7
Σεπτεμβρίου
2015
- 10:03
Τελευταία τροποποίηση στις 23 Ιανουαρίου, 2021 - 02:03
Η υπογραφή της Συνθήκης των Αθηνών από τους εκπροσώπους της ΕΟΚ και της Ελλάδας σήμανε την έναρξη της πορείας της Ελλάδας προς τον εκσυγχρονισμό.
Περιλάμβανε τα μέτρα που έπρεπε να λάβει το Κράτος, για να μας δεχθούν τα προηγμένα οικονομικώς κράτη της ΕΟΚ ως ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικογένειας. Πώς, δηλαδή, από πολίτες της ‘‘ψωροκώσταινας’’ θα αναγνωριζόμασταν ως ‘‘Ευρωπαίοι’’.
Αν δεχθούμε την άποψη του Γεωργίου Σουρή, ότι ο Ρωμιός στο ένα πόδι φοράει λουστρίνι και στο άλλο, δεν αποχωρίζεται το τσαρούχι, μπορούμε να πούμε πως σκοπός της Συνθήκης ήταν να φορέσουμε ‘‘λουστρίνι’’ και στα δύο πόδια.
Η παρομοίωση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού με το λουστρίνι είναι κυριολεκτικός. Ο πολιτισμός αυτός είναι, όπως έγραψε ο π. Λαυρέντιος Γκεμερέϋ, επιφανειακός, είναι μόνον λούστρο. Ας μην τον περιφρονούμε, όμως, γι’ αυτό. Το στενό ‘‘λουστρίνι’’ οδήγησε τους ‘‘Ευρωπαίους’’ προς την πειθαρχία και τον προγραμματισμό, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν πλούτο, ευημερία, και Εθνική Κυριαρχία.
Το τσαρούχι είναι ασφαλώς πιο φιλικό, πιο άνετο, πιο ανθρώπινο. Επιτρέπει, όμως, την χωρίς περιορισμούς έκφραση των παρορμήσεων προς το καλό ή το κακό, πράγματα που εμποδίζουν την δημιουργία των αγαθών που προαναφέραμε.
Δεν έλειψαν τότε, όπως και τώρα οι ευρωσκεπτικιστές. Ακόμη και ο Πρωθυπουργός είχε, τότε, επιφυλάξεις για τις κινήσεις του Υπουργού Συντονισμού Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη προς την ένταξή μας στην ΕΟΚ. ‘‘Τι τα θέλεις αυτά, Αριστείδη!’’ του έλεγε. Τι τα ήθελε ‘‘αυτά’’, αλήθεια, ο μακαρίτης Αριστείδης; Μήπως θα ήταν καλύτερο να μας άφηνε να ζούμε με τα τσαρούχια; Μήπως μας ταιριάζει περισσότερο η μορφή του Καραγκιόζη με την παράγκα του, την ανέχεια, την καλή καρδιά και την κουτοπονηριά; Μήπως δεν ξέραμε, ή δεν θελήσαμε, να βαδίσουμε με τους περιορισμούς των λουστρινιών;
Δεν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση. Αφήνουμε το έργο αυτό στον αναγνώστη.
Για την Ιστορία αναφέρω, ότι ο Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης δεν είδε τους καρπούς του έργου του, επειδή απεβίωσε το 1966. Η πρόοδος του εκσυγχρονισμού διακόπηκε στην διάρκεια της Δικτατορίας και εκκινήθηκε πάλι το 1974 με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος, τώρα, θιασώτης της Ευρωπαϊκής Πορείας της χώρας, έθεσε ως σκοπό της ζωής του την ολοκλήρωση του έργου, πράγμα που επέτυχε, όπως όλοι γνωρίζουμε.
Επίμετρον - λίγα λόγια για την συνθήκη
Η διαδικασία για την σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ είχε ξεκινήσει με πυρετώδεις ρυθμούς από το 1958 με πρωταγωνιστές από την Ελληνική πλευρά τους Παναγή Παπαληγούρα, Ευάγγελο Αβέρωφ, Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη. Η κύρια κατεύθυνση είχε δοθεί από τον Κωνσταντίνο Καραμανλήπου έβλεπε τη σύνδεση Ελλάδας - ΕΟΚ ως λύση των προβλημάτων με τους γείτονες αλλά και τη Μόσχα. Στις 30 Μαρτίου 1961 εξαγγέλθηκε, με κοινό ανακοινωθέν, η επίτευξη οριστικής συμφωνίας για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με την ειδική πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου.
Η συμφωνία συνοδευόταν από αριθμό συνημμένων πρωτοκόλλων, με αντικείμενο την αντιμετώπιση των ιδιαιτέρων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, προβλεπόταν η χρηματοδοτική βοήθεια με σκοπό την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την ταχύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Οι όροι της σύνδεσης, τέλος, είχαν διαμορφωθεί ώστε η Ελλάδα, με προϋπόθεση την επίτευξη ικανοποιητικής προόδου, να ενταχθεί μελλοντικά στους κόλπους της Κοινότητας ως πλήρες και ισότιμο μέλος.
Ειδικότερα οριζόταν μεταβατική περίοδος συνολικής διάρκειας είκοσι δύο ετών, στο διάστημα των οποίων προβλεπόταν η κατάργηση στην Ελλάδα των εισαγωγικών δασμών και όλων των περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών. Αντίστοιχα, τα μέλη της Κοινότητας θα καταργούσαν δασμούς και περιοριστικά μέτρα σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών –ενδεχομένως και νωρίτερα.
Η Ελλάδα επιφορτιζόταν με την υποχρέωση να υιοθετήσει σταδιακά το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ΕΟΚ σχετικά με εισαγόμενα βιομηχανικά αγαθά από τρίτες χώρες και να αποδεχθεί, υπό έκτακτες περιστάσεις, ρήτρες διασφάλισης για τη μεταβατική περίοδο. Στον τομέα της γεωργίας, η Κοινότητα καταργούσε αυτόματα τους δασμούς στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα.
Παράλληλα, καθοριζόταν η διαδικασία για την εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Κοινότητας κατά την επικείμενη εφαρμογή της κατά προϊόν, ώστε να εξασφαλισθεί η ισότητα στη μεταχείριση των προϊόντων των κρατών μελών και των παρεμφερών ελληνικών προϊόντων στις αγορές των συμβαλλομένων μερών. Το ποσό, τέλος, της οικονομικής χορηγίας προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.
Η Συμφωνία συνδέσεως υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961, κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων στις 28 Φεβρουαρίου 1962 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Η συνομολόγησή της έγινε θετικά δεκτή από τις πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους, με την εξαίρεση της ΕΔΑ, ριζικά αντίθετης τόσο στον γενικό προσανατολισμό όσο και στο περιεχόμενο της συμφωνίας.
Πέραν της αριστεράς και της ακροδεξιάς, μεμονωμένες ήταν οι αντιδράσεις από άλλες προσωπικότητες - όπως του Ευάγγελου Παπανούτσου (που την αποκάλεσε «νέα αποικιοκρατία»), στον οποίο ανταπάντησαν οι Γεώργιος Θεοτοκάς, Κωνσταντίνος Τσάτσος και Γιάγκος Πεσμαζόγλου. Αντίθετα, ζωηρή υπήρξε η αίσθηση ότι με την προσχώρηση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες διανοιγόταν μια νέα προοπτική, πηγή ελπίδων και πρόκληση ταυτόχρονα.
Χαρακτηριστικός υπήρξε ο λόγος του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έμελλε 17 χρόνια μετά, το 1979, να υπογράψει και τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδα στην ΕΟΚ: «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν. Εάν πρώτοι επεδιώξαμεν την μετά της Κοινότητος Σύνδεσιν, ας επράξαμεν τούτο εμπνεόμενοι από την πίστιν ότι η οικονομική ενοποίησης της Ευρώπης θα οδηγήση εις την ουσιαστικήν ευρωπαϊκήν ενότητα και δι’ αυτής εις την ενίσχυσιν της δημοκρατίας και της ειρήνης εις ολόκληρον τον κόσμον.»
Πράγματι, μέχρι το 1967, εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις που αφορούσαν ρυθμίσεις δασμολογικού και εμπορικού χαρακτήρα σχετικά με τα βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα και οργανώθηκε η απορρόφηση των διαθεσίμων πόρων του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου.
Ωστόσο, η πορεία της Ελλάδας προς την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, βάσει των αρχών των κυβερνήσεων Καραμανλή, θα ανασταλεί με την επιβολή της δικτατορίας (1967-1974), όπου και επισήμως σταμάτησε η λειτουργία των κυρίων μηχανισμών της Συμφωνίας Σύνδεσης, καθόσον το απολυταρχικό καθεστώς ήταν ασύμβατο με τις αρχές της ΕΟΚ.