Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024 -

Η Μακεδονία στη δίνη του Β’ παγκοσμίου πολέμου



Η δεκαετία που έχει ως αφετηρία την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Σεπτέμβριο του 1939, άρχισε με διάχυτη την εντύπωση σε πολλούς κύκλους της Μακεδονίας ότι ο νέος ευρωπαϊκός πόλεμος θα άλλαζε, όπως όλοι οι προηγούμενοι ευρωπαϊκοί πόλεμοι, τον πολιτικό χάρτη της ευρύτερης περιοχής˙ αυτός, άλλωστε, ήταν ο λόγος για τον οποίο οι χώρες της περιοχής είχαν σπεύσει να ταχθούν στο πλευρό του συνασπισμού μεγάλων δυνάμεων που υπολόγιζαν πως θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα εθνικά των συμφέροντα. Το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 μεταξύ της Ελλάδος, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τουρκίας, το οποίο αποσκοπούσε κυρίως να εξουδετερώσει την απειλή που αντιπροσώπευε η αναθεωρητική πολιτική της Βουλγαρίας, είχε ατονήσει, επειδή σύντομα έγινε κατανοητό ότι η Βουλγαρία μπορούσε να απειλήσει το εδαφικό καθεστώς της περιοχής μόνο ως σύμμαχος μιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης ενδεχόμενο το οποίο προοδευτικά παρέλυσε και εν τέλει αχρήστευσε το Βαλκανικό Σύμφωνο, επειδή καμιά συμβαλλόμενη χώρα δεν μπορούσε να στηριχθεί για την ασφάλειά της στο σύμφωνο, με τη Βουλγαρία σύμμαχο μιας από τις αναθεωρητικές μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, της Ιταλίας ή και της Γερμανίας. Από τις χώρες-μέλη του συμφώνου, η Ελλάς και η Τουρκία φάνηκαν να κλίνουν προς το διαφαινόμενο μέτωπο της Αγγλίας και της Γαλλίας εναντίον των δυνάμεων του Άξονος, η Γιουγκοσλαβία κινήθηκε προκλητικά προς συμβιβασμό με τη Βουλγαρία και συνάμα έτεινε χείρα φιλική προς την Ιταλία, η δε Ρουμανία προσανατολίσθηκε προς τη Γερμανία εξ ανάγκης αλλά και λόγω της συνάφειας του καθεστώτος της προς αυτό της Γερμανίας.

Η Βουλγαρία, αρνούμενη να αποδεχθεί το εδαφικό καθεστώς που είχε προέλθει από τις συνθήκες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και να εγκαταλείψει τις μεγαλοϊδεατικές της βλέψεις εις βάρος των γειτόνων της, δέχθηκε τις θωπείες της Ιταλίας και της Γερμανίας, οι οποίες επιδίωκαν να την χρησιμοποιήσουν, προκειμένου να προωθήσουν τις επιδιώξεις τους στην περιοχή και αφέθηκε στις επινοήσεις και ακροβασίες ενός εξόχως καιροσκόπου μονάρχη. Ο βουλγαρομακεδονικός αλυτρωτισμός και ο ένοπλος κλάδος του, ο κομιτατζηδισμός, κρατούσαν σε καθεστώς ομηρείας τον πολιτικό κόσμο της Βουλγαρίας και υπονόμευαν κάθε προσπάθεια χαράξεως και ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής επί τη βάσει ορθολογικής αναλύσεως όλων των αντικειμενικών δεδομένων της εποχής. Η Βουλγαρία, το 1939, φαινόταν να οδεύει ασυγκράτητη προς μία ακόμη καιροσκοπική εμπλοκή της στο νέο πόλεμο και προς μια ακόμη συντριβή της.

Η Ελλάς, αντιμέτωπη με τον καιροσκοπισμό της Γιουγκοσλαβίας, τον επιθετικό αλυτρωτισμό της Βουλγαρίας και την αναξιόπιστη στήριξη της Τουρκίας, επιδίωκε να διατηρήσει τις βόρειες εδαφικές της προσκτήσεις ουσιαστικά με τις εθνικές της δυνάμεις. Η επίσημη βρετανική υποστήριξη, όπως εκδηλώθηκε τον Απρίλιο του 1939 με τις ταυτόχρονες εγγυήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας προς την Ελλάδα και τη Ρουμανία, εκάλυπταν την εθνική ανεξαρτησία της χώρας από επίθεση κυρίως της Γερμανίας, αλλά δεν προέβλεπαν ελληνοβρετανικές συνομιλίες -όπως επιθυμούσε η Ελληνική Κυβέρνηση-, ώστε ν’ αποφύγει η Βρετανική Κυβέρνηση συμβατικές υποχρεώσεις απέναντι στην Ελλάδα στα βόρεια σύνορα της χώρας.

Η εθνολογική κατάσταση της Μακεδονίας, ύστερα από είκοσι χρόνια υποχρεωτικών ή οικειοθελών μετακινήσεων πληθυσμών μεταξύ των τριών χωρών που είχαν απελευθερώσει τα εδάφη της με στόχο πρωταρχικό την εθνική ομοιογένεια, αντανακλούσε τις επιδιώξεις των τριών χωρών. Η ελληνική Μακεδονία, μετά την αποχώρηση 380.000 Μουσουλμάνων και 100.000 και πλέον Σλαβομακεδόνων και την εγκατάσταση 640.000 Ελλήνων προσφύγων, παρουσίαζε εθνολογική σύνθεση ριζικά διαφορετική από αυτήν της εποχής των Βαλκανικών Πολέμων. Η σύνθεσή της ήταν προϊόν εθνικής επιλογής. Προϊόν εθνικής επιλογής ήταν εν πολλοίς και η εθνολογική σύνθεση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, αλλά η εκστρατεία εκσερβισμού της, παρά την εκδίωξη των Ελλήνων Βλάχων, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η βουλγαρική Μακεδονία, τέλος, περαιτέρω «εκμακεδονίσθηκε» με την εγκατάσταση της πλειονότητας των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος που κατέφυγε στη Βουλγαρία με τη Σύμβαση του Νεϊγύ (1919). Η Ελλάς και η Γιουγκοσλαβία είχαν επιδιώξει να ενσωματώσουν οργανικά τα αντίστοιχα τμήματα της Μακεδονίας που είχαν απελευθερώσει, αλλά μόνο η Ελλάς είχε επιτύχει τον επιδιωκόμενο στόχο. Η Βουλγαρία, αντιθέτως, κατέστησε το μακεδονικό τμήμα της ανοιχτό και ‘στρατιωτικό’ σύνορο, το οποίο αναμενόταν εν ευθέτω χρόνω να διευκολύνει την ενσωμάτωση στη Βουλγαρία και των ελληνικών και γιουγκοσλαβικών τμημάτων της Μακεδονίας.

Όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μακεδονία υπήρξε και πάλι το Μήλον της Έριδος μεταξύ της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, όπως αναμενόταν άλλωστε˙ με παραλλαγές επαναλήφθηκαν οι ρόλοι των τριών χωρών, επαναλήφθηκαν και οι έξωθεν επεμβάσεις της Γερμανίας υπέρ των Βουλγάρων και της Βρετανίας υπέρ των Ελλήνων, αλλά νέοι παράγοντες καθιστούσαν την κατάσταση εξόχως περίπλοκη και τις αναλογίες με την κατάσταση κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αστήρικτες ή και παραπλανητικές. Στον εθνικισμό του πρώτου πολέμου είχαν προστεθεί δύο νέοι παράγοντες, ο κομμουνισμός και ο φασισμός, οι οποίοι επέτειναν τις εθνικές συγκρούσεις στη Μακεδονία. Ο κομμουνισμός, ιδίως, επέδρασε καταλυτικά στις πολιτικές εξελίξεις, επειδή εν πολλοίς υπήρξε το όχημα που μετέφερε εθνικές επιδιώξεις. Με αυτή του δε την ιδιότητα παραπλάνησε όλους εκείνους που επίστευαν ότι ο εθνικισμός έδινε πλέον τη θέση του στον κομμουνισμό. Στην περίπτωση των Σλαβομακεδόνων της Γιουγκοσλαβίας, ο κομμουνισμός υπήρξε η εθνογενετική των μήτρα.

Το Σεπτέμβριο του 1939, ωστόσο, όταν η Ευρώπη κατολίσθησε για δεύτερη φορά σ’ έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, όλα αυτά φάνταζαν ουτοπικές επιδιώξεις. Όλα έδειχναν ότι η διεθνής αυτή κρίση, όπως και τόσες άλλες στο παρελθόν -η κρίση της Αιθιοπίας το 1935-1936, η κρίση του Μονάχου το 1938-, θα τερματιζόταν με τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Άλλωστε, οι ειδήσεις από τα γεγονότα που συγκλόνιζαν την υπόλοιπη Ευρώπη έφθαναν στις ενδιαφερόμενες χώρες μέσω του ελεγχόμενου Τύπου, αλλά κυρίως με τη μορφή φημών. Τα χρόνια και τα γεγονότα που μεσολάβησαν έκτοτε, ιδίως δε η επικράτηση των αρχών και των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και η συντριβή του φασισμού ως συστήματος διακυβερνήσεως στην Ευρώπη, δυσχεραίνουν την αναπαράσταση της ‘ατμόσφαιρας’ στην οποία διαμορφωνόταν η κοινή γνώμη της εποχής.

Δυσδιάκριτες σήμερα είναι και ορισμένες πραγματικότητες, οι οποίες υπήρξαν έκτοτε -και ιδίως τα τελευταία χρόνια- αντικείμενο έρευνας και οι οποίες εξηγούν εν πολλοίς τη σφοδρότητα των παθών που προκάλεσε ο πόλεμος και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Τέτοιες πραγματικότητες ήσαν η βραδεία ενσωμάτωση της ευάριθμης και διακριτής τότε κοινότητας των Προσφύγων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδίως από την ελληνική πλευρά των συνόρων, οι προστριβές μεταξύ των Προσφύγων και των Σλαβομακεδόνων πάλι από την ελληνική πλευρά των συνόρων, ο φόβος που προκαλούσε σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα η δράση των Κομμουνιστών, για το λόγο ότι τα κομμουνιστικά κόμματα της εποχής ήσαν φορείς εντεταλμένης ανατροπής του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος και η συνακόλουθη ευρεία συναίνεση για την καταστολή αυτής της δράσεως. Τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον του Κομμουνισμού ήσαν αποτέλεσμα των αντικομμουνιστικών καθεστώτων της εποχής -τόσο των δικτατορικών όσο και των μη δικτατορικών- στην ευρύτερη περιοχή, τα δε κατασταλτικά μέτρα ευνοούσαν την επίδειξη υπερβάλλοντος ζήλου από τα όργανα της τάξεως με την ανοχή των πολιτικών Αρχών συνήθως. Στο κλίμα των προστριβών μεταξύ γηγενών και επήλυδων, τα κατασταλτικά μέτρα των αρχών και ο υπερβάλλων ζήλος των οργάνων της τάξεως δημιουργούσαν την εντύπωση διωγμού, όχι μόνο των αντιφρονούντων Κομμουνιστών Σλαβομακεδόνων, αλλά των Σλαβομακεδόνων γενικώς. Την εντύπωση αυτή έχει καλλιεργήσει τελευταίως η μεταμοντερνίζουσα ιστοριογραφία, παρόλο που οι διαθέσιμες πηγές δε στηρίζουν ανάλογη εντύπωση. Σε αντίθεση προς άλλα δικτατορικά καθεστώτα της περιοχής, το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά στην Ελλάδα (1936-1941) δεν έθεσε ποτέ σε εφαρμογή- ούτε άλλωστε είχε- πολιτική εθνοκαθάρσεως στη χώρα.

Ο πόλεμος που μαινόταν στη Βόρεια Ευρώπη έφθασε εν τέλει και στη Νότια, όταν η Ιταλία επετέθη εναντίον της Ελλάδος από την Αλβανία στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, οι δε σύμμαχοι της Ελλάδος, η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία, τήρησαν στάση ουδετερότητας, όπως άλλωστε αναμενόταν. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στα βορειοδυτικά σύνορα της Ελλάδος, σε συνδυασμό αφενός με την κομμουνιστική δράση στους κόλπους των Σλαβομακεδόνων της χώρας και αφετέρου με την επιπολάζουσα βουλγαροφιλία στους σλαβομακεδονικούς θυλάκους της ελληνικής Μακεδονίας, εν όψει μάλιστα της προφανούς κλίσεως της Βουλγαρίας προς την πλευρά της Ιταλίας και της Γερμανίας, προκάλεσαν επιδείνωση της ήδη τεταμένης καταστάσεως που επικρατούσε στην περιοχή.

Δεν είναι εύκολο σήμερα να αποδοθεί η κατάσταση αυτή, ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων, αλλά την κατάσταση υποδεικνύουν ορισμένες ενέργειες των αρχών της περιοχής. Η Δυτική Μακεδονία, αλλά εν όψει της σαφούς απειλής από την Βουλγαρία και ολόκληρη η Μακεδονία, αποτελούσε ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, οι ελληνικές στρατιωτικές και διοικητικές αρχές προέβησαν για λόγους ασφαλείας στην απομάκρυνση των Σλαβομακεδόνων Κομμουνιστών ή και βουλγαροφίλων που δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στις αρχές, από τις παραμεθόριες επαρχίες στο εσωτερικό. Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός αυτών των εκτοπισθέντων Σλαβομακεδόνων, ούτε είναι δυνατό να διακριθούν από άλλη κατηγορία Σλαβομακεδόνων εκτοπισθέντων της ίδιας περίπου εποχής, των αρρένων γονέων και ενηλίκων αδελφών κληρωτών Σλαβομακεδόνων που αυτομολούσαν στους Ιταλούς. Ούτε των τελευταίων είναι γνωστός ο αριθμός, ούτε είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους αυτομολούσαν. Οι Ιταλοί ήθελαν να πιστεύουν ότι οι αυτόμολοι Σλαβομακεδόνες είχαν συγκινηθεί από τις ιταλικές υποσχέσεις ότι, αφού κατελάμβαναν την Ελλάδα, θα παραχωρούσαν στους Σλαβομακεδόνες καθεστώς αυτονομίας. Μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, αναφέρονται μερικές εκατοντάδες Σλαβομακεδόνων αιχμαλώτων πολέμου των κατακτητών σε διάφορα μέρη της χώρας, για την τύχη των οποίων ενδιαφέρθηκαν οι βουλγαρικές αρχές στην Ελλάδα. Οι Βούλγαροι εθεωρούσαν τους Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος Βουλγάρους, προσπαθούσαν δε να πείσουν τους συμμάχους των να αναλάβουν αυτοί την προστασία τους στην κατεχόμενη χώρα.

Οι εκτοπισθέντες Σλαβομακεδόνες, Κομμουνιστές ως επί το πλείστον, αλλά και άρρενες συγγενείς αυτομόλων Σλαβομακεδόνων κληρωτών καθώς και οι ίδιοι οι αυτόμολοι κληρωτοί προστέθηκαν στους Σλαβομακεδόνες Κομμουνιστές που είχαν διωχθεί κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας του Μεταξά για τα φρονήματά τους. Όλοι αυτοί καθώς και οι εκ παραδόσεως βουλγαρόφιλοι Σλαβομακεδόνες της Μακεδονίας, αποτέλεσαν πυρήνες έντονης δυσαρέσκειας εναντίον των ελληνικών αρχών και επίδοξους συνεργάτες των Βουλγάρων, των Ιταλών και των Γερμανών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η κολακεία και οι υποσχέσεις από τους κατακτητές σε συνδυασμό με διάφορα ευεργετήματα όπως τρόφιμα, ζωοτροφές, υποτροφίες σε νέους για σπουδές στη Βουλγαρία ή στη βουλγαροκρατούμενη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, δεν έμειναν χωρίς ανταπόκριση: μερικές χιλιάδες καιροσκόποι Σλαβομακεδόνες οδηγήθηκαν στη συνεργασία με τους κατακτητές και στην άρνηση της Ελλάδος, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω.

Η κατάληψη της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας από τις δυνάμεις του Άξονος, τον Απρίλιο του 1941, είχε ως συνέπεια την κατάτμηση της Μακεδονίας σε ζώνες κατοχής ή συγκεκαλυμμένης κυριαρχίας. Η Γερμανία κατέλαβε την ελληνική Κεντρική Μακεδονία, δυτικώς του Στρυμόνος και ανατολικώς των Γρεβενών και της Καστοριάς, έναν ευρύ «διάδρομο» απαραίτητο για την ακώλυτη επικοινωνία με το Αιγαίο, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Βόρειο Αφρική. Η Γερμανία δεν είχε εδαφικές βλέψεις εις βάρος της Ελλάδος, αλλά κατείχε την περιοχή αυτή για την απρόσκοπτη διεξαγωγή του πολέμου στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρειο Αφρική. Συγκεκαλυμμένες εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδος είχε η Ιταλία, η οποία προσάρτησε το δυτικό τμήμα της ελληνικής Δυτικής Μακεδονίας και το αλβανόφωνο τμήμα της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας στο υπό σύσταση ιταλικό προτεκτοράτο της Αλβανίας, με σκοπό την ένταξη της χώρας στην προσδοκώμενη μετά τον πόλεμο ιταλική αυτοκρατορία, την «Τρίτη Ρώμη» των Ιταλών Φασιστών. Λιγότερο συγκεκαλυμμένες ήσαν οι προθέσεις της Βουλγαρίας ως προς το μέλλον της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία της εποχής, αλλά και μεταγενεστέρων εποχών, θεωρούσε την ελληνική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, την «Αιγαιίδα» όπως αποκαλούσε τα δύο διαμερίσματα της Ελλάδος, οργανικό τμήμα της «ιστορικής» Βουλγαρίας και, από κοινού με τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, αναπόσπαστο μέρος της «νέας» Βουλγαρίας μετά τον πόλεμο. Η Γερμανία, αν και δεν επέτρεψε στη Βουλγαρία να προσαρτήσει επίσημα την ελληνική Μακεδονία και τη Θράκη ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος και για να μην προκαλέσει την οργή της Ελλάδος, άφησε στη σύμμαχό της ελευθερία κινήσεων στις κατεχόμενες χώρες, τις οποίες η Βουλγαρία, όπως υποστήριζε, τις είχε «απελευθερώσει» από τον ελληνικό και σερβικό «ζυγό». Αξίζει να αναφερθεί εν προκειμένω ότι στη βουλγαρική ιστοριογραφία, την παλαιότερη αλλά και την πρόσφατη, η βουλγαρική κατοχή στις εν λόγω περιοχές αναφέρεται με τον όρο «παρουσία».

Η βουλγαρική κατοχή τμημάτων της ελληνικής και γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και η ελεύθερη δράση Βουλγάρων αξιωματικών συνδέσμων στα φρουραρχεία των συμμάχων των στην υπόλοιπη ελληνική Μακεδονία ενίσχυσαν τον καιροσκοπισμό πολλών βουλγαροφίλων Σλαβομακεδόνων και συνέβαλαν στην περαιτέρω ένταση των παθών καθώς και της καχυποψίας και του φόβου όλων στην περιοχή. Η κάμψη της ελληνικής Αντιστάσεως εναντίον των Γερμανών εισβολέων στη Βόρειο Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941 και η συνακόλουθη κατάρρευση του μετώπου εναντίον των Ιταλών, σε συνδυασμό με την αναχώρηση για τη Νότιο Ελλάδα δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη βόρειο χώρα, ιδίως στη Θράκη και τη Μακεδονία, δημιουργούσαν κλίμα ανασφάλειας στους κατοίκους γενικά της περιοχής ενισχύοντας το θράσος των κάθε λογής καιροσκόπων, μάλιστα δε των Σλαβομακεδόνων και των Βλάχων καιροσκόπων.

Την εμφάνιση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στα Βλαχοχώρια της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας γενικά συνόδευαν διάφοροι Βλάχοι που έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους κατακτητές, ως οδηγοί και διερμηνείς των κατακτητών, έναντι διαφόρων ωφελειών, τις οποίες οι Ιταλοί δεν είχαν λόγους να αρνηθούν, προκειμένου να διευκολύνουν το έργο τους. Από τους πιο δραστήριους τέτοιους αρνησιπάτριδες και τυχοδιώκτες Βλάχους υπήρξε ο Αλκιβιάδης Διαμάντης από τη Σαμαρίνα της Πίνδου, παλαιός ρουμανόφιλος και τότε ιταλόφιλος Βλάχος. Ο Διαμάντης δέχθηκε να προωθήσει μεταξύ των Βλάχων της Πίνδου την ιταλικής εμπνεύσεως αυτονομία των Βλάχων υπό τη σκέπη της κραταιάς Ρώμης στο θνησιγενές «Πριγκηπάτο της Πίνδου». Το όραμα του Διαμάντη δεν είχε μεγάλη απήχηση˙ οι περισσότεροι Βλάχοι δε συγκινήθηκαν από τις υποσχέσεις του τυχοδιώκτη από τη Σαμαρίνα, αφενός γιατί γνώριζαν τις κατά καιρούς μεταμορφώσεις του και αφετέρου -και κυρίως- γιατί δεν ήσαν διατεθειμένοι να αρνηθούν την ελληνική πατρίδα, στη δημιουργία της οποίας είχαν συμβάλει αποφασιστικά από την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Παρασύρθηκαν, ωστόσο, περί τους 2.000 Βλάχοι και σχημάτισαν την περιβόητη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», πολιτική οργάνωση με ηγέτη τον Διαμάντη, τον οποίο διαδέχτηκε άλλος Βλάχος τυχοδιώκτης, ο Νικόλαος Μανούσης, δικηγόρος που διέθετε και ένοπλο τμήμα, ένα είδος πολιτοφυλακής στην υπηρεσία των ιταλικών στρατιωτικών αποσπασμάτων που διενεργούσαν επιδρομές στα χωριά εις αναζήτηση τροφίμων και όπλων.

Η δράση μελών της «Λεγεώνος», ιδίως των ενόπλων μελών της οργανώσεως, δημιούργησε σοβαρά προβλήματα όχι τόσο στα θύματα των επιδρομών των ενόπλων Λεγεωναρίων όσο στους ίδιους τους Βλάχους, επειδή έσπειρε την καχυποψία και το μίσος στους κόλπους των βλαχικών κοινοτήτων, αλλά και επειδή στον παραδοσιακό κόσμο της εποχής οι πράξεις ορισμένων μελών μιας κοινότητας εξέθεταν ολόκληρη την κοινότητα ως συνυπεύθυνη. Παλαιά πάθη, από την εποχή ακόμη της δράσεως πρακτόρων της Ρουμανίας για τον προσεταιρισμό των Βλάχων της Μακεδονίας, αλλά και η δυσαρέσκεια που είχαν προκαλέσει ορισμένα μέτρα της Ελληνικής Κυβερνήσεως και των στρατιωτικών αρχών ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών, όπως η επίταξη υποζυγίων και ζωοτροφών για τις ανάγκες του πολέμου, διευκόλυναν τον προσεταιρισμό ορισμένων Βλάχων από τους Ιταλούς, οι οποίοι αποσκοπούσαν αφενός να χρησιμοποιήσουν τους συνεργαζόμενους Βλάχους για τις ανάγκες τους και αφετέρου να διασπάσουν τη συνοχή του πληθυσμού για την ευχερέστερη καθυπόταξή του.

Η αυτονομιστική κίνηση των Βλάχων της «Λεγεώνος» δεν επεκτάθηκε εκτός της ιταλικής ζώνης κατοχής, χαρακτηριστικό που φανερώνει την ετερόφωτη υπόστασή της, υπήρξε δε βραχύβια: διαλύθηκε το 1942 και το επόμενο έτος, όταν συνθηκολόγησε η Ιταλία, οι πρωτεργάτες της κινήσεως αναζήτησαν καταφύγιο στις πόλεις της Ελλάδος ή στη Ρουμανία, όπου πολλοί εξ’ αυτών έσπευσαν να προσχωρήσουν στο κομμουνιστικό καθεστώς που επιβλήθηκε με τη συνδρομή της Σοβιετικής Ενώσεως μετά τον πόλεμο. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, οι πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κινήσεως δικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου, ερήμην οι περισσότεροι, στη Λάρισα και καταδικάσθηκαν σε βαρύτατες ποινές. Ωστόσο ο Εμφύλιος Πόλεμος, που ακολούθησε, συνέβαλε ώστε να λησμονηθούν οι προδοτικές πράξεις πολλών αυτονομιστών Βλάχων, ορισμένοι εξ’ αυτών, ας σημειωθεί, έσπευσαν να συνταχθούν με την κυβέρνηση της χώρας στον πόλεμο κατά των Κομμουνιστών Ανταρτών.

Σοβαρότερη, από κάθε άποψη, υπήρξε κίνηση στους κόλπους των Σλαβομακεδόνων υπέρ των Βουλγάρων στην ελληνική Μακεδονία και κυρίως στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Στην τότε «Επαρχία του Βαρδάρη» και κατόπιν «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» (τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), ο βουλγαρικός στρατός κατοχής εισήλθε ως απελευθερωτής και έγινε δεκτός από μεγάλο μέρος του σλαβικού πληθυσμού ως απελευθερωτής. Στην ελληνική Μακεδονία αντιθέτως, στο τμήμα τουλάχιστον της ελληνικής Μακεδονίας στο οποίο εισήλθε βουλγαρικός στρατός το 1941 και παρέμεινε, η ανταπόκριση των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος υπήρξε περιορισμένη, μάλλον απογοητευτική για τους Βουλγάρους. Μεγαλύτερη απήχηση είχε ο βουλγαρικός μεγαλοϊδεατισμός την ίδια εποχή σε περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας, όπως οι παραμεθόριες επαρχίες των νομών Καστοριάς, Φλωρίνης και Πέλλης, όπου είχαν διατηρηθεί σλαβομακεδονικοί θύλακοι και εστίες βουλγαροφιλίας σε αυτούς. Η περιορισμένη απήχηση της βουλγαρικής στρατιωτικής και πολιτικής παρουσίας στην ελληνική Μακεδονία, εν αντιθέσει προς την απήχηση της βουλγαρικής στρατιωτικής και πολιτικής παρουσίας στη γειτονική γιουγκοσλαβική Μακεδονία, οφειλόταν σε δύο κυρίως λόγους: α΄) στο μικρό ποσοστό πληθυσμού που αντιπροσώπευαν οι Σλαβομακεδόνες στην ελληνική Μακεδονία και β΄) στον εξελληνισμό, από την άποψη της γλώσσας και του φρονήματος, της συντριπτικής πλειοψηφίας των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος.

Η προϊούσα ελληνοφωνία των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος από την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού τουλάχιστον και η αδιαμφισβήτητη ελληνοφροσύνη μεγάλου μέρους αυτών όταν δοκιμάσθηκε η ελληνοφροσύνη των κατά τη διάρκεια του σκληρού αγώνα μεταξύ των Ελλήνων και Βουλγάρων για την εκδήλωση του φρονήματός των, αποτελούσαν αδιαφιλονίκητα δεδομένα, τα οποία δυσχέραιναν σοβαρά τη διείσδυση της προπαγάνδας των Αρχών και των πρακτόρων της Βουλγαρίας στους κόλπους των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος. Στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, αντιθέτως, οι πολιτικές στρατιωτικές αρχές της Βουλγαρίας έδρασαν σε πρόσφορο περιβάλλον, κυρίως επειδή εκεί η αφομοίωση των Σλαβομακεδόνων, οι οποίοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, δε σημείωσε επιτυχία ανάλογη προς αυτήν που σημειώθηκε στην ελληνική Μακεδονία.

Η διαφορετικής κλίμακας απήχηση της βουλγαρικής παρουσίας στα δύο κυριότερα τμήματα της Μακεδονίας, στο ελληνικό και το γιουγκοσλαβικό, φάνηκε στο βαθμό συνεργασίας των Σλαβομακεδόνων με τους κατακτητές στα δύο διαμερίσματα. Στην ελληνική Μακεδονία, στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική όσο και στη γερμανοκρατούμενη Κεντρική και την ιταλοκρατούμενη Δυτική, μικρό μόνο μέρος των Σλαβομακεδόνων συνεργάσθηκε με τους κατακτητές. Στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, αντιθέτως, σημαντικό μέρος του σλαβομακεδονικού πληθυσμού συνεργάσθηκε με τις δυνάμεις κατοχής της Βουλγαρίας.

Σημαντική διαφορά υπήρξε και στην Αντίσταση, στα δύο αυτά διαμερίσματα της Μακεδονίας, κατά των δυνάμεων κατοχής του Άξονος. Στην ελληνική Μακεδονία περισσότεροι Σλαβομακεδόνες τάχθηκαν από την αρχή στο πλευρό των αντιστασιακών οργανώσεων και λιγότεροι στο πλευρό των δυνάμεων κατοχής, οι αντιστασιακοί δε ήσαν εκείνοι που πρωτοστάτησαν στον προσεταιρισμό των Σλαβομακεδόνων που συνεργάσθηκαν με τους κατακτητές. Στους σλαβομακεδονικούς θυλάκους της ελληνικής Μακεδονίας, η κομμουνιστική αντιστασιακή δράση εκδηλώθηκε χωρίς την καθυστέρηση που παρουσίασε η αντίστοιχη αντιστασιακή δράση στη σλαβομακεδονική γιουγκοσλαβική Μακεδονία, για το λόγο κυρίως ότι στην ελληνική Μακεδονία το κομμουνιστικό κίνημα δεν είχε τις «δουλείες» του αντιστοίχου κινήματος στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, όπου η τοπική κομμουνιστική ηγεσία είχε από το 1940 τεθεί υπό βουλγαρική κομμουνιστική κηδεμονία.

Στη γιουγκοσλαβική ή -σωστότερα- στη σερβική Μακεδονία, δεν υπήρχε τοπικό κομμουνιστικό κόμμα, αλλά οι Κομμουνιστές του τόπου ήσαν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας. Την άνοιξη του 1940, ο Γεώργιος Δημητρώφ (Giorgi Dimitrov) έστειλε στη σερβική Μακεδονία, με τη σύμφωνη γνώμη του Ιωσήφ Μπροζ, του Τίτο (ο οποίος τότε ανέλαβε Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΓ), το Μεθόδιο Σατόρωφ (Metodija Šatorov) από τη Μόσχα, την έδρα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Σατόρωφ ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας και πρώην μέλος του διεθνιστικού κλάδου της ΕΜΕΟ, της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) όπως ήταν γνωστή. Το ίδιο έτος, τον Οκτώβριο του 1940, οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές υπό τον Τίτο αναγνώρισαν στους Σλαβομακεδόνες της σερβικής Μακεδονίας το δικαίωμα της ισοτιμίας σε μια ομοσπονδία γιουγκοσλαβικών λαών. Η αναγνώριση αυτή, όπως ήταν επόμενο, ευνοούσε την ανάπτυξη του «μακεδονισμού» στους κόλπους των Σλαβομακεδόνων της χώρας, αλλά τον «μακεδονισμό» αυτό δεν ευνοούσε η Βουλγαρία.

Η σερβική επιρροή φαινόταν να δύει στη σερβική Μακεδονία και η βουλγαρική επιρροή να ανατέλλει˙ τα βουλγαρικά στρατεύματα που εισήλθαν στη χώρα τον Απρίλιο, έγιναν δεκτά με έκδηλο ενθουσιασμό από το σλαβομακεδονικό πληθυσμό. Οι βουλγαρομακεδόνες πρόσφυγες που είχαν σπεύσει εκεί νωρίτερα, είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την υποδοχή του βουλγαρικού στρατού. Οι εξελίξεις, ωστόσο, δε δικαίωσαν τις προσδοκίες των Βουλγάρων. Οι αλβανόφωνες επαρχίες του Τετόβου, του Γκόστιβαρ, της Δίβρας, της Στρούγγας και της Αχρίδας εντάχθηκαν στην ιταλοαλβανική ζώνη κατοχής, οι επαρχίες Μοναστηρίου και Σκοπίων, τα δύο σλαβομακεδονικά διαμερίσματα, απετέλεσαν χωριστά διοικητικά διαμερίσματα, ενώ από την ελληνική Μακεδονία μόνο η Ανατολική κατελήφθη από το βουλγαρικό στρατό, χωρίς μάλιστα να προσαρτηθεί στη Βουλγαρία. Η ‘απελευθέρωση’ της Μακεδονίας που ευαγγελιζόταν η Βουλγαρία πριν από τον πόλεμο αλλά και ο κυριότερος λόγος της εξόδου της σε αυτόν στο πλευρό της Ιταλίας και της Γερμανίας, παρέμενε υπόσχεση ανεκπλήρωτη. Επίσης, τους Σέρβους ανωτέρους υπαλλήλους στις υπηρεσίες της σερβικής Μακεδονίας αντικατέστησαν τώρα Βούλγαροι διοικητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι δεν έκρυβαν την περιφρόνησή τους προς τους Σλαβομακεδόνες. Την επιδίωξη των Σέρβων να εκσερβίσουν τη χώρα διαδέχθηκε η επιδίωξη των Βουλγάρων να την εκβουλγαρίσουν. Τον αρχικό ενθουσιασμό στους κόλπους της ΕΜΕΟ του Ιβάν Μιχαήλωφ, του φιλοβουλγαρικού κλάδου της οργανώσεως, διαδέχθηκαν απογοήτευση και έκδηλη δυσαρέσκεια. Στην ελληνική Ανατολική Μακεδονία, οι βουλγαρικές αρχές κατοχής επέβαλαν καθεστώς που αποσκοπούσε στο βίαιο εκβουλγαρισμό της χώρας, με την επιδίωξη του ελληνικού πληθυσμού και την προσπάθεια να προσελκύσουν Βουλγάρους ή Βουλγαρομακεδόνες από τη Βουλγαρία, αλλά χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Το δεύτερο μέτρο απέδωσε πενιχρά κέρδη, ενώ το πρώτο σκλήρυνε την αντοχή των Ελλήνων και ευνόησε την ανάπτυξη της ενόπλου αντιστάσεως στην περιοχή. Σύντομα ωστόσο, καθώς οι τύχες πολέμου φαίνονταν να ευνοούν τις δυνάμεις που αγωνίζονταν εναντίον του Άξονος, άρχισε να αλλάζει και η κατάσταση στη Μακεδονία.

Ένας νέος παράγων εμφανίσθηκε στη χώρα και επέδρασε ως καταλύτης, η αντίσταση εναντίον των κατακτητών, ιδίως δε η κομμουνιστοκίνητη αντίσταση. Στην ελληνική Μακεδονία η αντίσταση εκδηλώθηκε με διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή χαρακτηριστικά, εξαιτίας διαφορετικών τοπικών παραγόντων. Στην Ανατολική Μακεδονία, η αντίσταση εναντίον των βουλγαρικών αρχών κατοχής ήταν καθολική, με την έννοια ότι δεν υπήρξαν κρούσματα συνεργασίας με τις αρχές κατοχής, παρόλο που οι αντιστασιακές οργανώσεις ανήκαν εξ’ αρχής σε δύο στρατόπεδα, ένα εαμικό και το άλλο αντιεαμικό.

Στην ελληνική ανατολική Μακεδονία εκδηλώθηκε μία από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις σε όλη την Ελλάδα, στη Δράμα και την περιοχή της, σοβαρή εξέγερση, το Σεπτέμβριο του 1941, εναντίον των βουλγαρικών αρχών κατοχής. Η εξέγερση, την οποία οργάνωσαν και προκάλεσαν στελέχη του ΚΚΕ χωρίς την έγκριση των κεντρικών οργάνων του κόμματος, κατεπνίγει στο αίμα από τις βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες επέδειξαν τόση αγριότητα και φάνηκαν τόσο προετοιμασμένες για την καταστολή της εξεγέρσεως, ώστε να γεννηθούν ερωτηματικά, τότε αλλά και αργότερα, ως προς τη σχέση των Αρχών με την εκδήλωσή της. Η εξέγερση χρησίμευσε στις βουλγαρικές αρχές κατοχής ως ανέλπιστη ευκαιρία να εξοντώσουν ή να εκδιώξουν τον ελληνικό πληθυσμό από τα χωριά και τις πόλεις της περιοχής. Το Δοξάτο, η Δράμα και πολλά χωριά πλήρωσαν βαρύτατο φόρο αίματος ως συνέπεια της εξεγέρσεως˙ τόσο βαρύ, ώστε να διερωτάται εύλογα ο ερευνητής: μήπως γνώριζαν οι βουλγαρικές αρχές όσα σχεδίαζαν οι Κομμουνιστές συνωμότες που προκάλεσαν την εξέγερση; Δεν υπάρχουν ωστόσο στοιχεία που να στηρίζουν αυτή την υπόθεση. Άλλωστε, δεν κρίνονται οι εξελίξεις ή τα γεγονότα εκ του αποτελέσματος, δηλαδή δεν είναι πάντοτε υπεύθυνοι για την πρόκληση των γεγονότων εκείνοι που ωφελούνται περισσότερο από την έκβασή τους.

Το 1941, επίσης, ανάλογη πρόκληση στη γερμανοκρατούμενη ζώνη της Μακεδονίας, στο Μεσόβουνο της Εορδαίας, αντιμετωπίσθηκε με την ίδια σκληρότητα αλλά σε ασυγκρίτως μικρότερη και περιορισμένη γεωγραφικά κλίμακα. Στο Μεσόβουνο, όπως και στο Δοξάτο και στη Δράμα, τοπικά στελέχη του ΚΚΕ προέβησαν σε άκαιρες επαναστατικές ενέργειες, ανεξάρτητες από τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις των κεντρικών οργάνων του κόμματος. Μια από τις συνέπειες των εξεγέρσεων αυτών και της σκληρής καταστολής των ήταν να καθυστερήσει σοβαρά η κομμουνιστοκίνητη αντιστασιακή δράση και στις δύο περιοχές και να αναπτυχθούν και να εδραιωθούν αντικομμουνιστικές ανταρτικές ομάδες. Οι εξεγέρσεις, ωστόσο, έδειξαν τον προσφορότερο τρόπο εξωθήσεως διστακτικών χωρικών στα ορεινά: την πρόκληση σκληρών αντιποίνων από την πλευρά των αρχών κατοχής.

Στην υπόλοιπη ελληνική Μακεδονία, στη γερμανοκρατούμενη μεσαία ζώνη όσο και στην ιταλοκρατούμενη δυτική ζώνη, η εκδήλωση της κομμουνιστικής εαμικής αντιστάσεως εναντίον των κατακτητών επέδρασε ως καταλύτης, επειδή συνοδεύθηκε από την προσπάθεια εντάξεως όλων των αντάρτικων ομάδων, εαμικών και μη εαμικών, στις μονάδες του ΕΛΑΣ (του στρατιωτικού σκέλους του ΕΑΜ) ή της εξοντώσεως όσων αρνούνταν να ενταχθούν˙ προσπάθεια που εύλογα ερμηνεύθηκε ως εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την πολιτική επικράτηση του ΕΑΜ στις περιοχές που επιδίωξε να ελέγχει διά του ΕΛΑΣ, όπως ο απηνής διωγμός αντιφρονούντων, ο διορισμός πολιτικά προσκείμενων κοινοτικών συμβουλίων, επιτροπών επιμελητείας και λαϊκών δικαστηρίων καθώς και η μονοπώληση της πληροφορήσεως.

Το ΕΑΜ, δηλαδή το ΚΚΕ και μικρότερα αριστερά κόμματα που είχαν δεχθεί να στηρίξουν τους στόχους του ΚΚΕ, επιδίωξε, όταν κατανόησε την ευρεία απήχηση που είχαν τα πατριωτικά του συνθήματα για την απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους κατακτητές, ταυτόχρονα ένα είδος σοσιαλιστικής επαναστάσεως στην ύπαιθρο. Κόμμα κατά κύριο λόγο των εργατών έως τότε, το ΚΚΕ δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τις επαναστατικές προοπτικές στην ύπαιθρο με κύριο φορέα τους χωρικούς. Η εξάρθρωση της αγροτικής οικονομίας αλλά και της νόμιμης ελληνικής εξουσίας, σε συνδυασμό με το ανατρεπτικό κλίμα που καλλιεργούσαν οι έξωθεν παραινέσεις και ευνοούσαν οι διώξεις και οι στερήσεις, προκαλούσαν φυγόκεντρες δυνάμεις που αποδέσμευαν νέους και νέες από τους κόλπους της παραδοσιακής και συντηρητικής κοινωνίας της υπαίθρου της εποχής. Δεν ήσαν Κομμουνιστές οι περισσότεροι από τους νέους και τις νέες που εντάχθηκαν στις εαμικές ανταρτικές ομάδες και εν τέλει στον ΕΛΑΣ˙ οι Κομμουνιστές συνιστούσαν ισχνή μειοψηφία των ανταρτών του κομμουνιστοκίνητου απελευθερωτικού στρατού. Οι περισσότεροι διέφυγαν στα ορεινά και εντάχθηκαν στις ανταρτικές ομάδες για να αποφύγουν διώξεις είτε κινούμενοι από πατριωτισμό είτε για να εκδικηθούν προσωπικούς ή οικογενειακούς αντιπάλους. Σε καταστάσεις πολιτικής ανωμαλίας και ευκολίας εξόδου από τη νομιμότητα, τα κίνητρα όσων κατέφυγαν στις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν στα ορεινά συγκροτήματα της χώρας δεν είναι εύκολο να διαπιστωθούν, ούτε άλλωστε έχει τόση σημασία η διαπίστωσή τους.

Αυτoί οι νέοι χωρικοί και οι νέες, ιδίως των ορεινών περιοχών, εντάχθηκαν και υπηρέτησαν στον ΕΛΑΣ, επειδή το ΕΑΜ διέθετε τον απαραίτητο μηχανισμό στρατολογήσεως και συγκρατήσεώς των στις μονάδες του καθώς και σαφείς αν και όχι διαφανείς σκοπούς. Το ΕΑΜ επίσης διέθετε αξιόπιστο απελευθερωτικό, πατριωτικό λόγο˙ σε αντίθεση προς τα αστικά κόμματα, τα οποία είχαν στηρίξει στο παρελθόν ανελεύθερα και καταπιεστικά καθεστώτα ή τα είχαν ανεχθεί, το ΕΑΜ δεν εβάρυναν τέτοιες δουλείες του παρελθόντος. Ο πατριωτικός του λόγος αφενός σαγήνευε και αφετέρου επικάλυπτε την ανομολόγητη επιδίωξη του ΚΚΕ να διεκδικήσει, με τον εκβιασμό των πολιτικών του αντιπάλων ή με την εξόντωσή τους, την πολιτική ή τη βιολογική, σημαντικό μερίδιο της εξουσίας μετά την Απελευθέρωση ή την απόλυτη εξουσία. Δεν ήταν ή δε φαινόταν να είναι την εποχή αυτή των μεγάλων ανατροπών, των τεραστίων θυσιών και των αχαλίνωτων προσδοκιών, ανεδαφική ή ανέφικτη η διεκδίκηση της εξουσίας από το ΚΚΕ μετά τον πόλεμο˙ οι διακηρύξεις των Συμμάχων που αγωνίζονταν κατά του Άξονος, ιδίως δε αυτές της πανίσχυρης τότε, πολιτικά και ηθικά, Σοβιετικής Ενώσεως, της μητροπόλεως του παγκόσμιου Κομμουνισμού, τη διεκδίκηση της εξουσίας από το ΕΑΜ ευνοούσαν.

Η δυναμική προβολή του ΕΑΜ από τα κομμουνιστικά στελέχη της οργανώσεως ως της μόνης αξιόπιστης και αποτελεσματικής αντιστασιακής δυνάμεως λειτουργούσε, όπως ήδη λέχθηκε, ως καταλύτης. Πολλές ανταρτικές ομάδες εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ, πολλές άλλες διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ και τα μέλη τους ιδιώτευσαν ή διέφυγαν στη Μέση Ανατολή, άλλες τέλος αρνήθηκαν να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ ή να διαλυθούν και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να κρατηθούν και να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, συνήθως χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η ένοπλη αντίδραση κατά των επιθέσεων από μονάδες του ΕΛΑΣ εναντίον ανταρτικών ομάδων που επιδίωκαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, άνοιγε το δρόμο προς την αποδοχή διακριτικής ανοχής ή και προστασίας από τις αρχές κατοχής. Σε πολλές περιπτώσεις, ο αντικομμουνισμός και η αμοιβαία ωφέλεια των αντιεαμικών ανταρτικών ομάδων και των αρχών κατοχής από το κοινό μέτωπο κατά των μονάδων του ΕΛΑΣ διευκόλυναν την περιστασιακή συνεργασία των αντιπάλων του ΕΛΑΣ. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι τα πολιτικά στελέχη των αντιστασιακών οργανώσεων όπως η ΥΒΕ (Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος), η μετέπειτα ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις), δεν είχαν ως αρχικό κίνητρο τον αντικομμουνισμό.

Η αντιστασιακή οργάνωση ΥΒΕ, η οποία εμφανίσθηκε το 1941 στην κεντρική Μακεδονία, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιστασιακής οργανώσεως που δέχθηκε επιθέσεις από τον ΕΛΑΣ, μονάδες της διαλύθηκαν και η οργάνωση η ίδια ουσιαστικά εκφυλίσθηκε, όταν τα στελέχη της εγκατέλειψαν το πεδίο. Την ονομασία της διαλυθείσας οργανώσεως στα πεδινά της Κοζάνης, ιδίως στην επαρχία της Εορδαίας, υιοθέτησαν και χρησιμοποιούσαν αντιεαμικές ομάδες της περιοχής που συνιστούσαν ένα είδος πολιτοφυλακής με την ανοχή ή και την υποστήριξη των γερμανικών αρχών κατοχής. Η περιοχή της Κοζάνης, από την οποία διέρχονταν πολλές σημαντικές οδοί, είχε εύλογα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των γερμανικών στρατιωτικών αρχών, οι οποίες, προκειμένου να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο και την ασφάλεια αυτού του σπουδαίου συγκοινωνιακού κόμβου, ήσαν διατεθειμένες να ανέχονται τέτοιες επικουρικές ένοπλες δυνάμεις που συχνά δημιουργούσαν περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται πως καλούνταν να λύσουν.

Ασυγκρίτως σοβαρότερο ζήτημα δημιουργήθηκε στην ελληνική Δυτική Μακεδονία (καθώς και στην Κεντρική Μακεδονία) από τη φιλοβουλγαρική στάση μερίδας των Σλαβομακεδόνων. Το Μάρτιο του 1943, στην επαρχία της Καστοριάς καθώς και σε αυτές της Φλωρίνης και της γειτονικής Πέλλης έκαναν την εμφάνισή τους, πρώτα στην ιταλοκρατούμενη Καστοριά και εν συνεχεία στις γερμανοκρατούμενες Φλώρινα και Πέλλα, ομάδες ενόπλων Σλαβομακεδόνων, οι οποίες αποτελούσαν τοπικές πολιτοφυλακές στην υπηρεσία των αρχών κατοχής. Ενεργό ρόλο στον προσεταιρισμό Σλαβομακεδόνων και στην ένταξή τους στις πολιτοφυλακές έπαιξαν εξόχως ικανοί και δραστήριοι Βούλγαροι αξιωματικοί σύνδεσμοι στα κατά τόπους ιταλικά και γερμανικά φρουραρχεία. Ένας τέτοιος Βούλγαρος αξιωματικός σύνδεσμος, ο Αντώνιος Κάλτσεφ, ο οποίος καταγόταν από το χωριό της Καστοριάς Σπήλαια, ανέπτυξε σημαντική δράση στο σχηματισμό της σλαβομακεδονικής πολιτοφυλακής Καστοριάς, του περιβόητου «Αξονοβουλγαρομακεδονικού Κομιτάτου ή Οχράνας» και στον εξοπλισμό των μελών του, των «Κομιτατζήδων».

Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι Κομιτατζήδες, των οποίων ο συνολικός αριθμός δεν είναι εύκολο να υπολογισθή εξαιτίας της διαφορετικής προελεύσεως των πηγών, η εγκυρότητα των οποίων δεν είναι δυνατό να ελεγχθή, αποτελούσαν μικρή αλλά υπολογίσιμη μερίδα των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος. Παλαιοί βουλγαρόφιλοι ή γόνοι βουλγαροφίλων ως επί το πλείστον αλλά και πολλοί καιροσκόποι, των οποίων τις επιδιώξεις ευνοούσε η ανώμαλη πολιτική κατάσταση καθώς και αρκετοί που επρόβαλλαν πραγματικές ή υποτιθέμενες διώξεις από τις Αρχές του τόπου ως κίνητρα, δέχθηκαν να οπλισθούν από τις αρχές κατοχής της χώρας εναντίον των ανταρτών των αντιστασιακών οργανώσεων. Πολλοί παλαιοί βουλγαρόφιλοι Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος, κατάλοιπα της επιπολάζουσας βουλγαροφιλίας στους σλαβοφώνους θυλάκους της ελληνικής Μακεδονίας από την εποχή των μεγάλων εθνικών συγκρούσεων στις αρχές του Κ΄ αιώνος, δεν είχαν αποδεχθή την ελληνική κυριαρχία στην περιοχή και οδηγήθηκαν από τα γεγονότα στην πεποίθηση ότι τα μέρη τους θα παραχωρούνταν στη Βουλγαρία.

Δεν είναι επίσης εύκολο να διακρίνει ο ερευνητής το αίτιο από το αιτιατό στο ζήτημα του εξοπλισμού των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος από τις αρχές κατοχής. Ο εξοπλισμός τους στην επαρχία Καστοριάς, το Μάρτιο του 1943, συνέπεσε με την εκδήλωση σοβαρής αντιστασιακής δράσεως στη γειτονική περιοχή του Βοΐου. Αυτή η αντιστασιακή δράση φαίνεται πως υπήρξε ένας από τους λόγους, ίσως ο κυριώτερος, της αποφάσεως των αρχών κατοχής να καταφύγουν στον εξοπλισμό των Σλαβομακεδόνων που φάνηκαν έτοιμοι να αρνηθούν την Ελλάδα υπέρ της Βουλγαρίας. Δεν είναι επίσης γνωστός ο ρόλος, στο σχηματισμό της σλαβομακεδονικής πολιτοφυλακής, Σλαβομακεδόνων όπως ο Ναούμ Πέϊος από το χωριό Γάβρος των Κορεστίων ή ο Ιωάννης Σκόης από το Άργος Ορεστικό, οι οποίοι ευρίσκονταν στη Σόφια τον πρώτο καιρό της κατοχής της χώρας και ανήκαν σε βουλγαρομακεδονικές αλυτρωτικές οργανώσεις. Ας σημειωθή ότι αυτοί και άλλοι βουλγαρόφιλοι Σλαβομακεδόνες της περιοχής διατηρούσαν επαφές με σημαίνοντες Κομμουνιστές όπως ο Ανδρέας Τζήμας, Βλάχος στην καταγωγή από το Άργος Ορεστικό. Όταν ο Τζήμας και τα άλλα στελέχη του ΚΚΕ που συγκρότησαν «ολομέλεια» της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος τον Ιούλιο του 1941, μετά την απελευθέρωση του ίδιου και άλλων στελεχών από την Ακροναυπλία την 1η Ιουλίου του ιδίου έτους, προσπάθησαν να συνδεθούν με την Κομμουνιστική Διεθνή, στον Σκόη προσπάθησαν να στείλουν ως σύνδεσμο άλλο Σλαβομακεδόνα του Άργους Ορεστικού, τον Τηλέμαχο Βερβέρη, ο οποίος κατέληξε, την άνοιξη του 1943, στην τότε σερβική Μακεδονία να διαπραγματεύεται με τον Σφέτοζαρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο, απεσταλμένο του Τίτο στην περιοχή με αυξημένες στρατιωτικές και πολιτικές αρμοδιότητες για τη δημιουργία κοινού στρατηγείου των κομμουνιστικών οργανώσεων της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδος, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας καθώς και για τη διακήρυξη των κομμουνιστικών κομμάτων για την αυτοδιάθεση των «λαών» της Μακεδονίας μετά την απελευθέρωσή της.

Το επεισόδιο αυτό είναι ενδεικτικό της συγχύσεως που επικρατούσε στη Μακεδονία ως προς τις επιδιώξεις και τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων μερών. Όσοι προβάλλονταν ως εκπρόσωποι οργανώσεων, κινημάτων ή ακαθόριστων κοινοτήτων, εκ των πραγμάτων προπαγάνδιζαν ή εκμυστηρεύονταν μέρος μόνο των σχεδίων και των επιδιώξεών τους. Ο Τίτο και τα στελέχη του κομμουνιστικού ανταρτικού κινήματός του επρόβαλλαν από θέση ισχύος στη νότια Βαλκανική φιλελεύθερες θέσεις, όπως η αυτοδιάθεση των λαών, προκειμένου να προσελκύσουν στο πλευρό των τους βουλγαρόφιλους Σλαβομακεδόνες της σερβικής κυρίως Μακεδονίας αλλά και της ελληνικής. Η αυτοδιάθεση των «λαών» της Μακεδονίας των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών ήταν ουσιαστικά η θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας από το 1924 έως το 1935 υπέρ μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης» Μακεδονίας, αναδιατυπωμένη τώρα με όρους που ευνοούσε ο χάρτης του Ατλαντικού του 1941.

Οι Έλληνες Κομμουνιστές, όπως και οι Βούλγαροι σύντροφοί τους, ήσαν σε θέση να εκτιμήσουν τις ηγεμονιστικές διαθέσεις των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών στο ζήτημα της επιζητούμενης διευθετήσεως του Μακεδονικού και διαφωνούσαν, αλλά δεν ήσαν σε θέση να διακόψουν τις σχετικές επαφές με τους Γιουγκοσλάβους. Ο Τίτο και το κίνημά του είχαν προβληθή στο διεθνές προσκήνιο από τους Συμμάχους που πολεμούσαν εναντίον του Άξονος, εν αντιθέσει προς τους Έλληνες και τους Βουλγάρους Κομμουνιστές, οι οποίοι δεν είχαν κατορθώσει να τύχουν ανάλογης προβολής. Οι Έλληνες Κομμουνιστές, μάλιστα, ήσαν απομονωμένοι από τους άλλους Κομμουνιστές της περιοχής και ιδίως από τους Σοβιετικούς, οι δε σχέσεις των με τους Άγγλους ήσαν κάθε άλλο παρά «συμμαχικές».

Ο Ανδρέας Τζήμας, ο οποίος παρενέβη στις συνεννοήσεις του Βερβέρη με τον Τέμπο και ακύρωσε τη συμφωνία τους να διακηρύξουν τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδος και της Βουλγαρίας την απόφασή τους να διασφαλίσουν στους «λαούς» της Μακεδονίας το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιαθέσεως μετά την απελευθέρωση, εξήγησε μετά τον πόλεμο με αφοπλιστική ειλικρίνεια το λόγο για τον οποίο οι Έλληνες Κομμουνιστές απέφευγαν να καταγγείλουν την προκλητική στάση των Γιουγκοσλάβων συντρόφων των στο Μακεδονικό: «Για μας πολύ νωρίς έγινε φανερό ότι πρόκειται να αντιμετωπίσουμε την επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα. Στην πάλη μας με τους Άγγλους δεν είχαμε καμία ελπίδα νίκης αν δεν στηριζόμασταν στο αντάρτικο των γειτονικών λαών και αν δεν ενισχυόμασταν από αυτό. Όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, επαφή με τη Σοβιετική Ένωση και βοήθεια από αυτή δεν μπορούσαμε να έχουμε παρά μόνο από τις γειτονικές μας χώρες. Αυτά ήταν τα κύρια προβλήματα που μας απασχολού[σα]ν. Σε μικρότερο βαθμό ο συντονισμός της ανταρτικής δράσης». «Βοήθεια» στην αναμενόμενη σύγκρουση με τους Άγγλους υπόσχονταν οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές στους Έλληνες συντρόφους τους, ώστε να τους ενθαρρύνουν να συγκρουστούν και να απασχολούν με αυτό τον τρόπο τους Άγγλους στην Ελλάδα, για να προωθήσουν οι Γιουγκοσλάβοι ανενόχλητοι τα σχέδιά τους στη χώρα και στην ευρύτερη περιοχή. Όπως θα εξηγηθή διεξοδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο, η εμπλοκή των Άγγλων και γενικά των Δυτικών Συμμάχων στην εμφύλια σύρραξη στην Ελλάδα ευνοούσε την επικράτηση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, για το λόγο δε αυτόν οι Ανατολικοευρωπαίοι Κομμουνιστές ηγέτες όχι μόνο δεν αποθάρρυναν τους Έλληνες Κομμουνιστές, αλλά αντιθέτως τους ενθάρρυναν να συγκρουστούν με τους Άγγλους υποσχόμενοι βοήθεια. Η συντήρηση της πολιτικής ανωμαλίας στην Ελλάδα συνέβαλε εν τέλει στην επιβολή και την επικράτηση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη.

Σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της κλονισμένης θέσεως του ΚΚΕ στη Δυτική Μακεδονία μετά τις αθρόες συλλήψεις, από τα όργανα της Δικτατορίας Μεταξά, στελεχών του στην περιοχή το 1938 και το 1939, διαδραμάτισαν στελέχη του κόμματος από την Ακροναυπλία την 1η Ιουλίου 1941, με τη μεσολάβηση της Βουλγαρικής Πρεσβείας, όπως αναφέρθηκε. Αυτός άλλωστε ήταν και ο κυριώτερος λόγος της αποφυλακίσεώς τους με την υπόδειξη των μελών του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος, όπως ο Γιάννης Ιωαννίδης, που εκρατούντο στο ίδιο στρατόπεδο. Πολλοί από τους απελευθερωθέντες Κομμουνιστές ήσαν Σλαβομακεδόνες από τις επαρχίες κυρίως της Καστοριάς και της Φλωρίνης. Οι Σλαβομακεδόνες αυτοί αναμένονταν να αναζωογονήσουν τον κλονισμένο κομμουνιστικό μηχανισμό της περιοχής, την εγκατάστασή τους όμως στην περιοχή δε συνόδευαν μόνο οι ευχές της ελληνικής κομμουνιστικής ηγεσίας. Οι Έλληνες Κομμουνιστές ηγέτες έδειχναν ενίοτε αδυναμίες σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, αλλά ασφαλώς δεν ήσαν αφελείς˙ ήσαν σε θέση να εκτιμήσουν ότι το ενδιαφέρον των Βουλγάρων για τους κρατουμένους Σλαβομακεδόνες Κομμουνιστές στην Ακροναυπλία και η απόφασή τους να τους απελευθερώσουν δεν είχαν φιλανθρωπικά κίνητρα. Παρέλκει, λοιπόν, ο σχολιασμός της υποθέσεως, τον οποίο απέφευγαν επιμελώς έκτοτε όλα τα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν γνώση του επεισοδίου ή ενεπλάκησαν σε αυτό.

Οι βουλγαρικές αρχές στην Ελλάδα εγνώριζαν ότι απελευθέρωναν Κομμουνιστές Σλαβομακεδόνες, αλλά υπολόγιζαν πως η παρουσία τους στη Δυτική Μακεδονία θα ήταν χρήσιμη και στη Βουλγαρία, όχι μόνο στους Κομμουνιστές της Ελλάδος. Οι απελευθερωθέντες Σλαβομακεδόνες ήσαν βέβαια Κομμουνιστές, αλλά προέρχονταν από περιοχές που αποτελούσαν θυλάκους επιπολάζουσας βουλγαροφιλίας και ήσαν, δυνάμει, δίαυλοι επικοινωνίας με τους βουλγαρόφιλους Σλαβομακεδόνες του τόπου. Δεν είναι γνωστός ο ρόλος αυτών των Σλαβομακεδόνων στη συγκρότηση των κομιτατζηδικών πολιτοφυλακών˙ ίσως οι Βούλγαροι αξιωματικοί σύνδεσμοι τους παρέκαμψαν. Είναι γνωστή η συμβολή τους, ωστόσο, στην προσπάθεια των κομμουνιστικών αντιστασιακών οργανώσεων να προσελκύσουν στις κομμουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις εκατέρωθεν των συνόρων τους «παραπλανηθέντες» από τους κατακτητές Σλαβομακεδόνες. Η προσέλκυση στην ελληνική Δυτική Μακεδονία συντελέσθηκε, τυπικά, διά του ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), το οποίο ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1943 γι’ αυτό το σκοπό, αλλά ουσιαστικά το θέρος και το φθινόπωρο του 1944, εν όψει της αποχωρήσεως των γερμανικών δυνάμεων από την Ελλάδα˙ τότε όμως οι «παραπλανηθέντες» Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος προσχώρησαν μαζικά στον «μακεδονισμό» που εκπορευόταν από τη νεοϊδρυθείσα Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Από την άνοιξη του 1943 έως και το φθινόπωρο του 1944 στα δύο μεγαλύτερα τμήματα της Μακεδονίας, στην ελληνική και τη σερβική, εκδηλώθηκε σοβαρός ανταγωνισμός για τον προσεταιρισμό των Σλαβομακεδόνων μεταξύ πέντε τουλάχιστον ευδιάκριτων ανταγωνιστών: α΄) των στελεχών της γιουγκοσλαβικής κομμουνιστικής αντιστάσεως, που προωθούσε τον «μακεδονισμό» των Κομμουνιστών της σερβικής Μακεδονίας˙ β΄) των εκπροσώπων της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, που προωθούσαν την ταύτιση των Σλαβομακεδόνων με τη Βουλγαρία˙ γ΄) των στελεχών του Ιβάν Μιχαήλωφ που δρούσαν αυτόνομα από τις βουλγαρικές αρχές αλλά τις βουλγαρικές επιδιώξεις εξυπηρετούσαν˙ δ΄) των ηγετών των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος, οι οποίοι ακολουθούσαν καιροσκοπική κατά βάσιν πολιτική, διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας με τους «μακεδονιστές» της σερβικής Μακεδονίας, τους εκπροσώπους ή τους πράκτορες των Βουλγάρων και την τοπική ελληνική κομμουνιστική ηγεσία και ε΄) της ελληνικής κομμουνιστικής ηγεσίας, η οποία διά του τοπικού ΕΛΑΣ εξεδήλωνε σφοδρή δυσφορία για τις πράξεις των Σλαβομακεδόνων «μακεδονιστών», ενώ διά του ΕΑΜ επεδείκνυε ανεξήγητη τότε ανοχή απέναντί τους. Όπως κατέστη φανερό αργότερα, η εξήγηση της διαφορετικής στάσεως απέναντι στις πρωτεϊκές μεταλλάξεις των Σλαβομακεδόνων ηγετών της Ελλάδος και στην τελική τους προσχώρηση στον «μακεδονισμό» ευρίσκεται στην εξής ιδιομορφία της καταστάσεως στην περιοχή της δράσεως των μονάδων του ΕΛΑΣ: Η 9η Μεραρχία του ΕΛΑΣ, η οποία δρούσε στις επαρχίες Βοΐου, Καστοριάς και Φλωρίνης, αντλούσε το δυναμικό της, αξιωματικούς και αντάρτες, κυρίως από το ελληνόφωνο Βόιο και επιδίωκε τη συντριβή των φιλοβουλγαρικών σλαβομακεδονικών θυλάκων της Καστοριάς και της Φλωρίνης, οι οποίοι συντηρούσαν τις κομιτατζηδικές πολιτοφυλακές και υπονόμευαν τα απελευθερωτικά κηρύγματα του ΕΛΑΣ στην περιοχή. Η επίθεση το Μάιο του 1943 από μονάδα της 9ης Μεραρχίας εναντίον του χωριού της Καστοριάς Λακκώματα, όπου έδρευε ισχυρή κομιτατζηδική μονάδα, φανέρωσε τις επιδιώξεις του τοπικού ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, αντιθέτως, προωθούσε διά του Τζήμα, ο οποίος επιδίωκε στενές σχέσεις με το αντιστασιακό κίνημα των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, διαλλακτική και ανεκτική στάση απέναντι στους Κομιτατζήδες Σλαβομακεδόνες. Μετά την επίθεση του ΕΛΑΣ στα Λακκώματα, ο Τζήμας επέβαλε στον τοπικό ΕΛΑΣ την ανοχή απέναντι στον κομιτατζηδισμό με στόχο τον προσεταιρισμό των Κομιτατζήδων. Επρόκειτο για απόφαση υψηλόβαθμων στελεχών του ΚΚΕ και έπρεπε να γίνει σεβαστή από τον ΕΛΑΣ, ο οποίος εκ των πραγμάτων προωθούσε περισσότερο την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές παρά τα πολιτικά σχέδια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για το μέλλον της χώρας. Κατά τόπους, οι μονάδες του ΕΛΑΣ αντιδρούσαν σε τοπικές προκλήσεις που υπονόμευαν τα πολιτικά σχέδια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, με συνέπεια να θεωρείται απαραίτητη η διορθωτική παρέμβαση υψηλόβαθμων στελεχών του ΚΚΕ ώστε να μη βλάπτονται οι μακροπρόθεσμοι και εν πολλοίς ανομολόγητοι πολιτικοί στόχοι του κόμματος.

Περισσότερο συγκεχυμένη και περίπλοκη ήταν η κατάσταση στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, όπως ήδη αναφέρθηκε, εξ’ αιτίας της ιδιόρρυθμης σχέσεως της Βουλγαρίας με την περιοχή. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, αν και ήταν υποχρεωμένο να διαφοροποιηθή από τη Βουλγαρική Κυβέρνηση στο ζήτημα της βουλγαρικής στρατιωτικής παρουσίας στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και έσπευσε να καταδικάσει την βουλγαρική διοίκηση, απέφυγε να καταδικάσει την ένωση της περιοχής με τη Βουλγαρία που εξήγγειλε η Βουλγαρική Κυβέρνηση, ή να στηρίξει το σύνθημα της αυτοδιαθέσεως των «λαών» της Μακεδονίας στο πλαίσιο μιας ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας. Στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας δρούσε φυσικά η ΒΜΡΟ (Ενωμένη), η τριτοδιεθνιστική οργάνωση που διέθετε την υποστήριξη του γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού αντιστασιακού κινήματος ˙ δρούσαν ωστόσο και πολλές φιλοβουλγαρικές οργανώσεις καθώς και παράρτημα της σερβόφιλης οργανώσεως του Ντράζα Μιχαήλοβιτς. Στην αλβανόφωνη ζώνη δρούσε η αλβανική οργάνωση Μπάλλι Κομπετάρ (Balli Kombëtar).

Η ίδρυση, το Μάρτιο του 1943 και με ενέργειες του τοποτηρητή του Τίτο, του δραστήριου Τέμπο, του Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας υπήρξε πράξη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της ευρύτερης περιοχής. Ο Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Λάζαρ Κολισέφσκι καθώς και τα μέλη της ΚΕ ήταν πρώην μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας και κατευθύνονταν από τον Τίτο διά του Τέμπο. Η προβολή του «μακεδονισμού» ως εθνικής ιδεολογίας των Σλαβομακεδόνων και η διαφαινόμενη ήττα του Άξονος και φυσικά και της Βουλγαρίας συνέβαλαν στην ανάπτυξη της κομμουνιστοκίνητης και από τον Τίτο ελεγχόμενης αντιστάσεως στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία καθώς και στη συγκρότηση αυτόνομης πολιτικής υποστάσεως. Δεν ήταν ακόμη βέβαιο αν ο αρχιτέκτων της νέας πολιτικής οντότητας, της μελλοντικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, θα επεδίωκε εκτός από την επαγγελόμενη ένωση του «μακεδονικού λαού» και των τριών τμημάτων της Μακεδονίας, να την ενσωματώσει στη Γιουγκοσλαβία, σε μια ευρύτερη ένωση της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας ή σε μία βαλκανική ομοσπονδία, μια σοβιετική βαλκανική ομοσπονδία. Εκ των πραγμάτων, ωστόσο, οι ηγέτες των Σλαβομακεδόνων «μακεδονιστών» οδηγούνταν προς την ενσωμάτωση της νέας χώρας σε μια ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία. Τη «γιουγκοσλαβική» λύση του Μακεδονικού Ζητήματος επικύρωσε, το Νοέμβριο του 1943, το «Αντιφασιστικό Συμβούλιο Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας» στο Γιάιτσε της Βοσνίας, την δε αλυτρωτική προοπτική της νέας πολιτικής οντότητας επιβεβαίωσε η επιλογή δύο πρώην στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, του Δήμηταρ Βλαχώφ ως εκπροσώπου της ελληνικής Μακεδονίας και του Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ, ως εκπροσώπου της βουλγαρικής Μακεδονίας.

Όπως αναμενόταν, στην απόφαση των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών για το μέλλον της Μακεδονίας αντιδρούσαν οι Βούλγαροι Κομμουνιστές, οι οποίοι επρόβαλαν το παλαιό σύνθημα για την «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» της ΕΜΕΟ, θέση που εθεωρείτο «ασφαλής» και κρινόταν κατάλληλη για τα συμφέροντα της Βουλγαρίας στο ζήτημα. Επρόκειτο για «αμυντική» θέση των Βουλγάρων Κομμουνιστών απέναντι στην ηγεμονιστική πολιτική των Γιουγκοσλάβων συντρόφων τους. Οι Έλληνες Κομμουνιστές εψέλλισαν και αυτοί κάποιες αντιρρήσεις για την απομάκρυνση από το σύνθημα του 1935 της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την «ισοτιμία των λαών» της Μακεδονίας, αλλά όχι πειστικά, επειδή και αυτοί, όπως και οι Βούλγαροι Κομμουνιστές, ευρίσκονταν έναντι των Γιουγκοσλάβων συντρόφων τους σε μειονεκτική θέση. Οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές, με τη γενικώς αποδεκτή φιλελεύθερη αρχή της αυτοδιαθέσεως των λαών και τον έλεγχο της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος του «λαού» της Μακεδονίας, προωθούσαν τις εθνικές θέσεις της Γιουγκοσλαβίας στο εκκολαπτόμενο πολιτικό μόρφωμα.

Στην ελληνική Μακεδονία το ΣΝΟΦ, η αντιστασιακή οργάνωση των Σλαβομακεδόνων που αναμενόταν να καταστή πόλος έλξεως των «παραπλανημένων» ομογλώσσων τους Κομιτατζήδων, έπαιξε το ρόλο, όπως άλλωστε θα έπρεπε να ανέμεναν εκείνοι που είχαν προωθήσει την ίδρυσή του, διαύλου διοχετεύσεως του μακεδονισμού στους σλαβόφωνους θυλάκους της περιοχής. Δεν κατέστη τελικά το ΕΑΜ των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος, όπως ήθελαν να πιστεύουν τα στελέχη του ΚΚΕ που αποφάσισαν να επιτρέψουν την ίδρυσή του. Ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη αυτής της αποφάσεως, συνέχισε να υποστηρίζει πως έδωσε τη συγκατάθεσή του καλή τη πίστει, δηλαδή χωρίς να υποψιάζεται ότι το ΣΝΟΦ θα πρακτόρευε τον μακεδονισμό στην ελληνική Μακεδονία. Πολύ πιθανό υψηλόβαθμα στελέχη του ΚΚΕ -ο Τζήμας ή και ο Ιωαννίδης- να υποστήριξαν εκ των υστέρων απόψεις που δε γνωστοποίησαν την εποχή που ελήφθησαν αυτές οι σοβαρές αποφάσεις, με συνέπεια πολλά στελέχη στην ελληνική Μακεδονία να μη γνωρίζουν τους λόγους της ανοχής απέναντι στους προκλητικούς πράκτορες του μακεδονισμού και, φυσικά, τους υπευθύνους αυτής της ανεκτικής στάσεως.

Όταν διαπιστώθηκε, την άνοιξη του 1944, η πρακτόρευση του μακεδονισμού από το ΣΝΟΦ στην ελληνική Μακεδονία, τα τοπικά στελέχη του ΚΚΕ έσπευσαν να διαλύσουν την προκλητική οργάνωση, η οποία έδωσε την ευκαιρία στους αντιπάλους του ΚΚΕ να διασύρουν το κόμμα και να υποστηρίξουν ότι οι Έλληνες Κομμουνιστές απεργάζονταν την εκχώρηση της ελληνικής Μακεδονίας στους βόρειους γείτονες της Ελλάδος. Καιροσκόποι Σλαβομακεδόνες πράκτορες του μακεδονισμού όπως ο Ναούμ Πέϊος, ο οποίος είχε στην αρχή υποκύψει στη σαγήνη του βουλγαροκίνητου κομιτατζηδισμού, συνελήφθησαν και κρατήθηκαν για λίγο από μονάδες του ΕΛΑΣ, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι ύστερα από παρέμβαση υψηλόβαθμων στελεχών των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων. Ακολούθησε η σύσταση δύο ταγμάτων Σλαβομακεδόνων στα όρη Βίτσι και Καϊμακτσαλάν αντιστοίχως, με απόφαση πάλι υψηλόβαθμων στελεχών του ΚΚΕ, του Ιωαννίδη ασφαλώς αλλά ίσως και άλλων.

Στις μονάδες των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος παρατηρήθηκε αθρόα κατάταξη «παραπλανημένων» Σλαβομακεδόνων˙ σε διάστημα λίγων μηνών, το άνθος του βουλγαρόφιλου κομιτατζηδισμού της Καστοριάς, της Φλωρίνης και της Πέλλης έσπευσε να καταταγή στα νέα τάγματα, τα οποία αποτελούσαν μονάδες του ΕΛΑΣ αλλά τυπικά μόνο, όπως αποδείχθηκε. Στην πραγματικότητα ήσαν μονάδες υποδοχής πρώην βουλγαρόφιλων Σλαβομακεδόνων, οι οποίοι διά του μακεδονισμού ευρέθηκαν στο στρατόπεδο εκείνων που αναμένονταν να επικρατήσουν μετά την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων από την περιοχή. Κομμουνιστές Σνοφίτες και βουλγαρόφιλοι Κομιτατζήδες, ενθουσιώδεις «Μακεδόντσι» όλοι τους πλέον, αρνήθηκαν τον ΕΛΑΣ και την Ελλάδα και πέρασαν, τον Οκτώβριο του 1944, στη νεότευκτη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη μητρόπολη του κομμουνιστοκίνητου μακεδονισμού. Τα σλαβομακεδονικά τάγματα υπήρξαν η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ, στην οποία εξαγνίσθηκαν από το στίγμα της συνεργασίας με τους κατακτητές οι πρώην βουλγαρόφιλοι Σλαβομακεδόνες. Έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό στη νέα οντότητα προς βορράν των ελληνικών συνόρων από τους Κομμουνιστές Παρτιζάνους του Τίτο, ο οποίος εγκαινίασε έκτοτε και για τα επόμενα χρόνια της εμφύλιας διαμάχης στην Ελλάδα σφοδρές καταγγελίες κατά των Ελλήνων για διώξεις εναντίον των «Μακεδόνων» της Ελλάδος. Η πρώτη τέτοια «δίωξη» συνέβη τον Οκτώβριο του 1944, όταν η διοίκηση του ΕΛΑΣ στη Μακεδονία προσπάθησε να μετακινήσει τα προκλητικά τάγματα των Σλαβομακεδόνων μακριά από τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και τους σλαβόφωνους θυλάκους, όπου πρακτόρευαν τον μακεδονισμό. Ο Ηλίας Δημάκης ή Γκότσης, διοικητής ενός από τα τάγματα αυτά και άλλοι Σλαβομακεδόνες ηγέτες, μέλη όλοι του ΚΚΕ, αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις διαταγές των ανωτέρων τους και εγκατέλειψαν την ελληνική Μακεδονία, καθώς εχάραζε η ελευθερία στην καθημαγμένη χώρα.

Οι εκατέρωθεν καταγγελίες και κατηγορίες για προκλητική και «αντισυντροφική» συμπεριφορά στο ζήτημα των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος που είχαν μηδίσει και εγκαταλείψει την Ελλάδα για να μην αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της συνεργασίας τους με τους κατακτητές, αποτελούσαν την ορατή πλευρά ενός οξύτατου ανταγωνισμού για την κυριαρχία στη Μακεδονία. Με την προσφορά εθνικής υποστάσεως στους Σλάβους και τις άλλες κοινότητες της Μακεδονίας στο πλαίσιο μιας ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο επιδίωκε να προσελκύσει όχι μόνο τον πληθυσμό της σερβικής Μακεδονίας, αλλά και αυτόν της βουλγαρικής Μακεδονίας. Βούλγαροι Κομμουνιστές, όπως ο Δημητρώφ, επρόβαλλαν τη λύση του Μακεδονικού Ζητήματος με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας ενιαίας σε μια Νοτιοσλαβική Ομοσπονδία Βουλγάρων, Σέρβων, Σλοβένων, Κροατών, Μαυροβουνίων και «Μακεδόνων», στην προσπάθεια να συγκρατήσουν στη Βουλγαρία Βουλγαρομακεδόνες έως τότε και εν συνεχεία «Μακεδόνες», όπως ο Βλαχώφ, τη μετάλλαξη των οποίων ευνοούσε η τροπή του πολέμου εις βάρος της Βουλγαρίας. Η αθρόα μετάλλαξη αυτών των Βουλγαρομακεδόνων σε «Μακεδόνες» γιουγκοσλαβικής κοπής όταν έγινε φανερό ότι η Βουλγαρία έμελλε να είναι μεταξύ των ηττημένων του πολέμου, επιτρέπει την υπόθεση ότι εάν η Βουλγαρία άλλαζε στρατόπεδο ένα χρόνο ενωρίτερα, πολλοί Βουλγαρομακεδόνες από τη βουλγαρική Μακεδονία, όσο και από τη σερβική και την ελληνική, δε θα έσπευδαν να μεταμορφωθούν σε «Μακεδόνες». Η επίκληση της βουλγαρικής κακοδιοικήσεως στη σερβική Μακεδονία όπως και η επίκληση της καταπιέσεως των Σλαβομακεδόνων στην ελληνική Μακεδονία από τη Δικτατορία του Μεταξά, ήταν πρόφαση της εξόχως καιροσκοπικής ηγεσίας των Σλαβομακεδόνων, η οποία ήταν πάντοτε έτοιμη να αποσείσει τις πολιτικές της ευθύνες για την αγαστή συνεργασία με τις δυνάμεις του Άξονος.

Ωστόσο, η δημιουργία του νέου κρατικού μορφώματος και του έθνους που θα εστέγαζε αυτό το μόρφωμα, ήταν γεγονός και πραγματικότητα αναπόδραστη το 1944. Προϊόν κομμουνιστικών διαδικασιών και φιλελεύθερων αρχών, το νέο κρατικό μόρφωμα που ιδρύθηκε στις 2 Αυγούστου 1944 με την ονομασία «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν ήταν ασφαλώς προϊόν παρθενογενέσεως, αλλά είχε κυοφορηθή στους κόλπους της Γιουγκοσλαβίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το νέο έθνος, οι «Μακεδόντσι» (Makedontsi), ήταν ακόμη δυνάμει έθνος ˙ χωρίς παρελθόν, το έθνος αυτό συνείχε η πίστη σε ένα λαμπρό μέλλον εκείνων που ανέλαβαν τον εθνοπλαστικό ρόλο. Με πρώτη ύλη από το ιστορικό παρελθόν της Μακεδονίας, το οποίο είχε ήδη κατανεμηθή μεταξύ των διαμορφωμένων εθνών της περιοχής, δηλαδή των Ελλήνων, των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Αλβανών και με δάνεια από τις διαμορφωμένες γλώσσες της περιοχής, οι εθνοπλάστες του νέου κρατικού μορφώματος το προικοδότησαν με γλώσσα σλαβική, αλλά διακριτή -όσο ήταν δυνατό- από τις γειτονικές σλαβικές γλώσσες και «δική» του ιστορία και πολιτισμό.

Η Βουλγαρία, η μόνη χώρα που θα μπορούσε να αποτρέψει την ίδρυση του νέου έθνους και του κράτους του για το λόγο ότι η ίδρυσή τους έβλαπτε ζωτικά της εθνικά συμφέροντα, απουσίασε από αυτή τη διαδικασία. Όταν εν τέλει συνθηκολόγησε η Βουλγαρία στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 και έσπευσε να αλλάξει στρατόπεδο, ήταν αργά για να παρέμβει αποτελεσματικά και να ανατρέψει την κατάσταση που είχε δημιουργηθή. Η Βουλγαρία ατύχησε το 1941, όταν επέλεξε τη Γερμανία ως σύμμαχο ˙ ατύχησε και το 1944, όταν ήλθε η ώρα της κρίσεως και την απελευθέρωσή της ανέλαβαν στρατεύματα της Σοβιετικής Ενώσεως, τα οποία διευκόλυναν και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος στη χώρα.

Το ΚΚΕ, το μικρότερο από τα τρία κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής που ενεπλάκησαν στο ζήτημα του μέλλοντος της Μακεδονίας μετά τον πόλεμο, ευρισκόταν εξαρχής σε δεινή θέση, για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι η απελευθέρωση της Ελλάδος ανελήφθη όχι από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά από την Αγγλία. Τον Οκτώβριο του 1944, όταν σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν τη Βουλγαρία και βρετανικά στρατεύματα την Ελλάδα, θα έπρεπε λογικά η ελληνική κομμουνιστική ηγεσία να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάς δε θα αποτελούσε μέρος μιας κομμουνιστικής Βαλκανικής Χερσονήσου. Αντιθέτως, πολλά στελέχη του ΚΚΕ επίστευαν, κινούμενα από ευσεβείς πόθους παρά από ανάλυση των αντικειμενικών δεδομένων της εποχής, ότι και η Ελλάς θα αποτελούσε εν τέλει τμήμα μιας σοβιετικής Βαλκανικής, στο πλαίσιο της οποίας θα λύνονταν και το Μακεδονικό Ζήτημα. Τα ασαφή και σιβυλλικά μηνύματα από τη Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε λογικά να αποθαρρύνουν εκείνα τα στελέχη του ΚΚΕ που ανέμεναν υποστήριξη στρατιωτική από τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Βαλκανικής. Ωστόσο, τα ενθαρρυντικά μηνύματα από το γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό καθεστώς φαίνεται πως εβάρυναν περισσότερο στη διαμόρφωση της στάσεως του ΚΚΕ κατά την περίοδο από την Απελευθέρωση έως την ένοπλη αναμέτρηση με τα στρατεύματα της Αγγλίας και τις δυνάμεις που είχε στη διάθεσή της η Ελληνική Κυβέρνηση που έφθασε στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή. Το ΚΚΕ, μολονότι επισήμως ακολουθούσε την προπολεμική θέση στο Μακεδονικό περί ισοτιμίας των «λαών» της Μακεδονίας, δεν ήταν σε θέση να επιβάλει τη θέση του τόσο στα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής όσο και σε πολλά στελέχη του που δρούσαν στην ελληνική Μακεδονία.

 

γράφει ο Ιωάννης Κολιόπουλος, καθηγητής Ιστορίας των Νεώτερων Χρόνων στο Α.Π.Θ./24grammata