Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024 -

Φίλης για απόφαση του ΣτΕ: Γυρίζουν την εκπαίδευση στη σκοτεινή δεκαετία του ’50



Αντίθετη στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χαρακτηρίζει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μάθημα των Θρησκευτικών ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, και σημειώνει ότι, εφόσον οδηγεί το μάθημα να λάβει τη μορφή της κατήχησης, τελικώς, οδηγεί τα πράγματα ώστε το μάθημα των θρησκευτικών να γίνει προαιρετικό.

«Με την απόφασή του, το ΣτΕ επαναλαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνα με την οποία το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα» επισημαίνει ο κ. Φίλης και προσθέτει: «Πρόκειται για απόφαση που αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι περίεργο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, που έχει επιφορτιστεί με την αρμοδιότητα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των πολιτών, να νομολογεί επί θεολογικών και παιδαγωγικών ζητημάτων, ως να ήταν Οικουμενική Σύνοδος ή Παιδαγωγικό Ινστιτούτο».

Όπως τονίζει ο κ. Φίλης, «με τα νέα Προγράμματα Σπουδών (τα επονομαζόμενα Φίλη και στη συνέχεια Γαβρόγλου), επιχειρήσαμε το μάθημα των θρησκευτικών να είναι μάθημα γνώσης και όχι πίστης, προβληματισμού και ουσιαστικής μάθησης και όχι κατήχησης και προσηλυτισμού. Αυτή η κατεύθυνση αντανακλά τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και ανταποκρίνεται σε ένα σχολείο κοσμικό και δημοκρατικό. Γι' αυτό, άλλωστε, τα νέα προγράμματα, παρά τον πόλεμο ορισμένων κέντρων, αγκαλιάστηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων».

«Οι αποφάσεις του ΣτΕ γυρίζουν την εκπαίδευση στη σκοτεινή δεκαετία του '50 και στο "ελληνοχριστιανικό" Σύνταγμα του 1952. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, όλα τα προγράμματα σπουδών που ίσχυαν μετά το 2000 δεν έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί, γιατί σε όλα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, η επιταγή του Συντάγματος του 1975 για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης δεν ερμηνευόταν περιοριστικά ως κατήχηση στην Ορθοδοξία».

Ο αρμόδιος τομεάρχης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσθέτει, δε, ότι «η νομολογία του ΣτΕ θα δημιουργήσει αδιέξοδο στην εκπαίδευση, προκαλεί θέματα συνείδησης και τελικώς οδηγεί τα πράγματα, ώστε, το μάθημα των θρησκευτικών, με τη μορφή της κατήχησης να γίνει προαιρετικό».

«Η ίδια αυτή νομολογία, που μεθοδεύτηκε από εκκλησιαστικούς και παρεκκλησιαστικούς παράγοντες στο χώρο της Δικαιοσύνης, έρχεται σε αντίθεση με το ώριμο κοινωνικά αίτημα του χωρισμού και της δημοκρατικής ρύθμισης των σχέσεων Κράτους- Εκκλησίας, ιδιαίτερα στην αποκοπή του ομφάλιου λώρου ανάμεσα στην Εκκλησία και την εκπαίδευση».

«Αυτό το δημοκρατικό αίτημα υπηρετείται μόνο με καθαρές αρχές και όχι με αυταπάτες και τακτικισμούς», καταλήγει.