Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), η χώρα μας «σβήνει» με πολύ γοργούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια των Μνημονίων, αφού το ισοζύγιο ανάμεσα σε γεννήσεις και θανάτους είναι πολύ αρνητικό. Έτσι την τελευταία τριετία, στην χώρα μας έχουμε 168 θανάτους για κάθε 100 γεννήσεις.
Οι γεννήσεις έχουν μειωθεί δραματικά και η ισορροπία γεννήσεων και θανάτων έχει μετατοπιστεί αρνητικά και ιδιαίτερα όταν ξεκίνησε η οικονομική εξαθλίωση της χώρας, που συνεχίζεται με αυξανόμενους ρυθμούς.
Η αυξητική τάση του πλήθους των ηλικιωμένων έχει προκαλέσει μια αύξηση των θανάτων που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50, ενώ η συνεχής μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν τα ζευγάρια προκάλεσε τη μείωση των γεννήσεων μετά το 1980.
38,5 χιλ. λιγότερες γεννήσεις από θανάτους την τριετία 2011-13 και 111 χιλ. λιγότερες γεννήσεις από θανάτους την τριετία 2017-2019 (113 θάνατοι /100 γεννήσεις στην πρώτη και 143 στην δεύτερη).
Στην τριετία όμως 2020-22 το έλλειμμα διευρύνθηκε σημαντικά καθώς το φυσικό ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 169 σχεδόν χιλ. με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν 168 θάνατοι σε 100 γεννήσεις.
Πρόκειται για τα πρώτα δυσοίωνα συμπεράσματα που αναφέρονται σε ψηφιακό δελτίο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) με θέμα «Η επιδείνωση του φυσικού ισοζυγίου σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (2020-22) και οι δυσοίωνες προοπτικές του».
Οι δυο συγγραφείς του άρθρου αυτού (οι καθ. Βύρων Κοτζαμάνης και Βασίλης Παππάς, ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ) αναφέρουν επίσης, πως αν η αύξηση των θανάτων μετά την επιστροφή τους στις 130 χιλ. το 2023 θα είναι τα επόμενα χρόνια ηπιότερη, οι γεννήσεις ετησίως θα είναι κατά μέσο όρο αρκετά λιγότερες από τις 82 χιλ. που είχαμε το 2020-22 καθώς το πλήθος των γυναικών σε ηλικία απόκτησης παιδιών θα συνεχίσει να μειώνεται ενώ δεν αναμένονται ριζικές αλλαγές και στο ευρύτερο για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, περιβάλλον.
Τα φυσικά ισοζύγια θα παραμείνουν επομένως αρνητικά κυμαινόμενα γύρω από τις -55χιλ, ενώ η αναλογία γεννήσεων προς θανάτους, παρ’ όλες τις όποιες διακυμάνσεις της δεν πρόκειται να μεταβληθεί σημαντικά στο μέλλον.
Οι δυο ερευνητές αναφέρουν επίσης, ότι διαφοροποιήσεις της αναλογίας αυτής και οι αποκλίσεις της από τον μέσο όρο της τριετίας 2020-22 (1,68 θάνατοι ανά γέννηση σε εθνικό επίπεδο) είναι σημαντικές και διευρύνονται περνώντας από τις Περιφέρειες στις Περιφερειακές Ενότητες, και, στη συνέχεια, στους Δήμους και στις Δημοτικές Ενότητες.
Διαπιστώνουν ειδικότερα, αναλύοντάς τα στοιχεία, ότι σε επίπεδο Περιφερειών το Νότιο Αιγαίο με λίγο περισσότερες γεννήσεις από θανάτους, διαφοροποιείται σημαντικά τη Δυτική Μακεδονία όπου αντιστοιχούν σχεδόν 2,4 θάνατοι/γέννηση!
Οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό όρο διευρύνονται στις Περιφερειακές Ενότητες καθώς μόνον σε πέντε από αυτές, οι γεννήσεις είναι αρκετά περισσότερες από τους θανάτους και σε τέσσερις, θάνατοι και γεννήσεις δεν διαφέρουν σημαντικά, ενώ, στο άλλο άκρο, σε έντεκα Περιφερειακές Ενότητες αντιστοιχούν 2,5 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση.
Σε επίπεδο δήμων (325 ενότητες), οι διαφορές ανάμεσα στο Δήμο Θήρας με 2 γεννήσεις ανά ένα θάνατο, και, στο άλλο άκρο, σε 49 δήμους (το 15% του συνόλου) με περισσοτέρους από 4 θανάτους/γέννηση (και 20 από αυτούς με 6 ή και περισσότερους) είναι συνταρακτικές.
Σε επίπεδο τέλος, Δημοτικών Ενοτήτων (Δ.Ε) οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό όρο (1,68) διευρύνονται ακόμη περισσότερο:
Αν σε 19 από αυτές (το 2,1% του συνόλου) οι γεννήσεις υπερτερούν των θανάτων, σε 27 έχουμε μόνον θανάτους, σε 348 -το 1/3-, 4 ή περισσοτέρους και σε 196 (19% του συνόλου) 6 και περισσοτέρους θανάτους ανά γέννηση!
Η μεγάλη πλειοψηφία των Δημοτικών Ενοτήτων του νησιωτικού χώρου, αναφέρουν οι δυο ερευνητές, των μεγάλων αστικών κέντρων καθώς και αυτών των μητροπολιτικών περιοχών Αθηνών και Θεσσαλονίκης έχουν θετικότατα ή ακόμη σχετικά ισορροπημένα φυσικά ισοζύγια. Αντιθέτως, η ανισορροπία ανάμεσα στις γεννήσεις και τους θανάτους είναι εντονότατη στη μεγάλη πλειοψηφία των Δημοτικών Ενοτήτων που βρίσκονται στο κεντρικό και δυτικό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας καθώς και στη Κεντρική-Αν. Μακεδονία και Θράκη όπου αντιστοιχούσαν το 2020-22 συνήθως 3 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση, ενώ στο τμήμα αυτό της ηπειρωτικής Ελλάδας, εντοπίζονται και όλες σχεδόν οι 27 Δημοτικές Ενότητες που δεν είχαν γεννήσεις το 2020-22, αλλά μόνον θανάτους.
Αν μια αναλογία σε εθνικό επίπεδο 1,68 θανάτων/γέννηση είναι ανησυχητική (πόσο μάλλον όταν δεν αναμένεται βελτίωσή της τα επόμενα έτη με αποτέλεσμα την επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης του πληθυσμού μας), το γεγονός ότι στις μισές σχεδόν (459 από τις 1036) Δημοτικές Ενότητες που βρίσκονται σχεδόν όλες στο ορεινό και ημιορεινό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας αντιστοιχούν ήδη περισσότεροι από 3 θάνατοι ανά γέννηση, προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία καθώς η μελλοντική δημογραφική δυναμική των Ενοτήτων αυτών είναι υποθηκευμένη.
Η υπεροχή σε αυτές των θανάτων, αποτέλεσμα κυρίως των ηλικιακών τους δομών που συνδυάζουν πολλούς ηλικιωμένους (βλ. αυξημένους θανάτους) και περιορισμένο αριθμό ατόμων σε ηλικία δημιουργίας οικογένειας (βλ. λίγες γεννήσεις) θέτει βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα επιβράδυνσης της πληθυσμιακής τους κατάρρευσης, μιας κατάρρευσης που θα υποθηκεύσει αναπόφευκτα και την κοινωνική και οικονομική τους δυναμική.
Με αυτό το χρέος η Ελλάδα δεν πρόκειται να ορθοποδήσει ποτέ και οι Έλληνες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν παιδιά.
Πρέπει να δοθούν κίνητρα στους Έλληνες για να κάνουν παιδιά.
Η αλήθεια είναι ότι τα χρέη της Ελλάδας δεν θα αποπληρωθούν ποτέ και στο μεταξύ το ελληνικό έθνος θα έχει «πεθάνει» γιατί απλούστατα δεν θα γεννάει κανείς.
Το ελληνικό χρέος είναι 35% μεγαλύτερο τώρα από ότι ήταν όταν μπήκαμε στα Μνημόνια, κάτι που κάνει την Ελλάδα πραγματική πρωταθλήτρια στο να χρωστάει.
Στα τέλη του τρίτου τριμήνου του 2023, έφτασε τα 360,17 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε το ελληνικό δημόσιο χρέος καταγράφοντας άνοδο από τα 358,046 δισ. που ήταν το προηγούμενο τρίμηνο!
Χρωστούσαμε δηλαδή, δύο μήνες πριν μπούμε στο Μνημόνιο πολύ λιγότερα από αυτά που χρωστάμε τώρα!
Όλα αυτά μετά από τρία Μνημόνια κι ένα «κούρεμα» ομολόγων (PSI) που αποτελείωσε την ελληνική οικονομία το 2012.
Το δημόσιο χρέος ως μερίδιο του ΑΕΠ έχει σκαρφαλώσει στο 168% το 2023, από 126% που ήταν το 2010.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα χειρότερα μας περιμένουν στο άμεσο μέλλον και συγκεκριμένα από το 2032 και μετά όταν και η χώρα θα ξεκινήσει πάλι να πληρώνει δόσεις και τοκοχρεολύσια.
Τι θα γίνει τότε; Με μία ελληνική οικονομία αναιμική που δεν παράγει τίποτα και με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης πως θα συνεχίσει να πληρώνει η Ελλάδα αυτό το απίστευτο χρέος;
Το μόνο που μπορεί να γίνει για την Ελλάδα είναι μία μονομερής διαγραφή χρέους. Ποια κυβέρνηση θα τολμήσει να το κάνει αυτό;
Σίγουρα θα απαιτηθεί ένα καινούργιο και διαφορετικό πολιτικό σύστημα από το υπάρχον.
Αποτελούμενο από ανθρώπους που σκέφτονται εθνοκεντρικά και έχουν το θάρρος να προωθήσουν τις λύσεις που χρειάζονται.