Τέλος εποχής για την ιστορική βιομηχανία Χαλυβουργική μετά από 93 χρόνια λειτουργίας, καθώς τέθηκε εκτός ηλεκτροδότησης τα μεσάνυχτα για χρέη στη ΔΕΗ ύψους 32 εκατ. ευρώ.
Ο ΑΔΜΗΕ προχώρησε στη διαδικασία που επιφέρει η επανενεργοποίηση από τη ΔΕΗ, πριν από λίγες ώρες, των συνεπειών της άρσης εκπροσώπησης της βιομηχανίας.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε μετά την αποτυχία της «τελευταίας ευκαιρίας» που είχε δοθεί για την εξεύρεση λύσης ώστε η Χαλυβουργική να συνεχίσει να προμηθεύεται ρεύμα από τη ΔΕΗ και σήμερα εξέπνευσε η νέα προθεσμία που είχε δώσει η ΔΕΗ, «παγώνοντας» στο μεταβατικό διάστημα τις συνέπειες της άρσης εκπροσώπησης της βιομηχανίας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Χαλυβουργική αποτελεί τον μεγαλύτερο οφειλέτη της ΔΕΗ μετά την κρατικά ελεγχόμενη ΛΑΡΚΟ με χρέη που αγγίζουν τα 300 εκατ. ευρώ.
Η εκκίνηση του 1925, η Κατοχή και η ανάπτυξη
Η ιστορία της Χαλυβουργικής αρχίζει το 1925, όταν οι ιδρυτές της Θ. Αγγελόπουλος και τα παιδιά του Δημήτρης, Παναγιώτης και Γιάννης, ξεκίνησαν να ασκούν εμπόριο ειδών σιδήρου.
Ο μεγαλύτερος αδελφός τους Άγγελος, ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία ως καθηγητής των οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1932 όμως, εγκαθιστούν ένα εργοστάσιο παραγωγής ειδών συρματουργίας, στην οδό Πειραιώς 197, με την επωνυμία Ελληνικά Συρματουργεία Θ.Α. Αγγελόπουλος & Υιοί και περνούν έτσι στον κλάδο της μεταποίησης. Τα παραγόμενα σύρματα αποτελούν και την πρώτη ύλη για να παραχθούν γαλβανισμένα συρματοπλέγματα, καρφιά και πεταλόκαρφα.
Η δραστηριότητα αυτή συνεχίζεται στην ίδια περιοχή μέχρι το 1938. Τότε εγκαθίστανται μικροί ηλεκτρικοί κλίβανοι των 6-8 τόννων οι οποίοι παράγουν χάλυβα, ο οποίος στη συνέχεια διαμορφώνεται στις τότε εγκαταστάσεις ελάστρων σε χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος. Η προσπάθεια αυτή σταματά με τον πόλεμο και την Κατοχή.
Μετά την απελευθέρωση αρχίζει νέα επιχειρηματική δραστηριοποίηση με την σύσταση Ανωνύμου Εταιρείας, η οποία είναι από τότε γνωστή ως Χαλυβουργική A.E.. Το 1951 οι δραστηριότητες μεταφέρονται στην Ελευσίνα και το 1953 αρχίζει η λειτουργία ηλεκτρικών κλιβάνων των 20 τόννων.
Το 1958 εγκαθίσταται ένας κλίβανος Siemens Martin των 40 τόννων, ενώ διακόπτεται η λειτουργία των μικρών κλιβάνων της οδού Πειραιώς.
Προς το τέλος όμως της δεκαετίας του 50 οι απαιτήσεις της αγοράς σε χάλυβα αυξάνονται με την εντατική ανοικοδόμηση της χώρας και τότε αρχίζουν να παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα, γιατί δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο, τα παλιοσίδερα (κ. scrap), που αποτελούν την πρώτη ύλη για την παραγωγή του χάλυβα, αρχίζουν να σπανίζουν και δε φτάνουν να ικανοποιήσουν τα χαλυβουργεία μας. Για εισαγωγή παλαιοσιδερικών από το εξωτερικό δε γίνεται λόγος, γιατί το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά.
Τότε λαμβάνεται μια μεγάλη και ριψοκίνδυνη απόφαση και μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο καθετοποίησης της παραγωγής. Έτσι, το 1961 θεμελιώνεται η πρώτη υψικάμινος στη χώρα μας. Δύο χρόνια αργότερα αποπερατώνεται η εγκατάσταση της πρώτης και ταυτόχρονα ξεκινάει και η κατασκευή της δεύτερης υψικαμίνου.
Παράλληλα ετοιμάζεται το χαλυβουργείο, όπου ο παραγόμενος στις υψικαμίνους χυτοσίδηρος μετατρέπεται μέσα σε σύγχρονους μεταλλάκτες LD και με την εμφύσηση καθαρού οξυγόνου σε χάλυβα. Η ανάγκη χρήσης καθαρού οξυγόνου οδηγεί και στην εγκατάσταση 3 μονάδων παραγωγής του αερίου αυτού, παραγωγικής ικανότητας 7.500 – 8.000 κυβικών μέτρων την ώρα.
Στις 27 Ιουνίου του 1963 αρχίζει η παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα.
Στο διάστημα 1963-75 ακολουθεί και η δεύτερη υψικάμινος, η οποία ανεβάζει τη συνολική δυναμικότητα σε πάνω από 1 εκατομμύριο τόννους χυτοσιδήρου το χρόνο, ενώ ολοκληρώνεται η εγκατάσταση και μπαίνουν σε λειτουργική διαδικασία μία μονάδα παραγωγής κωκ για τις ανάγκες της υψικαμίνου και μία μονάδα ελασματουργείου για την παραγωγή θερμής και ψυχρής έλασης χαλυβδοφύλλων σε ρόλλους και φύλλα.
Από το 1977 αρχίζει και η παράλληλη λειτουργία της νέας μονάδας τριών ηλεκτρικών κλιβάνων των 100 τόννων.
Το 1981 – 82 ολοκληρώνεται η εγκατάσταση μιας νέας υπερσύγχρονης μονάδας παραγωγής χαλυβδοφύλλων ψυχρής έλασης σε ρόλλους και φύλλα.
Τα προϊόντα της Χαλυβουργικής εξυπηρετούν τις ανάγκες της Ελληνικής αγοράς χάλυβα, αλλά και αγορών του εξωτερικού, δεδομένου ότι ο εξαγωγικός προσανατολισμός της εταιρείας είναι ήδη σημαντικός. Τα προϊόντα της εταιρείας εξάγονται σε διάφορες χώρες (από τη γειτονική Ιταλία έως τη μακρινή Ιαπωνία) και συνοδεύουν την καλή φήμη που ακολουθεί την εταιρεία και τα προϊόντα της.
Το 1994 η Χαλυβουργική είναι η πρώτη Ελληνική εταιρεία στην οποία απονέμεται πιστοποιητικό συμμόρφωσης από τον ΕΛΟΤ για τους παραγόμενους χάλυβες οπλισμού του σκυροδέματος.
Το 2001 η Χαλυβουργική πιστοποιείται από τον ΕΛΟΤ για το εφαρμοζόμενο Σύστημα Διασφάλισης Ποιότητας κατά ΕΛΟΤ EN ISO 9002. Παράλληλα, λαμβάνεται η απόφαση για ριζικό εκσυγχρονισμό των παραγωγικών μονάδων και εγκατάσταση εξοπλισμού βέλτιστης διαθέσιμης τεχνολογίας.
Το 2003, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της επένδυσης αξίας 150.000.000 ευρώ και ξεκινά η λειτουργία των νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων πρωτοποριακής τεχνολογίας. Το Σύστημα Διαχείρισης Ποιότητας της Χαλυβουργικής, πιστοποιείται κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ EN ISO 9001:2000.
Το 2006, το Σύστημα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης της Χαλυβουργικής, πιστοποιείται κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ EN ISO 14001:2004. Παράλληλα, ολοκληρώνεται η δεύτερη φάση της επένδυσης, ύψους 100.000.000 ευρώ, με την λειτουργία του δεύτερου υπερσύγχρονου ελασματουργείου καθώς και δύο νέων μονάδων παραγωγής πλεγμάτων στο εργοστάσιο Ελευσίνας, οι οποίες εξασφαλίζουν στην Χαλυβουργική ετήσια παραγωγική ικανότητα ύψους 1.000.000 τόννων, ενώ επίσης, κατασκευάζονται και νέοι, υπερσύγχρονοι αποθηκευτικοί χώροι.
Το 2007, πραγματοποιείται μια νέα επένδυση σε μια μονάδα παραγωγής Spooler η οποία παρέχει τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος σε ειδικού τύπου κουλούρες, διεθνώς γνωστές ως Compact Rebar Coils. Αποτελεί την πρώτη μονάδα αυτού του τύπου που εγκαθίσταται στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τη Χαλυβουργική τον πρώτο και μοναδικό παραγωγό τέτοιου τύπου προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος στη χώρα μας.
Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα το εργοστάσιο στην Ελευσίνα να υπολειτουργεί από το 2015. Παράλληλα, έγιναν γίνει δραματικές περικοπές στο προσωπικό ενώ οι εναπομείναντες εργαζόμενοι απασχολούνταν εκ περιτροπής και με διαθεσιμότητες. Επιπλέον πλήγμα για την ιστορική βιομηχανία αποτέλεσε η δικαστική ενδοοικογενειακή διαμάχη για τον έλεγχό της.