20 χρόνια πριν
Θυμάμαι την 25η Μαρτίου κάποιες χρονιές στο Βαρδάρη. Θυμάμαι τη σημαία να κυματίζει στο μπαλκόνι της γιαγιάς στην Παπαρηγοπούλου, και εγώ να μετράω εμμονικά τις λωρίδες αν είναι όντως 9, μήπως τυχόν και με κοροϊδέψανε…
Θυμάμαι να με ξυπνάνε το πρωί με φιλιά και να μου ψιθυρίζουν «Χρόνια πολλά καρδιά μου…»
Αγοράζαμε στο δρόμο πλαστικές σημαίες και κατηφορίζαμε στην παρέλαση και εγώ σήκωνα τα χέρια μου ψηλά για να χαιρετίσω τα μαχητικά που έσκιζαν τον ουρανό, θαρρώντας πως με βλέπουνε..
Πάντα θα έχω στο νου μου τη γεύση του μπακαλιάρου και της σκορδαλιάς να καίει το παιδικό μου στόμα, και τον πατέρα μου να αφηγείται κάθε χρόνο την ίδια ιστορία, που στον παιδικό μου νου έπαιρνε διαστάσεις συναρπαστικού παραμυθιού…
Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που τον κοιτούσαμε με τα γουρλωμένα παιδικά μας μάτια και το πως τελείωνε πάντα με τα λόγια του Κολοκοτρώνη…
«Εμείς αν δεν ήμασταν τρελοί, δεν κάναμε την επανάσταση… Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την επανάσταση δεν συλλογιστήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τις πόλεις, αλλά ως μια βροχή έπεσε σ’ όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι έμποροι, μικρή και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και κάμαμε την επανάσταση…Ο Θεός έδωσε την υπογραφή του για την Ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω»
Και τότε εγώ φανταζόμουνα ένα Θεό, το δικό μας Θεό, να κάθεται στο γραφείο Του και να βάζει την υπογραφή Του…
20 χρόνια μετά…
Θα ήθελα να πιστέψω ότι το ίδιο ακριβώς θα έκανε και σήμερα. Ότι θα καθήσει στην καρέκλα Του, και θα βάλει την ίδια ακριβώς υπογραφή….
Για αρκετά χρόνια μετά τη μεταπολίτευση καθετί «εθνικό» ή «πατριωτικό» έγινε για αρκετούς ύποπτο, γραφικό, οπισθοδρομικό, αναχρονιστικό και ενίοτε και ντεμοντέ. Από μερίδα κόσμου υπήρξε η θεώρηση ότι η μοντερνοποίηση μιας κοινωνίας συνεπάγεται της απέκδυσης κάθε αναφοράς στο παρελθόν, στα ήθη, στα έθιμα και σε καθετί ελληνικό ή εθνικό. Ήταν τα χρόνια εκείνα που το «made in greece» σήμαινε αντικείμενο δεύτερης κατηγορίας, και έγινε συνώνυμο μιας αδιευκρίνιστης κατωτερότητας….
Ήταν τα χρόνια της πιο ξιπασμένης αμορφωσιάς.
«Και αν έχει κάποιο νόημα να μιλάμε σήμερα για εθνική συνείδηση είναι γιατί μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ξεπεράσουμε τη μνησικακία που υπονομεύει τους κοινωνικούς δεσμούς. Η κοινωνία μας έγινε μνησίκακη γιατί είχε πιστέψει στην ευμάρεια και την έχασε. Η εθνική συνείδηση, όμως, μας υπενθυμίζει πως η χώρα δεν είναι Εταιρεία Περιορισμένης Ιστορικής Ευθύνης.»-Τάκης Θεοδωρόπουλος
Και κάπως έτσι τώρα που είμαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά αναλογίζομαι το συμβολισμό αυτής της νίκης. Το συμβολισμό της νίκης του Δαυίδ έναντι του Γολιάθ, το δίκαιο που κερδίζει το άδικο, η καταπίεση που βρίσκει το δρόμο της ελευθερίας. Και το πιο ουσιώδες, η νίκη της μη-λογικής, του «ανεξήγητου», του «μη-αναμενόμενου». Η νίκη του φωτός.
Γιατί χωρίς αυτή την επανάσταση ο κόσμος της Ευρώπης όπως τον ξέρουμε δεν θα ήταν αυτός που είναι σήμερα.
Και χαζεύω την ελληνική σημαία, μετράω τις λωρίδες από συνήθεια, και συναισθάνομαι το ιστορικό βάρος της ευθύνης, της παράδοσης της πολύτιμης σκυτάλης. Μια σκυτάλη που θα δοθεί σε αυτούς που έρχονται… Γιατί ο ελληνισμός, η έννοια της ελληνικότητας εμπεριέχουν τις υψηλότερες αξίες, της αριστοτελικής ηθικής που ο Χριστιανισμός και η Δύση δανείστηκαν για να οικοδομήσουν όλη τη σκέψη τους και τη δομή των κοινωνιών τους.
Και νιώθω μια υπερηφάνεια να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Για το ομόγλωσσον και το ομότροπον των χιλιάδων χρόνων. Για το πώς το μυαλό δίνει την εντολή στο σώμα για να πορευτεί προς το Μεγάλο, όταν κρίνεται ανάγκη.
Υ.Γ.1 Στο πορτοφόλι πάντα κουβαλώ μερικά λόγια από μια ραδιοφωνική συνέντευξη του Καζαντζάκη σε ένα τσαλακωμένο πλέον πολύτιμο χειρόγραφο.
«Όσο πιο μακρυά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο, την αγαπάμε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού. Όμως από μακρυά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα. Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό. Μακρυά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο, και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι. Έχουν την περηφάνεια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή. Χάρη σ’ αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες. Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Όμως η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν. H Ελλαδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.»– Νίκος Καζαντζάκης
Υ.Γ.2: Η συγκίνηση μου ανακατεύεται με τις παιδικές μου μνήμες, με τη γεύση του μπακαλιάρου που μου καίει το στόμα, με τη σημαία που κρατούσα στα παιδικά μου χέρια σαν να κρατάω την Ελλλάδα ολόκληρη, με τα λόγια του πατέρα μου, με μια γλυκιά μελαγχολία…
Όσο δύσκολα και δυσοίωνα να είναι όλα από παντού, το μπλε και το λευκό της σημαίας σου -δεν ξέρω γιατί- αποπνέουν μια ανυπέρβλητη κλάση, μια αξεπέραστη σιγουριά και δύναμη. Εκφράζουν ένα μακραίωνο «Μπορούμε».
Χρόνια πολλά ακριβή μου Ελλάδα…
Σου χρωστάω τα πάντα.