Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024 -

Η θέση της γυναίκας στην Αρχαία Αθήνα και στην Αρχαία Σπάρτη


Η γυναίκα στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους θεωρούνταν, βιολογικά και ψυχολογικά, πλάσμα που δεν είχε την ικανότητα να ελέγξει τον εαυτό της και να αντισταθεί σε εξωτερικά ερεθίσματα.
 
Έπρεπε να είναι σεμνή, όμορφη και υγιής, προκειμένου να συμβιβάζεται με τα πρότυπα μιας πατριαρχικής κοινωνίας, όπως ήταν η αρχαία ελληνική. Ακόμα και στην τέχνη είναι δυνατόν να παρατηρήσει κανείς ότι από την αρχαϊκή περίοδο ως και το τέλος περίπου της κλασικής περιόδου, όπου το θηλυκό κορμί απελευθερώνεται, η γυναίκα -ιδιαίτερα στη γλυπτική- παρουσιάζεται ευπρεπώς ενδεδυμένη, ενώ αποφεύγεται η έμφαση στα χαρακτηριστικά του φύλου.
 
Στα πλαίσια αυτά θα εξετάσουμε σε δύο ενότητες αντίστοιχα τη θέση της στην οικογενειακή, κοινωνική και πολιτική ζωή σε Αθήνα και Σπάρτη και το στόχο που εξυπηρετούσε. Παράλληλα, θα αναφερθούμε στη διαφορετική αντιμετώπιση που τύγχαναν οι γυναίκες στις δύο σπουδαιότερες αρχαίες ελληνικές πόλεις.
 
Ι. ΑΘΗΝΑΙ
Ο ρόλος της Αθηναίας στην οικογένεια
 
Στην Αθήνα η πρώτη κύρια δυσκολία που αντιμετώπιζε ένα νεογέννητο κορίτσι ήταν να του επιτραπεί να ζήσει. Εξαρτιόνταν άμεσα από την απόφαση του πατέρα η έκθεση του νεογνού σε μια ερημική περιοχή, καθώς η γέννηση ενός θηλυκού μέλους θεωρούνταν ανώφελο και επιπρόσθετο έξοδο για τον οίκο, εφόσον μάλιστα σε ένα κατεξοχήν πατριαρχικό σύστημα κληρονομιάς δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει το οικογενειακό όνομα και συνεπώς τα οικογενειακά περιουσιακά στοιχεία.
 
Βασική αρχή στην αθηναϊκή κοινωνία ήταν το ότι η γυναίκα τελούσε μονίμως υπό ανδρική κηδεμονία. Η νέα κοπέλα μέχρι το γάμο της εξαρτάται άμεσα από τον πατέρα της. Όταν έφθανε στην αποδεκτή κοινωνικά ηλικία γάμου, η οποία σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις υπολογίζονταν με βάση τη γυναικεία ήβη, ο πατέρας της επέλεγε το μέλλοντα σύζυγό της. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, σύμφωνα με ένα παλαιότερο έθιμο, η νύφη αποτελούσε το έπαθλο αγώνων που προκήρυσσε ο πατέρας της και ακόμη σπανιότερα η ίδια επέλεγε το γαμπρό. 
Η τελετή του γάμου περιλάμβανε δύο βασικές διαδικασίες. Η πρώτη ήταν ο αρραβώνας ή εγγύη, στον οποίο η παρουσία της νύφης δεν ήταν υποχρεωτική. Στην πράξη ήταν η υπογραφή του προγαμιαίου συμβολαίου, όπου καθορίζονταν το ύψος της προίκας. Στη συνέχεια ακολουθούσε η έκδοση, που αποτελούσε την κυρίως τελετή της παράδοσης της κοπέλας στο σύζυγο ο οποίος αναλάμβανε πλέον την κηδεμονία της. Ως παντρεμένη πλέον, στο σπίτι του ανδρός της, η πρώτη φροντίδα της ήταν να κάνει ιερές σπονδές μπροστά στην εστία. Από τούδε και στο εξής συμμετέχει ενεργά στις οικογενειακές θρησκευτικές τελετές. 
 
Η βασική ευθύνη της, όμως, ήταν η διαχείριση του οίκου. Μέσω της χρηστής διαχείρισης ενός αθηναϊκού οίκου από τη νοικοκυρά θα επιτυγχάνονταν η ευημερία και η μακροημέρευση του. Για το λόγο αυτό ο σύζυγος και κύριος του οίκου, από την πρώτη στιγμή αναλάμβανε να εξηγήσει το βασικό αυτό καθήκον στη νεαρή γυναίκα του. Η ίδια κατοικούσε στο γυναικωνίτη που περιλάμβανε τον κοιτώνα των συζύγων, τα δωμάτια των κοριτσιών και τα διαμερίσματα που εργάζονταν οι δούλες. Επέβλεπε και κατεύθυνε τους δούλους και φρόντιζε για τη σωστή τακτοποίηση των αγαθών και των πραγμάτων του σπιτιού. Οι αριστοκράτισσες γυναίκες επίσης, στα πλαίσια των οικιακών καθηκόντων τους, ασχολούνταν με την υφαντική και το ράψιμο του ρουχισμού. Επίσης είχαν επιφορτισθεί με την ανατροφή των παιδιών. Ενώ όμως με όλες αυτές τις ασχολίες οι ευκατάστατες Αθηναίες δεν έβγαιναν από το σπίτι, οι φτωχές αναγκαστικά δούλευαν εκτός σπιτιού. Ο Αριστοτέλης μάλιστα γράφει στα Πολιτικά ότι ήταν αδύνατον να εμποδίσει κανείς τις φτωχές γυναίκες να πηγαίνουν στην αγορά. Ανάμεσα σε άλλα εργαζόντουσαν ως εργάτριες μαλλιού, τροφοί, συλλέκτριες καρπών και σε μεγαλύτερη ηλικία ως πωλήτριες, όπως μας μαρτυρούν σχετικές παραστάσεις αγγείων.
 
Η κοινωνική ζωή της γυναίκας στην Αθήνα
 
Στο κοινωνικό πεδίο οι Αθηναίες συμμετείχαν στις κυριότερες θρησκευτικές γιορτές της πόλης. Στα Λήναια και στα Ανθεστήρια προς τιμήν του Διονύσου. Στα Ανθεστήρια υποδέχονταν τη γιορτή του ερχομού της ανοίξεως, των πρώτων λουλουδιών και του νέου κρασιού. Η γιορτή κρατούσε τρεις ημέρες. Συμμετείχαν επίσης στην μεγάλη πομπή των Παναθηναίων που ήταν η επισημότερη γιορτή των αρχαίων Αθηνών προς τιμήν της πολιούχου της πόλεως θεάς Αθηνάς. Όλο το χρόνο, τέσσερις κοπέλες από καλές οικογένειες της Αθήνας, ύφαιναν το ιερό πέπλο. Το πέπλο αυτό ήταν κίτρινο και κεντημένο με σκηνές από τη Γιγαντομαχία. Έπειτα, το πέπλο μεταφερόταν γύρω-γύρω στην πόλη πάνω σε μια καρότσα με μορφή καραβιού, την οποία ακολουθούσε μια μεγαλοπρεπής, εορταστική πομπή. Στην πομπή, βάσει των απεικονίσεων της ανατολικής ζωφόρου του Παρθενώνα, οι κοπέλες κουβαλούν κάνιστρα, τα οποία θα παραδώσουν στον υπεύθυνο της τελετής.
 
Ουσιαστική συμμετοχή είχαν στα Θεσμοφόρια. Τα Θεσμοφόρια τελούνταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες. Βασική αρχή των Θεσμοφορίων αποτελούσε ο αποκλεισμός του ανδρικού φύλου και η συγκρότηση μίας ένωσης γυναικών, μέσω της οποίας τονιζόταν ο ρόλος τους στη γονιμότητα και συμβολικά στην ευφορία της καλλιεργήσιμης γης. Ο εορτασμός τους διαρκούσε τρεις μέρες και ακολουθούσαν μία συγκεκριμένη τελετουργία. Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της γιορτής συγκεντρώνονταν στο ιερό της Δήμητρας και έτσι είχαν την ευκαιρία να περάσουν κάποιες μέρες μακριά από το σπίτι τους. Είχαν τη δυνατότητα να φέρουν μαζί τους και τα παιδιά τους, εάν αυτά βρίσκονταν σε ηλικία που ακόμη τα θήλαζαν. Οι σύζυγοι ήταν υποχρεωμένοι όχι μόνο να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για να παραστούν οι γυναίκες τους στη γιορτή, αλλά και να αναλάβουν τα προβλεπόμενα έξοδα. Στα Θεσμοφόρια δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή των παρθένων.
 
Άλλη μία συμβολή των γυναικών στη δημόσια ζωή ήταν το ιερατικό αξίωμα που ασκούσαν στα πλαίσια της λατρείας των γυναικείων θεοτήτων. Τα καθήκοντα τους ήταν να επιβλέπουν και να διευθύνουν τις λατρευτικές τελετές, όπως τις προσευχές και τις προσφορές και να προστατεύουν την ιερή περιουσία. Μόνο η εκάστοτε ιέρεια είχε δικαίωμα να μεταβεί στο άβατο του ναού και καμία τελετουργική πράξη δεν μπορούσε να εκτελεστεί χωρίς την παρουσία της. Να τονιστεί επίσης ότι το ιερατικό αξίωμα αποτελούσε κληρονομικό δικαίωμα για τις γυναίκες ιερείς ή αγοραζόταν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
 
Εντελώς διαφορετικά ζούσαν οι εταίρες. Απολάμβαναν ελευθερίες, ευρισκόμενες σε μια διαφορετική κατάσταση από τις υπόλοιπες γυναίκες. Σε αντίθεση με τις άλλες γυναίκες, αυτές είχαν γνώσεις της λογοτεχνίας και δεν τους ήταν άγνωστη η τέχνη. Η θέση των καλλιεργημένων και μορφωμένων εταίρων ήταν τελείως διαφορετική. Συμμετείχαν ελεύθερα στα συμπόσια των ανδρών. Στα σπίτια τους μαζεύονταν πλήθος νέων. Τις θαύμαζαν, έστηναν γι' αυτές χρυσά αγάλματα, οι ποιητές τις εγκωμίαζαν στα έργα τους. Πολλές έγιναν διάσημες για την εξυπνάδα και το πνεύμα τους όπως η Φρύνη, ενώ η αθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές επιγραμμάτων που γράφτηκαν από εταίρες. 
 
Η θέση της γυναίκας στην πολιτική ζωή των Αθηνών
 
Στην καθεαυτό πολιτική ζωή των Αθηνών η θέση των γυναικών ήταν ανύπαρκτη. Οι γυναίκες δε θεωρούνταν πολίτες. Δεν είχαν δικαίωμα εγγραφής στους καταλόγους των πολιτών. Εγγράφονταν μόνο στους καταλόγους της φατρίας τους. Επιπλέον δεν είχαν δικαίωμα κατοχής εγγείου ιδιοκτησίας -επομένως ούτε κληρονομιάς-, το οποίο αποτελούσε βασικό κριτήριο για την ιδιότητα του πολίτη. Ακόμη δεν είχαν τη δυνατότητα άσκησης δικαιοπραξιών. Δεν τους επιτρεπόταν δηλαδή να χειρίζονται οι ίδιες τις αστικές υποθέσεις τους. Για το λόγο αυτό εκπροσωπούνταν ενώπιον της πολιτείας από τον κύριό τους. Κατά συνέπεια στερούνταν των πολιτικών δικαιωμάτων που απολάμβαναν οι άνδρες. Ταυτόχρονα όμως έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη μεταβίβαση της ιδιότητας του πολίτη. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο ανήκαν, έστω εμμέσως στην ευρύτερη πολιτική κοινότητα. 
 
Ο ρόλος αυτός συνίστατο στο γάμο. Ο μόνος νόμιμος γάμος στην αρχαία Αθήνα ήταν εκείνος που ένωνε έναν πολίτη με την αστή κόρη ενός άλλου πολίτη. Μάλιστα από το 451 π.Χ αυτό αποτέλεσε νόμο του αθηναϊκού κράτους με ψήφισμα από την Εκκλησία του Δήμου, κατόπιν εισηγήσεως του Περικλή. Απέβλεπε στην ομοιογένεια και τη συνοχή του πολιτικού σώματος. Βλέπουμε λοιπόν ότι η αστή δεν είχε δικαίωμα να συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα, παρότι προέρχονταν από το σώμα των πολιτών. Όμως, ένας Αθηναίος πολίτης ήταν απαραίτητο να έρθει εις γάμου κοινωνίαν με μία αθηναία αστή, προκειμένου τα παιδιά του να μη θεωρηθούν νόθα. Επιπρόσθετα, εάν επρόκειτο για αγόρια θα μπορούσαν να αποκτήσουν την πολύτιμη ιδιότητα του πολίτη και να έχουν δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά.
 
Να αναφέρουμε επίσης την περίπτωση της επικλήρου. Ήταν γυναίκα που βρισκόταν να είναι η μοναδική κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Επειδή η ίδια δεν είχε δικαίωμα κατοχής γης, συνεπώς ούτε κληρονομιάς, είχε το δικαίωμα ο πλησιέστερος συγγενής να τη διεκδικήσει σε γάμο. Ο θεσμός αυτός υποδηλώνει την τεράστια σημασία που δίνονταν στα θέματα διαφύλαξης της περιουσίας του οίκου και της διατήρησης των γενών.
 
ΙΙ. ΣΠΑΡΤΗ
 
Ο ρόλος της Σπαρτιάτισσας στην οικογένεια
 
Οι γυναίκες της Σπάρτης τύγχαναν διαφορετικής αντιμετώπισης από τις Αθηναίες. Λόγω της ολιγανθρωπίας που αντιμετώπιζαν οι Σπαρτιάτες, η μητρότητα καταλάμβανε εξέχουσα σημασία. Τα θηλυκά μέλη της οικογενείας παρέμεναν σε αυτήν μέχρι κάποια ηλικία. Μετά τα αναλάμβανε το κράτος, όπως και τα αγόρια. Η κατάλληλη ηλικία γάμου για μια Σπαρτιάτισσα ήταν γύρω στα είκοσι έτη. Γεγονός που σήμαινε ότι είχε ολοκληρώσει βιολογικά την ανάπτυξή της, σε αντίθεση με τη γυναίκα των Αθηνών που παντρευόταν στην εφηβεία. Όταν έφθανε σε αυτή την ηλικία, ο πατέρας -κυρίως στις αριστοκρατικές τάξεις- αναλάμβανε να βρει το γαμπρό για τη γαμήλια συμφωνία. Έπειτα, στη Σπάρτη συνηθίζονταν η αρπαγή των γυναικών από τους άνδρες, πράγμα άγνωστο στην αθηναϊκή κοινωνία. Στο σπίτι του γαμπρού όπου μεταφέρονταν η κοπέλα, την αναλάμβανε μία γυναίκα του σπιτιού η νυμφεύτρια. Της έκοβε τα μαλλιά και την έντυνε με αντρικά ρούχα. Τη νύχτα την επισκεπτόταν ο γαμπρός με σκοπό να συνευρεθούν. Αυτός ο γάμος συνήθως έμενε για μερικά χρόνια κρυφός. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για «γάμο υπό δοκιμή». Αν από το γάμο αυτό δεν προέκυπταν απόγονοι, που ήταν το ζητούμενο, τότε ο γάμος λυόταν. Ενδέχεται όμως να κρατούνταν μυστικός ο γάμος, εάν ο άνδρας δεν είχε συμπληρώσει το τριακοστό έτος. Ο λόγος ήταν ότι απαγορευόταν να ζήσει το ανδρόγυνο μαζί, πριν την συμπλήρωση της παραπάνω ηλικίας από τον ίδιο.
Να προσθέσουμε επίσης ότι οι Σπαρτιάτισσες, λόγω της αγωγής τους δεν ασχολούνταν με την οικιακή οικονομία. Δεν καταπιάνονταν με το νοικοκυριό και τις ασχολίες του σπιτιού. Με τις δουλειές αυτές καταπιάνονταν το υπηρετικό προσωπικό. Οι δούλες δηλαδή. Εδώ παρατηρούμε μία ακόμη διαφορά νοοτροπίας σε σχέση με τις Αθηναίες νοικοκυρές που έχουν επιφορτισθεί οι ίδιες τα του οίκου τους.
 
Η κοινωνική θέση της γυναίκας στη Σπάρτη
 
Τα κορίτσια μετά τη γέννησή τους παραδίδονταν στην οικογένειά τους για να ανατραφούν, εφόσον δεν παρουσίαζαν κανενός είδους καχεξία ή δυσμορφία. Σε αυτή την περίπτωση τα εξέθεταν, όπως και τα αντίστοιχα δύσμορφα και καχεκτικά αγόρια στους Αποθέτες Η διαφορά σε σχέση με την Αθήνα ήταν ότι η απόφαση για την έκθεση των βρεφών δεν αποτελούσε ιδιωτική υπόθεση του πατέρα, αλλά ανέκκλητη απόφαση της Γερουσίας. Ήταν δηλαδή κρατική υπόθεση, εντασσόμενη στα πλαίσια του ευγονισμού, που συνιστούσε την επιλεκτική προτίμηση στα υγιή και αρτιμελή παιδιά.
 
Από κάποια ηλικία και μετά η πολιτεία, που θεωρούσε κτήμα της όλα τα παιδιά των Σπαρτιατών, αναλάμβανε την αγωγή των νεαρών κοριτσιών. Η εκπαίδευσή τους δεν διέφερε από εκείνη των αγοριών. Συναναστρέφονταν σε αγέλες με σκοπό να σκληραγωγηθούν, όπως τα συνομήλικα τους αγόρια. Υπόκειντο σε παρόμοιες αθλητικές δοκιμασίες και διαφόρων ειδών κακουχίες, ελαφρώς ενδεδυμένα. Παράλληλα εμφανίζονταν στις θρησκευτικές εορτές μύησης, όπως τα ΥακίνθιαΣτη συγκεκριμένη θρησκευτική εκδήλωση έπαιρναν μέρος και τα αγόρια.
 
Η Σπαρτιατική κοινωνία έριχνε το μεγαλύτερο βάρος της στη σφυρηλάτηση των κοινωνικών δεσμών μεταξύ των ελευθέρων Σπαρτιατών και Σπαρτιατισσών. Έθετε σε δεύτερη μοίρα την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Θεωρούσαν τη Σπάρτη ως μια μεγάλη οικογένεια. Πρόκριναν την υπαγωγή του ατόμου και της οικογενείας στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα, μέσω της παροχής παρόμοιας εκπαίδευσης σε αγόρια και κορίτσια. Εντός του πλαισίου αυτού επιτρέπονταν το να εκτίθενται στα μάτια του άρρενος πληθυσμού τα γυμνά ή ντυμένα ανάλαφρα γυναικεία κορμιά. Η εμφάνιση των γυναικών, άλλωστε, έπαιζε το βασικότερο ρόλο στην επιλογή τους από τους συντρόφους τους. Η προίκα διαδραμάτιζε δευτερεύοντα ρόλο. Επιπλέον η σπαρτιατική αγωγή τους προσέδιδε μια πιο αρρενωπή συμπεριφορά από τις γυναίκες των άλλων πόλεων. Ο ίδιες, συναισθανόμενες την αυξημένη κοινωνική τους θέση λειτουργούσαν με αυτό τον τρόπο, έχοντας την πλήρη υποστήριξη του κράτους. 
 
Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσε ο θεσμός της πολυανδρίαςΗ συνήθεια αυτή ήταν αρκετά διαδεδομένη. Σύμφωνα με την πολυανδρία την ίδια γυναίκα μοιράζονταν δύο, τρεις, τέσσερις ή πέντε άνδρες, οι οποίοι συνήθως ήταν αδέλφια. Αυτό το έθιμο επεκτείνονταν και στην περίπτωση που ένας ηλικιωμένος είχε νέα σύζυγο και επιθυμούσε να αποκτήσει παιδιά με το να τη φέρει σε επαφή με έναν νέο και ρωμαλέο άνδρα. Όποιος επίσης για κάποιους λόγους δεν επιθυμούσε να παντρευτεί, είχε τη δυνατότητα να ζητήσει μια παντρεμένη γυναίκα και με την προϋπόθεση της συγκατάθεσης του συζύγου της να αποκτήσει μαζί της παιδιά. Διαπιστώνουμε επομένως ότι, αποκλειστικός στόχος αυτής της σπαρτιατικής πρακτικής ήταν πέρα από την ηθική η υποστήριξη των δικαίων και των συμφερόντων της σπαρτιατικής πολιτείας. Βασική επιδίωξή τους ήταν να διατηρήσουν τη στρατιωτική τους ισχύ και να αποτρέψουν την οποιαδήποτε εξέγερση των πολυαρίθμων ειλώτων, οι οποίοι καραδοκούσαν. 
 
Η θέση της γυναίκας στην πολιτική ζωή της Σπάρτης
 
Οι Σπαρτιάτισσες δεν είχαν άμεση συμμετοχή στο πολιτικά δρώμενα της πόλης τους. Αναμφισβήτητα όμως απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία από τις γυναίκες της Αθήνας. Ασκούσαν αναμφίβολα επιρροή στους άνδρες τους. Όμως, η θεώρηση της Σπάρτης ως γυναικοκρατούμενης πόλης, έχει να κάνει περισσότερο τόσο με τη σχετική ελευθερία των γυναικών όσο κυρίως με τη ανεξάρτητη οικονομική τους θέση στη Σπαρτιατική πολιτεία. Η περίπτωση της πατρούχου είναι χαρακτηριστική. Είναι ανάλογη της επικλήρου. Με μία βασική όμως διαφορά.
 
 
Η πατρούχος μοναχοκόρη έχει δικαίωμα να κληρονομήσει την περιουσία του πατέρα της. Αυτή η κληρονομιά μπορεί να θεωρηθεί και ως προίκα. Όμως και ο πατέρας που βρίσκονταν εν ζωή, προίκιζε με ένα σεβαστό περιουσιακό του κομμάτι την κόρη του. Εξάλλου ο ίδιος ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά αναφέρει ότι στην εποχή του, τον 4ο αιώνα π.Χ, τα δύο πέμπτα της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης ανήκαν σε γυναίκες. Αυτό, βεβαίως, ενδέχεται να οφείλεται και στην ολιγανδρία της Σπάρτης εκείνη την εποχή, λόγω των αλλεπάλληλων πολέμων. Έτσι εξηγείται η συγκέντρωση τόσων κλήρων στα χέρια λίγων γυναικών, με επακόλουθο την αύξηση της πολιτικής επιρροής τους. 
 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
 
Όπως διαπιστώνουμε η θέση της γυναίκας στις πόλεις των Αθηνών και της Σπάρτης, στο πλαίσιο της οικογενειακής, της κοινωνικής και πολιτικής ζωής διέφερε σημαντικά. Στην Αθήνα, από πολιτική άποψη, η γυναίκα Αστή ήταν απαραίτητη γιατί ο σύζυγός της αποκτούσε μέσω αυτής γνήσιους απογόνους και ελεύθερους πολίτες. Ενώ ο ρόλος της στα πλαίσια της οικογένειας και της κοινωνίας έπεται σε σημασία του πολιτικού. Αντίστοιχα στη Σπάρτη είδαμε ότι η λιτή σπαρτιατική αγωγή των γυναικών αντανακλούσε τη θέση τους στην κοινωνία, με βασικότερο χαρακτηριστικό την ενσωμάτωσή τόσο των ιδίων, όσο και των ανδρών σε μία ευρύτερη λειτουργικά κοινωνική ομάδα με γνώμονα το συμφέρον του κράτους.