Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024 -

Επίτροπος Απασχόλησης: Η Ελλάδα βγαίνει από μια μεγάλη κρίση και θα τη βοηθήσουμε



«Βαθιές μεταρρυθμίσεις» στην ελληνική αγορά εργασίας, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η ανεργία και να ενισχυθεί η ανάπτυξη, βρίσκονται στο «μενού» τηςδεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, σύμφωνα με την Ευρωπαία επίτροπο για θέματα Απασχόλησης, Μαριάν Τάισεν.

Η Βελγίδα επίτροπος, σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τονίζει την ανάγκη αποκατάστασης του κοινωνικού διαλόγου, ο οποίος αποδυναμώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως είναι η απελευθέρωση των συλλογικών απολύσεων και η αλλαγή της νομοθεσίας για τις απεργίες είναι δύσκολες, αλλά απαραίτητες, έτσι ώστε να επιστρέψει η ανάπτυξη και να τονωθούν οι επενδύσεις.

Στην ερώτηση για το ποια είναι η κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η Ελλάδα ως προς τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο της δεύτερης αξιολόγησης που θα ξεκινήσει το ερχόμενο φθινόπωρο, η κ.Τάισεν απάντησε:

«Καταρχάς δεν είναι μόνο η Ελλάδα που έχει κάποιες σημαντικές μεταρρυθμίσεις μπροστά της. Πολλά κράτη-μέλη πρέπει να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις και αυτό που προωθούμε εμείς είναι η ανάπτυξη ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας.

Ο στόχος μας δεν είναι άλλος από τη δημιουργία θέσεων εργασίας και ξέρουμε ότι για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε μακροοικονομικές πολιτικές και επενδύσεις, αλλά από την άλλη ξέρουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι έτοιμοι όταν υπάρξει και πάλι ζήτηση στην αγορά εργασίας. Και πρέπει να σιγουρευτούμε ότι όταν θα υπάρχουν θέσεις εργασίας οι άνθρωποι θα θέλουν να τις πάρουν γι’ αυτό χρειαζόμαστε ενεργές πολιτικές.

Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, αν δει κανείς πως λειτουργεί το σύστημα, οι συντάξεις, οι μισθοί και πως ο ένας τομέας επηρεάζει τον άλλο, είναι ξεκάθαρο πως χρειαζόμαστε βαθιές μεταρρυθμίσεις. Είναι δύσκολο κάποιες φορές να κάνεις μεταρρυθμίσεις και να αλλάξεις, αλλά στο τέλος ο στόχος είναι να διασφαλίσεις ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η αγορά εργασίας βοηθάει στην ανταγωνιστικότητα και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Όσο για το ποιες είναι οι βαθιές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνει η Ελλάδα, η ίδια απάντησε: «Πρώτα απ’ όλα η ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου. Και αυτό γιατί έτσι μπορούν να σχεδιαστούν καλύτερα οι πολιτικές, καθώς επίσης και να εφαρμοστούν.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν πολύ δύσκολος αυτός ο διάλογος για αυτό και πιέζουμε τώρα για την αποκατάστασή του», και συμπλήρωσε: «Επίσης, χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στον νόμο για τις απεργίες, αλλά πρέπει να γίνει με συλλογικό τρόπο, στη νομοθεσία για τον ιδιωτικό τομέα, τις συλλογικές απολύσεις που είναι πραγματικά ένα εμπόδιο στις επενδύσεις, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.

Στη δεύτερη αξιολόγηση αυτό που πιστεύω ότι έχει σημασία είναι ότι η Ελλάδα βγαίνει από μια μεγάλη κρίση που την προκάλεσε, όχι μόνο η οικονομική συγκυρία, αλλά και κάποια διαρθρωτικά προβλήματα που είχε και δεν είχαν αντιμετωπιστεί για δεκαετίες. Γι’ αυτό πιστεύω και ότι πλήρωσε η Ελλάδα διπλά το κόστος της κρίσης.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπολογιστεί και το κοινωνικό κόστος που κλήθηκε να πληρώσει η Ελλάδα. Για αυτό και η Επιτροπή Γιούνκερ για πρώτη φορά εισήγαγε την αξιολόγηση των κοινωνικών επιπτώσεων των προγραμμάτων.

Ξέρουμε ότι βραχυπρόθεσμα οι μεταρρυθμίσεις έχουν επιπτώσεις στον κοινωνικό τομέα, οι οποίες πρέπει να μετριαστούν. Για παράδειγμα, είπαμε ότι ναι μεν πρέπει να αλλάξει το ασφαλιστικό, αλλά τονίσαμε ότι πρέπει να προστατευθούν οι χαμηλοσυνταξιούχοι.

Στο ερώτημα για το αν πιστεύει ότι οι συλλογικές απολύσεις, το δικαίωμα της ανταπεργίας και γενικά οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο που προβλέπονται και στο μνημόνιο μπορούν να προκαλέσουν μια αναζωπύρωση της κρίσης στο αμέσως επόμενο διάστημα, η Μαριάν Τάισεν δήλωσε:

«Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι ποτέ κάτι εύκολο. Αυτό που πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε και να κάνουν και οι πολιτικοί στην Ελλάδα είναι να δώσουμε στον κόσμο να καταλάβει ότι είναι προς το δικό τους συμφέρον οι αλλαγές αυτές, γιατί έτσι θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.

Δεν είναι κανενός η θέση να πει οι «κακοί Έλληνες» πρέπει να κάνουν αυτό. Όπως είπε ο πρόεδρος Γιούνκερ λίγες ημέρες πριν, είμαστε με το μέρος των Ελλήνων. Θα υποστηρίξουμε, θα βοηθήσουμε την Ελλάδα με τα απαραίτητα κεφαλαία και τις πολιτικές για μεταρρυθμίσεις που θα υπηρετούν το συμφέρον των πολιτών. Και βλέπουμε, ότι οι μεταρρυθμίσεις δουλεύουν. Και στην Ελλάδα, από τα ποσοστά ανεργίας των νέων ή μακροχρόνιας ανεργίας καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύουν. Αλλά και αν δει κανείς τα υπόλοιπα κράτη που ήταν σε πρόγραμμα, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η πρόοδος είναι εμφανής. Αυτός είναι λόγος για τον οποίο λέμε «κάντε το».

Σε ό,τι αφορά τις συλλογικές απολύσεις, στην Ευρώπη έχουμε κανόνες, θέλουμε οι εργαζόμενοι να προστατεύονται. Έχουμε συγκεκριμένη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, έχουμε κεφάλαια που διατίθενται για τη στήριξη των απολυμένων και τον προσανατολισμό τους σε άλλη εργασία. Όμως, δεν απαγορεύουμε τις συλλογικές απολύσεις, όπως γίνεται μόνο στην Ελλάδα και σε καμία άλλη χώρα, γιατί κάτι κοστίζει σε επενδύσεις.

Κανένας επενδυτής Έλληνας ή ξένος δεν θα θέλει να επενδύσει, αν ξέρει ότι σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, η κρατική διοίκηση μπορεί να μπλοκάρει τις αποφάσεις του επιχειρηματία. Αυτό εμποδίζει τις επενδύσεις, τις οποίες τις χρειάζεται η Ελλάδα για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θέλουμε να πάμε και στο άλλο άκρο. Υπάρχουν κανόνες.

Για την καταπολέμηση της ανεργίας και την πρόταση των θεσμών για πιοευέλικτες σχέσεις εργασίας η κ.Τάισεν είπε:

«Περισσότερη ευελιξία από μόνη της σίγουρα δεν είναι αρκετή. Αλλά είναι ένα στοιχείο που όμως είναι χρήσιμο. Και αυτό βλέπουμε και σε άλλα κράτη-μέλη. Αν κοιτάξουμε τις συστάσεις της Επιτροπής για άλλα κράτη-μέλη στο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης βλέπουμε ότι η ευελιξία δουλεύει. Χωρίς ευελιξία βλέπουμε ότι πηγαίνεις κατευθείαν σε μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας.

Όσοι έχουν τα λεγόμενα «παλιά καλά συμβόλαια» είναι πολύ προστατευμένοι και μένουν εντός της αγοράς εργασίας, αλλά οι νεοεισερχόμενοι έχουν μεγάλες δυσκολίες να μπουν στην αγορά εργασίας, γιατί οι εταιρίες δε θέλουν να προσλάβουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, χωρίς δηλαδή να μπορούν να απολύσουν. Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται νέες, επισφαλείς σχέσεις εργασίας, όπως βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, συμβόλαια μερικής απασχόλησης κλπ. Που γίνονται τελικά ο κανόνας. Όταν έχεις περισσότερη ευελιξία μπορείς να έχεις καλύτερες σχέσεις εργασίας με όλους και μεγαλύτερη προοπτική για τους νέους.

Στην επισήμανση ότι φέτος η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε νομοθετικές ρυθμίσεις που θα εγγυώνται μια πιο δίκαιη αγορά εργασίας, τον λεγόμενο πυλώνα των κοινωνικών δικαιωμάτων και αν αυτές έρχονται σε αντίφαση με το σύμφωνο σταθερότητας, η Βελγίδα Επίτροπος τόνισε:

«Είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Το σύμφωνο σταθερότητας είναι η εφαρμογή κάποιων κανόνων που πηγάζουν από τη Συνθήκη και έχουν στόχο να αμβλύνουν τις μακροοικονομικές διαφορές μεταξύ των χώρων. Από την άλλη όμως έχουμε την ευρωπαϊκή στρατηγική για το 2020 που στοχεύει στη βιώσιμη ανάπτυξη.

Για το πρώτο έχουμε ένα μηχανισμό κυρώσεων γιατί είναι στα χέρια των κυβερνήσεων να τα διορθώσουν. Αν ξοδεύεις πάρα πολλά και κινδυνεύουν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, πρέπει να σε προσέχουμε και να προχωρήσεις σε μια προσαρμογή.

Στο δεύτερο, δεν είναι τόσο εύκολο να επιβάλεις κυρώσεις, επειδή δεν έχεις πιάσει το στόχο για τη μείωση της ανεργίας ή την καταπολέμηση της φτώχειας. Γιατί δεν είναι μόνο στα χέρια της κυβέρνησης, είναι και ο ιδιωτικός τομέας και οι επενδύσεις. Και ο πυλώνας των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι ακόμα μια διαφορετική πρωτοβουλία που έρχεται να συμβάλει στην προστασία των χωρών από νέες προκλήσεις, όπως είναι η παγκοσμιοποίηση και η δημογραφική γήρανση, οι οποίες δημιουργούν νέα μοντέλα εργασίας. Γιατί αυτό που θέλουμε είναι ένα κοινωνικό σύστημα που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της νέας ψηφιακής εποχής».

Αναφερόμενη στο προσφυγικό και τις πιέσεις που δέχεται η Ελλάδα, η Κοινοτική Επίτροπος σχολίασε: «Πρώτα απ’ όλα η Επιτροπή προσπαθεί να πείσει όλες οι χώρες να μοιραστούν το βάρος, μέσω της μετεγκατάστασης και της αναθεώρησης του Δουβλίνου.

Παράλληλα, ήμασταν ρεαλιστές και παρά την κριτική, κάναμε τη συμφωνία με την Τουρκία για να σταματήσουν οι μεταναστευτικές ροές. Αυτό που κάνουμε επίσης με τα κοινωνικά ταμεία της ΕΕ, και έχουμε ενημερώσει εξαρχής τις αρμόδιες αρχές σε όλες τις χώρες, είναι ότι διαθέτουμε κεφάλαια για την κοινωνική ένταξη των προσφύγων και την ανάπτυξη δεξιοτήτων και για τους πρόσφυγες. Και δηλώσαμε ότι είμαστε ευέλικτοι για να αλλάξουμε ό,τι από αυτά δεν λειτουργεί για να βοηθήσουμε τα κράτη-μέλη. Βρήκαμε χρήματα από το Erasmus+ για την εκμάθηση της γλώσσας.

Επίσης, διευκολύναμε τα κράτη-μέλη στο να μπορούν να εντάξουν γρήγορα τουςπρόσφυγες στην αγορά εργασίας. Γιατί δεν είναι μόνο βάρος οι πρόσφυγες, αλλά εάν δουλεύουν νόμιμα συνδράμουν στα ασφαλιστικά ταμεία».

Τέλος, σε ό,τι αφορά το Brexit και για την «επόμενη ημέρα» στις σχέσεις της ΕΕ με τη Βρετανία στο κομμάτι της εργασίας, η Ευρωπαία Επίτροπος ανέφερε:

«Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δυστυχώς, ήταν υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, αλλά πρέπει να το σεβαστούμε. Οπότε αυτή η συμφωνία που είχαμε συνάψει το Φεβρουάριο έχει ακυρωθεί αυτόματα. Έτσι, δεν πρόκειται να εφαρμόσουμε αυτά τα μέτρα για καμία χώρα, ήταν εξαιρέσεις που αφορούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο.

Για τη μέλλουσα σχέση με τη Βρετανία, το πρώτο βήμα ανήκει στους Βρετανούς, να ανακοινώσουν την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από την ΕΕ. Δηλαδή να ενεργοποιήσουν το διάσημο άρθρο 50 και μετά θα ξεκινήσουμε τις διαπραγματεύσεις. Γιατί δεν είναι απλά ένα «γεια σας», έχει να κάνει με χρήματα, κεφάλαια από τα Ταμεία της ΕΕ, τον προϋπολογισμό της ΕΕ κλπ.

Σε ό,τι αφορά τους Ευρωπαίους που δουλεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, μπορώ να μαντέψω ότι είναι εκεί επειδή τους χρειάζονται και ότι δε θα τους πετάξουν έξω. Αλλά όλα αυτά θα είναι κομμάτι των διαπραγματεύσεων.