Φρένο στη χρήση του «πλαστικού χρήματος» διαπιστώνεται στην αγορά, καθώς σημαντικό ποσοστό των εμπόρων και των επαγγελματιών που τοποθέτησαν τερματικά μηχανήματα POS στο πλαίσιο της υποχρεωτικότητας του νόμου, αποφεύγουν να τα χρησιμοποιήσουν προκρίνοντας τις εγχρήματες συναλλαγές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το 30% των τερματικών που εγκαταστάθηκαν στην πρώτη φάση της υποχρεωτικότητας του νόμου, δηλαδή το πρώτο εξάμηνο του 2017, δεν έχει πραγματοποιήσει καμία συναλλαγή μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες, μετά δύο χρόνια εκρηκτικής ανόδου ο ρυθμός αύξησης των συναλλαγών που γίνονται με «πλαστικό χρήμα» επιβραδύνθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2018 σε αισθητά χαμηλότερους ρυθμούς. Με βάση τα στοιχεία η αξία των συναλλαγών, δηλαδή ο τζίρος που γίνεται μέσω χρεωστικών και πιστωτικών καρτών, αυξήθηκε το πρώτο τρίμηνο του έτους με ρυθμό περίπου 20% αντί του υψηλού 45% που είχε καταγραφεί πέρυσι και του 70% που είχε σημειωθεί μετά την επιβολή των capital controls το 2015. Αντίστοιχα στο μισό, δηλαδή στο 40%-45% φαίνεται ότι διαμορφώνεται ο ρυθμός αύξησης του αριθμού των συναλλαγών που γίνονται στα σημεία πώλησης - τερματικά POS - και ο οποίος το 2017 είχε φτάσει στο 93%.
Η τάση αυτή παρατηρείται παρά το γεγονός ότι η τοποθέτηση τερματικών μηχανών σε όλα τα εμπορικά σημεία και από όλες τις επαγγελματικές ομάδες είναι πλέον καθολική και ο αριθμός των εγκατεστημένων POS ξεπερνά τις 650.000. Η ανάσχεση του εκρηκτικού ρυθμού ανόδου στη χρήση του «πλαστικού χρήματος» που είχε σημειωθεί μετά την επιβολή των capital controls το 2015 και η οποία συνεχίστηκε και το 2016 και το 2017, αποδίδεται στο ότι η αγορά προσγειώνεται σε πιο ρεαλιστικούς ρυθμούς, αλλά και στην αύξηση της φοροδιαφυγής που ενισχύεται το τελευταίο διάστημα λόγω της υψηλής φορολογίας. Δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις και δη οι μικρομεσαίες που συμφωνούν με τον πελάτη να πληρώσει με μετρητά και σε χαμηλότερη τιμή, αντί να πληρώσει με κάρτα, μια παραλλαγή δηλαδή της παλιάς πρακτικής για δύο τιμές στα προϊόντα, μιας με απόδειξη και μιας χωρίς απόδειξη.
Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται με βάση πρόσφατα στοιχεία της Cardlink, από τα οποία προκύπτει ότι τα τερματικά που μπήκαν κατά την πρώτη φάση της υποχρεωτικής συμμόρφωσης, αντιπροσωπεύουν το 40% του συνόλου των POS, αλλά μέσα από αυτά πραγματοποιείται μόλις το 6% των συναλλαγών.
Με βάση τις εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών ο τζίρος της αγοράς για το 2018 θα διαμορφωθεί στα 27 δισ. ευρώ από 23,5 δισ. ευρώ το 2017, καταγράφοντας μετριοπαθέστερη αύξηση κατά 17%, σε σχέση με το 47% που είχε καταγραφεί μεταξύ 2016 και 2017. Να σημειωθεί ότι πρόκειται για τον τζίρο των καρτών που θα πραγματοποιηθεί από τις κάρτες που έχουν εκδοθεί από τις ελληνικές τράπεζες και δεν αφορά τον τζίρο που γίνεται από τους τουρίστες και τις κάρτες που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό.
Σύμφωνα, άλλωστε, με τα στοιχεία της MasterCard που παρουσιάστηκαν χθες στο ετήσιο Innovation Forum Athens 2018, με θέμα «Empowering you to the Digital Economy», η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά χαμηλά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο ποσοστό όγκου συναλλαγών με κάρτα ως μέρος του συνολικού ΑΕΠ της χώρας και συγκεκριμένα στο 10% του ΑΕΠ σε όρους 2016. Αντίστοιχα, χαμηλή είναι η χρήση του «πλαστικού χρήματος» στο σύνολο της ιδιωτικής κατανάλωσης, που προσεγγίζει περίπου το 20%.