Αρθρογράφος του Guardian απαιτεί συμβιβασμό για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα ενώ προτείνει να τα μοιράσουν 50-50 Ελλάδα και Βρετανία. «Δεν θα είναι η πρώτη φορά που ένας πολιτιστικός πόλεμος θα τελειώσει με συμβιβασμό». Προτείνει να δημιουργηθούν αντίγραφα, αφού κανείς δεν θα… καταλαβαίνει τη διαφορά. «Η Βρετανία και η Ελλάδα θα πρέπει να σταματήσουν να τσακώνονται για τα «Ελγίνια Μάρμαρα» (σ.σ. έτσι τα αποκαλεί) και να τα μοιραστούν. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που ένας πολιτιστικός πόλεμος θα τελειώσει με μια ανακωχή» γράφει στην αρχή του κειμένου που έχει τίτλο «Η λύση μου για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα: Ας τα χωρίσουμε στη μέση».
Ο Γκαμπέιν ξεκινά το κείμενό του με αναφορά στη συνέντευξη του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου πριν από μερικές εβδομάδες στην εφημερίδα Τα Νέα. Τότε, ο Χάρτγουιγκ Φίσερ και είχε πει ότι κατά τη γνώμη του, τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, δεν πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Κατά τον Γκαμπέιν τα λόγια του περί δημιουργικής πράξης (σ.σ. η μεταφορά των Γλυπτών από την Αθήνα στο Λονδίνο) παραφράστηκαν και προκλήθηκε καταιγίδα από τα ΜΜΕ.
Κατά τον αρθρογράφο του Guardian, τα όσα γράφτηκαν μετά τις δηλώσεις του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, τα επιχειρήματα για το αν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα πρέπει ή όχι να επιστρέψουν στην Ελλάδα, έχουν αναπτυχτεί από τον 19ο αιώνα, όταν ο Έλγιν τα πήρε από την Αθήνα για να τα μεταφέρει στο Λονδίνο. Και αφού η αναδρομή του φτάνει μέχρι τη Μελίνα Μερκούρη, ο Γκαμπέιν ρίχνει την… πρόταση για «συμβιβασμό».
«Και οι δυο πλευρές, τόσοι οι Βρετανοί όσοι και οι Έλληνες, έχουν βάσιμα επιχειρήματα. Ίσως ακόμα και οι Έλληνες Θεοί θα δυσκολεύονταν να αποφασίσουν αν τα Μάρμαρα πρέπει να μείνουν στο Βρετανικό Μουσείο ή να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να φτάσουν στο ίδιο σημείο όπως στις Ευμενίδες του Αισχύλου: ένα αδιέξοδο. Σε ισοψηφία υπέρ ή κατά της αποκατάστασής τους. Ωστόσο, και αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στις Ευμενίδες, στην περίπτωση των Μαρμάρων, αυτό δεν θα ήταν μια καταστροφή. Δεν είναι απαραίτητο να αποφασιστεί αν πρέπει να μείνουν στο Λονδίνο ή να επιστρέψουν στην Αθήνα. Αντίθετα, υπάρχει μια πιο εύκολη και προφανής λύση: η μοιρασιά 50-50», γράφει ο Γκαμπέιν.
Και αναλύει το σκεπτικό του για τη… μοιρασιά των Γλυπτών του Παρθενώνα. «Το Βρετανικό Μουσείο κρατά το ένα μισό από τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και η Ελλάδα παίρνει το άλλο μισό. Φυσικά, θα υπάρξουν αντιπαραθέσεις για το ποιος θα πάρει τί. Αλλά κι αυτές μπορούν να λυθούν. Τα Μάρμαρα δεν αποτελούνται από ένα μεγάλο κομμάτι και πολλά μικρά. Υπάρχουν σχεδόν μόνο μεγάλα κομμάτια. Αυτή είναι μια μοναδική κατάσταση και ευκαιρία, από τη στιγμή που σε πολλές περιπτώσεις επιστροφής, η μοιρασιά δεν… «δουλεύει». Δεν μπορείς να κόψεις τη Νεφερτίτη στη μέση ή να σπάσεις τον Οβελίσκο στην Place de la Concorde στα δυο. Η Βρετανία και η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευθούν την κατάσταση αυτή και επιτέλους να λύσουν την αντιδικία τους».
Προτείνει λοιπόν ο αρθρογράφος του Guardian να δημιουργηθούν αντίγραφα για τα κομμάτια που «λείπουν» σε περίπτωση που μια από τις δυο χώρες θέλει να έχει το ολοκληρωμένο κομμάτι. Όπως μάλιστα λέει ο κόσμος δεν θα μπορεί να καταλάβει ποιο είναι το αυθεντικό και πιο όχι! Και, παρά το Brexit, προτείνει και στην Ε.Ε. να βάλει το… χέρι στην τσέπη και να δώσει κονδύλια για να υλοποιηθεί η πρότασή του!
Γκαμπέιν, για να… πείσει ακόμη περισσότερο για την πρότασή του, παρουσιάζει και μια ανάλογη λύση που είχε βρεθεί στην Ελβετία το 1712. Τότε, στρατεύματα της Ζυρίχης είχαν εισβάλλει, γράφει, στην πόλη Σεντ Γκάλεν και από τη βιβλιοθήκη του καθεδρικού της είχαν πάρει πολύτιμα κείμενα και μια σπάνια υδρόγειο, εξαιρετικού μεγέθους. «Για χρόνια, η Σεντ Γκάλεν απαιτούσε την επιστροφή των κλοπιμαίων. Τελικά, το 2006, Ζυρίχη και Σεντ Γκάλεν συμφώνησαν ότι ένα από τα σημαντικά βιβλία θα επιστρεφόταν στη Σεντ Γκάλεν, ότι 40 βιβλία θα παρέμεναν ως δάνειο από τη Σεντ Γκάλεν για τουλάχιστον 40 χρόνια και πως η υδρόγειος θα μεταφερόταν από ένα μουσείο της Ζυρίχης στο εθνικό μουσείο της Ελβετίας και ένα αντίγραφο της υδρογείου θα φτιαχνόταν, με χρήματα της Ζυρίχης, για να τοποθετηθεί στη Σεντ Γκάλεν», γράφει ο Γκαμπέιν.
Και κλείνει το κείμενό του με παράθεση αποσπάσματος από τις Ευμενίδες του Αισχύλου, με σκοπό να… πείσει ότι η λέξη συμβιβασμός είναι ελληνική. «Η ιδέα της μοιρασιάς δεν είναι ελβετική. Ήταν οι αρχαίοι Έλληνες που την ανακάλυψαν. Ή για την ακρίβεια την τραγούδησαν:
Της κακοαχόρταγης Διχόνοιας
εύχομαι, μες στην πόλη αυτή,
το βρουχητό να μη ακουστή·
μηδέ να πιή πολιτών αίμα το χώμα,
που να ζητάη μ’ οργή
άλλη ναρπάξη απ την πόλι
εκδίκησι πίσω με φόνους.
Αλλά χαρές μεταξύ τους
να περνοδίνουν, μ’ αγάπη αμοιβαία
και να μισούν με μια γνώμη·
γιατ’ αυτό σε πολλά, στους ανθρώπους, γιατρειά ναι».