Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024 -

Δολοφονία Ζαφειρόπουλου



Ο δικηγόρος και βασικός μάρτυρας στη δίκη που διεξάγεται ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας ανέφερε στην κατάθεση του πως οι δύο δράστες είχαν τηλεφωνήσει το πρωί της δολοφονίας στον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο ζητώντας του ραντεβού για υπόθεση ληστείας.

Ο γνωστός ποινικολόγος ζήτησε από τον συνεργάτη του να είναι παρών στο ραντεβού το οποίο κλείστηκε για τις 18.30 το απόγευμα της ίδιας ημέρας.

«Γύρω στις 18.35 χτύπησε το κουδούνι και ήρθαν οι δύο άνθρωποι που είχαν ζητήσει το ραντεβού. Αρχικά καθίσαμε στην αίθουσα συσκέψεων. Είπαν ότι πρόκειται για μία οικογενειακή υπόθεση και ότι ο αδελφός τους κρατείται στη ΓΑΔΑ. Αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι επρόκειτο για φαντασιακή ιστορία. Μιλούσαν σπαστά ελληνικά και είπαν ότι έμεναν στο Μενίδι. Με αυτά που έλεγαν καταλάβαινες ότι δεν έδιναν σαφείς απαντήσεις για την υπόθεση. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Μιχάλη Ζαφειρόπουλου που τους είπε «εδώ είμαστε σοβαρό γραφείο, αν δεν πείτε λεπτομέρειες δεν μπορούμε να αναλάβουμε την υπόθεση«. Εκείνοι τον πίεζαν να αναλάβει και τον ρωτούσαν πόσα λεφτά θέλει. Τελικά, κάποια στιγμή ο δράστης που φυγοδικεί του είπε «αν γίνεται να σου δώσουμε μία μικρή προκαταβολή, να πας να δεις και να μας πεις αν αναλαμβάνεις». Τότε, ρώτησε που είναι η τουαλέτα και στη συνέχεια κατέβηκε να πάει στο αυτοκίνητο να πάρει τα λεφτά για την προκαταβολή» περιέγραψε ο δικηγόρος.

«Μετά επέστρεψε, ζήτησε να πάει και πάλι τουαλέτα και στη συνέχεια όταν μπήκε ξανά στο χώρο έβγαλαν και οι δύο τα όπλα. Φόρεσαν και γάντια και σημάδευαν τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο και εμένα. Είπαν ότι έχουν έρθει από την Κύπρο για την υπόθεση του Αριστείδη Φλώρου. «Πρέπει να του πεις να μοιράσουμε τα λεφτά από την Κύπρο» είπαν στον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο. Εκείνος τους απάντησε «εμείς είμαστε δικηγόροι, δεν ξέρω τι μου λέτε«. Στη συνέχεια ζήτησαν να μάθουν που μένει ο Αριστείδης Φλώρος. Μας πήραν και μας πήγαν μέσα στο γραφείο του Μιχάλη Ζαφειρόπουλου. Εκεί τους έδωσε ένα κλητήριο θέσπισμα το οποίο είχε πάνω τη διεύθυνση. Ήταν η μόνη στιγμή που ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος κάθισε για να βρει το έγγραφο. Την ώρα που πηγαίναμε στο γραφείο του, ο Μ. είπε στον Ζαφειρόπουλο «να τον προσέχεις» εννοώντας τον Ιμπρ..

Ήμασταν και οι δύο όρθιοι. Του ζήτησαν τα έγγραφα της δικογραφίας Φλώρου και τους υπέδειξε που είναι. Με ήρεμο ύφος ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος τους είπε «πάρτε ό, τι θέλετε!«. Μετά ο Μ. βγήκε και πάλι από το γραφείο και μείναμε οι τρεις μας. Τότε, ο Ιμπρ. μας ζήτησε ό,τι χρήματα είχαμε πάνω μας. Έβγαλε ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος ένα σεβαστό ποσό, δεν ξέρω πόσα ακριβώς και εγώ 70 ευρώ και του τα δώσαμε. Όταν ξαναμπήκε ο Μ. ρώτησε τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο εάν έχει όπλο, εάν έχει μπουτόν και που είναι οι κάμερες. Ρώτησε και εάν υπάρχει χρηματοκιβώτιο. Για μία ακόμα φορά τους απάντησε «εδώ είμαστε δικηγόροι, πάρτε ό, τι θέλετε!». Τότε, στο όπλο του Ιμπρ. βιδώθηκε ένας σιγαστήρας. Ζήτησε και ο Μ. τα κινητά μας τηλέφωνα».

Ο συνεργάτης του Μιχάλη Ζαφειρόπουλου περιέγραψε στη συνέχεια ότι ο Μ. τον πήρε από το γραφείο του ποινικολόγου και τον πήγε αρχικά στην αίθουσα συσκέψεων και στη συνέχεια σε άλλο χώρο, γραφείο επίσης.

«Όταν ήμασταν στον προθάλαμο είπε ο Μ. στον Ιμπρ. «ρίξ’ του μία στο πόδι«. Όταν ήμασταν μόνοι με Μ. του είπα «τι σας έχει κάνει, δικηγόρος είναι τη δουλειά του, κάνει» και μου απάντησε «πρέπει να φύγει το μήνυμα«. Μου είπε «δε θα σου κάνουμε κάτι». Θα βγεις μόλις φύγουμε από το γραφείο. Κάτι απηύθυνε στα Αλβανικά και πριν κλείσει την πόρτα άκουσα τον θόρυβο από τον σιγαστήρα και έφυγαν. Φώναξα στον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο «είστε καλά;». Μπήκα στο γραφείο, ήταν όρθιος, είχε μία μεγάλη κηλίδα αίμα στο πουκάμισο. Η τελευταία λέξη που μου είπε ήταν «με σκοτώσανε». Είχε χλωμιάσει, δεν μπορούσε να μιλήσει, έτρεμε από τον φόβο του. Του είπα να καθίσει στο γραφείο. Άρχισα να παίρνω τηλέφωνο να έρθει βοήθεια. Βγήκα έξω και κατέβηκα κάτω να φωνάξω βοήθεια. Βρήκα μία γιατρό, ανεβήκαμε πάνω αλλά δυστυχώς εκείνη την ώρα είχε καταλήξει» ανέφερε επίσης στην κατάθεση του ο δικηγόρος.