγάλει την κουκούλα και θα υποχρεώσει την υπάλληλο να κλειστεί στην τουαλέτα.

Δύο ημέρες αργότερα, θα προβεί σε ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματά του. Στις 6 το απόγευμα της 10ης Μαΐου, εμφανίζεται σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής του Μοσχάτου μαζί με την 22χρονη εκδιδόμενη Blaga Slavcheva. Το επόμενο πρωί φεύγουν μαζί από το ξενοδοχείο, με τον Πάσσαρη να φορά στρατιωτική φόρμα με μπλε τσέπες στο πλάι, μπλε τζόκεϊ και να τοποθετεί το δεξί του χέρι στο πρόσωπο, ώστε να μην τον αναγνωρίσουν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου. Ο Πάσσαρης και η 22χρονη Blaga επιβιβάζονται στο κλεμμένο BMW και κατευθύνονται προς το Παλαιό Φάληρο. Όταν φθάνουν στο άλσος του Τροκαντερό, ο Πάσσαρης αναγκάζει την 22χρονη να κατέβει. Φοβάται ότι τον έχει αναγνωρίσει από τις φωτογραφίες στα δελτία ειδήσεων. Σηκώνει το εννιάρι του και από απόσταση 50 εκατοστών την πυροβολεί στο κεφάλι. Σαν να μην τρέχει τίποτα, μπαίνει ξανά στο BMW και λίγη ώρα αργότερα –δεν έχουν περάσει καν δύο ώρες από τη δολοφονία- εντοπίζει ένα ταξιδιωτικό γραφείο επί της Ποσειδώνος.

Έχει φορέσει γυαλιά οράσεως, για να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του και φοράει χειρουργικά γάντια για να μην αφήσει δακτυλικά αποτυπώματα. Υπό την απειλή όπλου αρπάζει 500 χιλιάδες δραχμές από τα ταμεία και αναγκάζει δύο γυναίκες υπαλλήλους να μπουν στην τουαλέτα, όπου τις κλειδώνει μέσα. Αμέσως μετά, κατευθύνεται στην πλατεία Ιπποδάμειας στον Πειραιά και μπουκάρει σαν ανεμοστρόβιλος σε κατάστημα χρωμάτων, απειλώντας την ιδιοκτήτρια και την κόρη της, για να του δώσουν τα λεφτά από το ταμείο (80 χιλιάδες δραχμές), ενώ τις οδηγεί στο υπόγειο, προτού διαφύγει. Όμως, η κόρη καταφέρνει να λυθεί και να ειδοποιήσει την Αστυνομία.

Το πλήρωμα της Άμεσης Δράσης εντοπίζει το BMW του Πάσσαρη και ακολουθεί καταδίωξη. Τον στριμώχνουν σε αδιέξοδο και του φωνάζουν να βγει από το αυτοκίνητο με τα χέρια ψηλά. «Ήρεμα και αποφασιστικά έλαβε εις χείρας του ένα πιστόλι, το όπλισε και σκόπευσε προς το σημείο όπου ευρισκόμασταν με σκοπό να μας θανατώσει. Καλυφτήκαμε και διέφυγε στο σκότος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αστυφύλακας Δ. στην ένορκη κατάθεσή του.

Το φιάσκο του Νέου Κόσμου και η παραίτηση του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ.

Τον Ιούλιο του 2001 αστυνομικοί έκαναν έφοδο σε διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54, όπου – σύμφωνα με πληροφορίες της Ασφάλειας Αττικής – υπήρχαν όπλα, χειροβομβίδες, ασύρματοι, λίστες με τις συχνότητες της Αστυνομίας και ναρκωτικά. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν επί τόπου τον Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, πρώην κρατούμενο των φυλακών. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προέκυψαν στοιχεία ότι ο Πολυδωρόπουλος, όχι μόνο υπήρξε συγκρατούμενος του Πάσσαρη, αλλά ήταν και κατά περίσταση συγκάτοικοι σε εκείνο το ίδιο διαμέρισμα. Τότε παρουσιάστηκε μια μοναδική ευκαιρία σύλληψης του Πάσσαρη.

Τελικά στις 31 Ιουλίου του 2001, σε μια γιγαντιαία επιχείρηση, δεκάδες αστυνομικοί πήραν θέση στους δρόμους γύρω από την πολυκατοικία, ενώ επτά άνδρες των ΕΚΑΜ περίμεναν τον Πάσσαρη μέσα στο διαμέρισμα. Ο Πάσσαρης γύρισε το κλειδί στην πόρτα για να μπει. Η βιασύνη των αστυνομικών, που του φώναξαν «ακίνητος» πριν μπει μέσα, του έδωσε την ευκαιρία να αποδράσει, παρά το γεγονός ότι μια σφαίρα ενός αστυνομικού τον τραυμάτισε στο πόδι.

Μετά την αποτυχία της επιχείρησης, παραιτήθηκε ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αντιστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος, αξιωματικός με σημαντικές επιτυχίες, που απολάμβανε της εκτίμησης πολλών ηγετικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ και κυρίως του Ευάγγελου Γιαννόπουλου που τον είχε προωθήσει στην αρχηγία πριν από τρία χρόνια, το 1998.

Η δολοφονία της γιατρού και οι πυροβολισμοί για ένα βλέμμα

Ο Πάσσαρης έχει πλέον μετατραπεί σε ανοιχτή πληγή για την ΕΛ.ΑΣ. μετά την ντροπιαστική διαφυγή από τον Νέο Κόσμο. Τα ίχνη του διαβόητου κακοποιού εντοπίζονται ξανά στις 11 Αυγούστου 2001. Κινείται με μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού στην οδό Λυκούργου στην Καλλιθέα. Προπορεύεται ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επιβαίνει ένας Αλβανός υπήκοος με την κοπέλα του. Καθώς πραγματοποιεί ελιγμούς για να παρκάρει το αυτοκίνητο, ο Πάσσαρης προσεγγίζει το αυτοκίνητο και καρφώνει με τα μάτια του τον οδηγό. «Θες κάτι;», τον ρωτάει ο οδηγός, για να του απαντήσει ο Πάσσαρης, καθώς βγάζει το όπλο του, «γιατί ρε, τι θέλεις;». Χωρίς δισταγμό, πυροβολεί τον οδηγό και την κοπέλα του. Ο άνδρας πάτησε γκάζι για να διαφύγει, αλλά ακόμη και τότε ο Πάσσαρης συνέχισε να πυροβολεί. Μία από τις σφαίρες βρήκε τη νεαρή συνοδηγό στην περιοχή της ωμοπλάτης.

Στις 4 το μεσημέρι της 28ης Αυγούστου, ο Πάσσαρης μπαίνει σε φαρμακείο επί της οδού Πιπίνου στην Κυψέλη. Η φαρμακοποιός τον ρωτά εάν θέλει κάτι, εκείνος δεν απαντά και αποχωρεί. Μισή ώρα μετά, μπαίνει ξανά στο φαρμακείο, στο οποίο βρίσκεται η φαρμακοποιός και η -γιατρός στο επάγγελμα- αδερφή της και φωνάζει, «Μην κουνηθείτε». Δεν απαντά στις ερωτήσεις των δύο γυναικών και όταν αυτές κινούνται προς το μέρος του, βγάζει το όπλο και τις πυροβολεί από απόσταση μισού μέτρου. Ο Πάσσαρης δεν παίρνει ούτε τα χρήματα από την ταμειακή ούτε τα φάρμακα από τα ράφια. Απλά, τις πυροβόλησε και έφυγε.

Η γιατρός τραυματίστηκε θανάσιμα, ενώ η φαρμακοποιός γλίτωσε τον κίνδυνο έπειτα από σειρά επεμβάσεων. Σύμφωνα με μαρτυρικές καταθέσεις που περιλαμβάνονται στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, η φαρμακοποιός, προτού χάσει τις αισθήσεις της, προσπάθησε να κλειδώσει το κατάστημα (προφανώς με κάποιον αυτόματο μηχανισμό) αλλά ο Πάσσαρης κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι περίοικοι φώναζαν, «Αυτός είναι ο κλέφτης, πιάστε τον».

«Η κυνικότητα που έδειχνε ο Πάσσαρης, οι εκτελέσεις χωρίς λόγο, τον κατατάσσουν μεταξύ των εγκληματιών που βγήκαν εκτός ορίων», Γιάννης Πανούσης, καθηγητής Εγκληματολογίας.

Η διαφυγή στη Ρουμανία και η σύλληψη

Διαφεύγοντας την σύλληψη, ο Πάσσαρης βγήκε από την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2001 με πλαστό διαβατήριο και κατέφυγε στην Ρουμανία, συνεχίζοντας τις ληστείες. Τα ξημερώματα της 25ης Nοεμβρίου του 2001, κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος στο Βουκουρέστι, σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο και αφαίρεσε 16.000 δολάρια.

Η ρουμανική αστυνομία, σε συνεργασία με την ελληνική, συνέλαβε έναν συνεργό του, εμπλεκόμενο σε κυκλώματα μαστροπείας,ο οποίος τους οδήγησε στον Πάσσαρη, τον οποίο συνέλαβαν με έφοδο. Αφού συνελήφθη και παρέμεινε υπόδικος για αρκετούς μήνες, τελικά οδηγήθηκε σε δικαστήριο του Bουκουρεστίου και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για τη ληστεία και τη διπλή ανθρωποκτονία στο ανταλλακτήριο του Βουκουρεστίου. Μέχρι σήμερα κρατείται στις ρουμανικές φυλακές της Κραϊόβα. Σήμερα όμως ο Κώστας Πάσσαρης δέχεται συχνά επισκέψεις από έναν ιερέα, ο οποίος τον εξομολογεί. Ο ίδιος λέει πως έχει μετανιώσει και πλέον θέλει να μονάσει στο Άγιον Όρος.

Πολύ πριν από το μακελειό στο Νοσοκομείο «Γεννηματάς», ο Πάσσαρης είχε «προφητεύσει» την κατάληξή του: «Γνωρίζω ότι το να πεθάνω ή να μπω στη φυλακή με ισόβια έχει να κάνει με τον λογικό υπολογισμό των πιθανοτήτων», είχε δηλώσει κυνικά ο κακοποιός. A television image shows Greek Constantinos Passaris, 26, being detained by Romanian police in Bucharest, November 27, 2001. Passaris, who escaped from a Greek prison, is the main suspect in a double murder at an exchange office in Bucharest. REUTERS/Str

Σήμερα βρίσκεται στις φυλακές-κόλαση της πόλης Κραϊόβα, στη Ρουμανία. Ο αγώνας για την έκδοσή του στη χώρα μας συνεχίζεται.

Ο Γογοθάς της έκδοσης στην Ελλάδα και οι αναβολές λόγω γραφειοκρατίας

Η περιπέτεια της έκδοσης ξεκίνησε το 2006 όταν  η οικογένεια του αστυνομικού Διονύση Αλεβιζόπουλου, υπέβαλε αίτημα να εκδοθεί στην Ελλάδα ώστε να δικαστεί για τα εγκλήματά του. Οι ελληνικές Αρχές απάντησαν στην οικογένεια του θύματος ότι το αίτημα έκδοσης «μελετάται». Δέκα χρόνια μετά και το αίτημα ήταν ακόμη υπό μελέτη, με τις Αρχές να μην έχουν κάνει τίποτα, αρνούμενες να ενεργοποιήσουν διακρατική συμφωνία Ελλάδας-Ρουμανίας, βάσει της οποίας θα μπορούσε να εκδοθεί προσωρινά στη χώρα μας.

Τον Δεκέμβριο του 2015 υποβλήθηκε νέο αίτημα, ενώ παράλληλα εστάλη επιστολή-κραυγή αγωνίας στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλο.

Τελικά, το ελληνικό κράτος ανταποκρίθηκε και απέστειλε στη Ρουμανία αίτημα για προσωρινή έκδοση του κακοποιού. Παράλληλα, η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών προσδιόρισε την πρώτη δικάσιμο στις 11 Ιανουαρίου 2017, θεωρώντας προφανώς ότι ο χρόνος επαρκεί για την έγκαιρη ολοκλήρωση των διαδικασιών έκδοσης και παράδοσης του κακοποιού στις ελληνικές Αρχές. Τελικά, η δίκη του Πάσσαρη αναβλήθηκε για τον Δεκέμβριο του 2017, αφού τα σχετικά έγγραφα όχι μόνο δεν είχαν αποσταλεί στη Ρουμανία, αλλά δεν είχαν καν φύγει από την Εισαγγελία για μετάφραση.

Τελικά πριν από λίγες ημέρες το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας αποφάσισε να αναβάλλει, για τρίτη φορά, τη δίκη του διαβόητου για τις 17 Απριλίου 2019, καθώς διαπίστωσε πως εξακολουθεί να μην έχει ολοκληρωθεί η διαδικασίας για την προσωρινή έκδοση του Κώστα Πάσσαρη στην χώρα μας.