Η Ελληνική Ιστορία είναι γεμάτη από αγώνες για την απόκτηση ή ανάκτηση ενός πολύτιμου αγαθού για τον άνθρωπο, της Ελευθερίας, για το οποίο θυσιάζει ακόμη και την ίδια του τη ζωή. Αυτό το γνωρίζουν καλά οι Χιώτες, που πλήρωσαν με το αίμα τους την αγάπη τους για τη Λευτεριά το 1822, όταν οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το νησί και έσφαξαν τους κατοίκους του. 90 χρόνια αργότερα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και οι Χιώτες αναπνέουν ελεύθεροι.
Ήταν η 11η Νοεμβρίου του 1912, ημέρα Κυριακή, εορτή των πολιούχων της Χίου Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. Από τότε εορτάζεται και ως ημέρα της απελευθερώσεως από τον τουρκικό ζυγό. Κάθε χρόνο η Χίος ζει αυτές τις ανεπανάληπτες στιγμές, τις υπέροχες, τις ευτυχισμένες, που έρχονται στη μνήμη με τη ζωντάνια του πρόσφατου γεγονότος.
Ήταν η εποχή που τα Βαλκανικά κράτη βρίσκονταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ελλάδα, μέσα σε μικρό διάστημα, είχε απελευθερώσει σημαντικό μέρος της Δυτικής Μακεδονίας και είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη.
Το επόμενο βήμα ήταν η απελευθέρωση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Προηγήθηκε η Λέσβος και ακολούθησε η Χίος. Μοίρα ελληνικών πλοίων, ευδρόμων, αντιτορπιλικών και μεταγωγικών, έκανε απόβαση στην περιοχή Κονταρίου, στις παρυφές της πόλης της Χίου, μετά τη δήλωση του στρατιωτικού διοικητή Ζιχνή-βέη, ότι θα υπερασπιστεί το νησί μέχρι εσχάτων.
400 Τούρκοι εμπόδισαν την απόβαση που ξεκίνησε στις 3 και τέταρτο το απόγευμα της 11ης Νοεμβρίου και ολοκληρώθηκε στις 7 το βράδυ της ίδιας μέρας. Η Τουρκική αντίδραση κάμφθηκε σε μικρό διάστημα, μετά το βομβαρδισμό, που δέχτηκαν οι τουρκικές θέσεις από τα πλοία του ελληνικού στόλου, και υποχώρησαν. Κατά τη απόβαση έπεσαν νεκροί οι Εμμ. Ποθητός και Ιω. Χρυσολωράς, πρωτεσίλαοι της Χιακής Ελευθερίας. Οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν σε ασφαλέστερα μέρη, περιοχή Καρυών, Μονής Αγίου Μάρκου και Νέας μονής.
Την επόμενη, 12 Νοεμβρίου του 1912, ο ελληνικός στρατός, που είχε διανυκτερεύσει την προηγούμενη στο Κοντάρι, μπήκε στην πόλη, που άνοιξε τις αγκαλιές της να τον δεχθεί μέσα σε έξαλλη χαρά. Πρώτοι – πρώτοι ο Μητροπολίτης Χίου Ιερώνυμος Γοργίας και ο Δήμαρχος Νικόλαος Κουβελάς υποδέχτηκαν τον ελευθερωτή στρατό και τον αρχηγό του, Συνταγματάρχη Νικόλαο Δελαγραμμάτικα.
Ο στρατός έστησε τις προφυλακές του στη θέση Άγιος Δημήτριος (των Τσαγκαράδων) και από εκεί επιτηρούσε Καρυές και Μονή Αγίου Μάρκου, όπου είχαν καταφύγει οι Τούρκοι. Ο τουρκικός στρατός ήταν καλά εφοδιασμένος σε τρόφιμα και πολεμοφόδια και τελούσε υπό τις διαταγές του Ζιχνή – βέη, αξιωματικού με αρτιότατη μόρφωση και Ικανότητα, σπουδασμένου στη Γερμανία.
Στις 14-11-1912 οι ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στις Καρυές επεχείρησαν να απωθήσουν τους Τούρκους από τις ασφαλείς θέσεις που κατείχαν πάνω στην κορυφογραμμή του Αίπους, αλλά απέτυχαν και στις δύο τους προσπάθειες. Τα ξημερώματα της 15-11-1912 άρχισε η επιχείρηση κατάληψης του Αίπους. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο. Δυσχερής η ανάβαση. Ευτυχώς οι Τούρκοι αντελήφθησαν τους Έλληνες αργά, όταν πια είχαν φτάσει στην κορυφογραμμή και είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται, προκειμένου να διευκολύνουν και την ανάβαση των άλλων.
Οι φρουροί των τουρκικών προφυλακών αιφνιδιάστηκαν και πολλοί υποχώρησαν. Οι Έλληνες προχώρησαν σε βάθος 500 μ. όπου και παρέμειναν. Δυστυχώς, η διμοιρία των πεζοναυτών με διοικητή το Δεμέστιχα, προήλασε πέραν των θέσεων αυτών.
Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, ο ανοιχτός χώρος του οροπεδίου, το μαύρο χρώμα της στολής τους, ο καπνός από τους γκράδες και ο βομβαρδισμός των προχωρημένων θέσεων από τη Μακεδονία δυσχέραιναν την κατάσταση. Ένα άλλο τμήμα πεζοναυτών με τον ανθυποπλοίαρχο Νικ. Ρίτσο κατευθύνθηκε στη θέση Κυμιές, κυρίευσε τη μάντρα, αλλά, κατά την επιχείρηση, πληγώθηκε ο Ρίτσος κατάστηθα, μεταφέρθηκε στο πρόχειρο Νοσοκομείο, που είχε συγκροτηθεί στη Σχολή του Αγίου Γεωργίου Βροντάδου, και εκεί εξέπνευσε ο ήρωας.
Το απόσπασμα του Ρίτσου είχε εκμηδενίσει την τουρκική αντίσταση. Στο άλλο μέτωπο ο Δεμέστιχας αγωνιζόταν με αντικειμενικό στόχο να καταλάβει τα υψώματα της Σελλάδας. Στην προσπάθεια του αυτή εγκλωβίστηκε και αντιμετώπισε τα τουρκικά πυρά και από τις τρείς πλευρές.
Κατ' επανάληψη απέκρουσε τις τουρκικές επιθέσεις. Στη συνέχεια, ο αγώνας διεξαγόταν σώμα με σώμα. Στο σημείο αυτό πληγώθηκε θανάσιμα ο δόκιμος σημαιοφόρος Ιω. Παστρικάκης καθώς και ο Δεμέστιχας, που μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Χίου, αφού, προηγουμένως, είχε διατάξει υποχώρηση, μια και οι περισσότεροι των πεζοναυτών είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Τελικά, ήρθαν ενισχύσεις και ο εχθρός αναγκάστηκε να υποχωρήσει με μεγάλες απώλειες.
Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι τη νύχτα. Ο Πέτρος Καρακασσώνης, υπασπιστής του Δελαγραμμάτικα και αφηγητής των ιστορικών γεγονότων, εξέφρασε την άποψη του για την πρωτοβουλία Δεμέστιχα. Σύμφωνα μ' αυτήν, αν δεν έσπευδε ο 9ος λόχος των πεζών, για να διευκολύνει τα πράγματα, τα αποτελέσματα για το άγημα του Δεμέστιχα θα ήταν ολέθρια και μάλιστα για ένα εγχείρημα εντελώς άσκοπο. Στη μάχη του Αίπους οι ελληνικές απώλειες ήταν 7 νεκροί και 62 τραυματίες και οι τουρκικές ανέρχονταν σε 26 νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Στις 16 Νοεμβρίου οι Τούρκοι υποχώρησαν, ενώ οι Έλληνες κατέλαβαν τη θέση Σελλάδα, Στις 18 Νοεμβρίου οι τουρκικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση στις ελληνικές προφυλακές, που ενισχυμένες με εφεδρικές δυνάμεις πρόβαλαν πεισματώδη αντίσταση, που ανάγκασε τους Τούρκους σε υποχώρηση. Τελικά και οι ελληνικές δυνάμεις, με διαταγή του Δελαγραμμάτικα, εγκατέλειψαν το Αίπος και υποχώρησαν στη γραμμή Αρμένη, Κοφινά, Παρθένη, Αγ. Γεωργίου και Λιθίου. Στην απόφαση αυτή βάρυναν τόσο οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, με το πολύ κρύο και τη βροχή, που ταλαιπώρησαν αφάνταστα τον ελληνικό στρατό, και κυρίως, η γνώμη του Δελαγραμμάτικα, που έκρινε ότι οι δυνάμεις του ήταν ανεπαρκείς, για να εξουδετερώσουν την πείσμονα τουρκική αντίδραση. Κατόπιν αυτού οι επιχειρήσεις ανεστάλησαν μέχρι της αφίξεως ενισχύσεων.
Την εγκατάλειψη του Αίπους αντελήφθησαν οι Τούρκοι και κατέλαβαν τις νότιες πλαγιές του. Μάλιστα στις 24/11 άνοιξαν πύρ κατά των προφυλακών του Βροντάδου, για να πάρουν άμεση απάντηση από τα πυροβόλα της μοίρας του στόλου και να μην ενοχλήσουν ξανά. Στις 29 Νοεμβρίου ο Ζιχνή-βέης διέταξε γενική επίθεση κατά των ελληνικών προφυλακών και πάλι απωθήθηκαν οι Τούρκοι και υποχώρησαν. Στο μεταξύ, ενισχύθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις με την άφιξη εθελοντικών σωμάτων Κρητικών, Ικαρίων και Χιωτών. Οι τελευταίοι είχαν αρχηγό το Γεώργιο Μπουρνιά. Επίσης, δύναμη δύο ταγμάτων, 950 άντρες συνολικά, ήρθαν από τη Μυτιλήνη, εφοδιασμένοι με πυροβόλα και πολυβόλα.
Παρά το γεγονός ότι οι συσχετισμοί ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων είχαν ανατραπεί σημαντικά υπέρ των ελληνικών, ο συνταγματάρχης Δελαγραμμάτικας απέφυγε κάθε επιθετική ενέργεια θεωρώντας ότι οι νέες δυνάμεις δεν ήταν επαρκώς γυμνασμένες και εξ αυτού ήταν απρόθυμος να τις οδηγήσει σε μια πολύνεκρη σύγκρουση. Πίστευε, ότι οι τουρκικές δυνάμεις βρίσκονταν μέσα σ' ένα ασφυκτικό κλοιό που θα τους εξανάγκαζε αργά ή γρήγορα σε παράδοση. Πραγματικά ακολούθησαν διαπραγματεύσεις στις 18 και 19/11 που κατέληξαν σε αποτυχίας.
Μετά το γεγονός αυτό το αμέσως επόμενο βήμα ήταν η εκδήλωση ελληνικής επίθεσης, που προγραμματίστηκε για τις 20 Δεκεμβρίου. Στρατός, στόλος και εθελοντές άρχισαν να σφυροκοπούν ανελέητα τις εχθρικές θέσεις από παντού. Τα πλοία έβαλαν κατά των Αγ. Πατέρων, του Προβατείου, του Αίπους, του Μαρμάρου Καρδαμύλων, του Πιτυούς, της Βολισσού, του Αγ. Ισιδώρου. Το αποτέλεσμα ήταν να σημάνει παντού τουρκική υποχώρηση, ενώ οι Έλληνες προήλαυναν σ' όλα τα μέτωπα.
Ο Ζιχνής, βλέποντας τις δυνάμεις του, που είχαν συγκεντρωθεί στον Κοχλιά, να είναι περικυκλωμένες, ζήτησε να παραδοθεί. Η παράδοση του καθώς και 7 αξιωματικών έγινε στις 8 το βράδυ της 20ης Δεκεμβρίου του 1912 στις Καρυές στον ταγ/ρχη Παπαδημητρίου και συνεχίστηκε στις 9 το πρωί της επομένης με την παράδοση 1,994 οπλιτών και υπαξιωματικών και 37 αξιωματικών. Ακόμη, στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν πυροβόλα, πυρομαχικά, τρόφιμα και τηλεφωνικά μηχανήματα.
Από τους αιχμαλώτους, οι βαριά τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν στον Τσεσμέ, ενώ οι υπόλοιποι, με πλοία, προωθήθηκαν στην Παλιά Ελλάδα. Το πολυάριθμο πλήθος, που παρακολούθησε την επιβίβαση τους, δεν εκτράπηκε ούτε σε χειροδικίες ούτε σε ύβρεις.
Στις 26 και 27/12 ο ελληνικός στρατός κατοχής με αρχηγό το Δελαγραμμάτικα αναχώρησε για το μέτωπο της Ηπείρου. Αξίζει, επίσης, να εξαρθεί η δράση των εθελοντικών ομάδων, που έλαβαν ενεργό μέρος στην απελευθέρωση της Χίου, τόσο των προερχόμενων από την Κρήτη και την Ικαρία, όσο των Χιωτών που διέμεναν στο νησί, αλλά και όλων που εγκατέλειψαν τον τόπο διαμονής τους σε Ελλάδα, Ευρώπη και Αμερική και κατετάγησαν σε εθελοντικά σώματα. Μεγάλη η προσφορά του εθελοντικού λόχου των Καρδαμυλίων, ψυχή του οποίου υπήρξαν ο γιατρός Ηλίας Ασπιώτης και ο Μιχ. Ζολώτας.
Το σώμα αυτό, στη μάχη της Γριάς και του Καρφωτού, απέκρουσαν τους Τούρκους. Σημαντικές, επίσης, ήταν οι υπηρεσίες που πρόσφεραν το σώμα των εθελοντών της Βολισσού με το γιατρό Γεώργιο Κοκράνη και το σώμα των Μαστιχοχώρων με αρχηγό τον αρχιμανδρίτη Νεόφυτο Παπαναστασίου.
Αξιόλογη, ακόμη, υπήρξε η συμπαράσταση που προσέφεραν στο μαχόμενο ελληνικό στρατό οι κάτοικοι του Βροντάδου, άντρες και γυναίκες. Οι σπουδαιότερες επιχειρήσεις, κατά την απελευθέρωση της Χίου, διεξήχθησαν στην περιοχή του Αίπους, περιοχή που ανήκε στο Βροντάδο.
Οι Βρονταδούσοι χρησίμευαν στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ως ανιχνευτές, τραυματιοφορείς και ανεφοδιαστές – μεταγωγείς. Αλλά και οι Βρονταδούσαινες προσέφεραν στον τομέα της περίθαλψης και του επισιτισμού. Αξιοθαύμαστο υπήρξε το γεγονός, ότι ο γιατρός Γεώργιος Κ. Πιταούλης, συνεπικουρούμενος και από άλλους ιατρούς και την επιτροπή περίθαλψης, χρησιμοποίησαν, αφού εξόπλισαν επαρκώς το σχολείο του Αγίου Γεωργίου Βροντάδου ως πρόχειρο νοσοκομείο.
Τον ελληνικό στρατό συνέδραμαν κάτοικοι της Λαγκάδας, της Συκιάδας και άλλων περιοχών, στις οποίες υπήρχαν ελληνικές δυνάμεις. Και στην πόλη της Χίου εκδηλώθηκε τεράστιο ενδιαφέρον για τον επισιτισμό και την περίθαλψη του στρατού και οργανώθηκε στρατιωτικό Νοσοκομείο με εθελοντική εργασία και προσφορά.
Στο κάλεσμα της πατρίδας υπήρξε, επίσης, πρόθυμη ανταπόκριση από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Σκυλίτσειου Νοσοκομείου Χίου, καθώς και της ιδιωτικής κλινικής του χειρουργού Ιωάννη Κουντουρά. Παροιμιώδης υπηρξε η φιλοξενία που πρόσφεραν απλοί πολίτες στον ελληνικό στρατό, κάτι που αναγνώρισαν επίσημοι στρατιωτικοί παράγοντες. Μεγάλη υπήρξε, τέλος, η συνδρομή του ιερού κλήρου στον αγώνα, ιδιαίτερα όμως πρέπει να υπογραμμιστεί η δράση του μοναχού της σκήτης του Αγ. Μάρκου Ιγνατίου Παίδα, που, κατ'επανάληψη, κατάφερε να διολισθήσει στις ελληνικές γραμμές και να ενημερώσει το Δελαγραμμάτικα και τον κυβερνήτη της «Μακεδονίας» για τη θέση του εχθρού. Ακόμη, να εξαρθεί η ηρωική δράση του αρχιμανδρίτη π. Ηλία Λίναρη, του αρχιμανδρίτη π. Νεόφυτου Παπαναστασίου, του διάκου της μονής Μυρσινιδίου Μακαρίου και του Καρδαμυλίτη παπά Κ. τσυγγρού.
«Εις αιώνιον μνημόσυνον» παραθέτουμε τα ονόματα των πεσόντων προμάχων της χιακής ελευθερίας κατ'αλφαβητική σειρά. Βελεφριώτης Άγγελος, Βλαδικόπουλος Ιωάννης, Γαλανούδης Ιωάννης, Γανιώτης Γεώργιος, Γύπαρης Στυλιανός, Κακκαβάς Ανδρέας, Καρράς Αντώνιος, Κλήμης Νικόλαος, Κόκκινος Παντελεήμων, Κουζούπης Επαμεινώνδας, Κούκος Γαβριήλ, Κουλτσινιώτης Βασίλειος, Κούρος Νικόλας, Κούτρας Κοσμάς, Κυριακάτος Δημήτριος, Λελουδάκης Ανδρέας, Μανιώτης Γεώργιος, Μανωλάκης Μιχαήλ, Μαρούλης Μιχαήλ, Μαυροβουνιώτης Ι., Μηραλιώτης Ανδρέας, Μιχελής Γεώργιος, Μπενής Βαρδής, Μπιτζάνης Ματθαίος, Νιστάζος Θ., Παπαγεωργίου Ευάγγελος, Παπαδάκης Ιωάννης, Παρασκευάς Ηλίας, Πασίος ή Χαρβάτης, Παστρικάκης Ιωάννης, Πέρρος Γεώργιος, Πιπιλής Σπυρίδων, Ποθητός Εμμανουήλ, Πολίτης Ιωάννης, Ρούσης Δημήτριος, Σιγάλας Γεώργιος, Στάϊκος Βασίλειος, Στυλιανομανώλάκης Ανδρέας, Τριβέλας Κωνσταντίνος, Φουντής Ηλίας, Χαμηλοθώρης Σταύρος, Χανιώτης Γεώργιος, Χρύσης Κλέαρχος, Χρυσολωράς Ιωάννης,
Η Χίος ευγνωμονούσα, από την ημέρα της απελευθέρωσης της και μέχρι σήμερα, την συμπλήρωση της εκατονταετίας του ελεύθερου βίου, δεν έπαυσε να τιμά τη μνήμη των ενδόξων νεκρών με θρησκευτικά μνημόσυνα, δεήσεις, μαθητικές εορταστικές εκδηλώσεις, παρελάσεις, ομιλίες.
Το 1929, με δαπάνη του ναού του Αγίου Γεωργίου Βροντάδου, στήθηκε μαρμάρινη στήλη των πεσόντων στο Αίπος, ενώ τα οστά των ηρώων, από το 1954, εναποτέθηκαν σε μαρμάρινη λάρνακα σον πρόναο του ίδιου ναού. Επίσης, στην πλατεία, μπροστά στο ναό, τοποθετήθηκαν οι προτομές των Ρίτσου και Παστρικάκη κι ακόμη, στην περιοχή του Κονταριού, πάνω σε λόφο, στήθηκε προτομή που εικονίζει στρατιώτη του 1912, αφιερωμένη στη μνήμη των πρώτων νεκρών της απόβασης.
Τέλος, κάθε χρόνο, ο Φιλοπρόοδος Όμιλος Βροντάδου διοργανώνει λαϊκό ανώμαλο δρόμο στη διαδρομή από το ναό του Αγίου Μακαρίου μέχρι την κορυφή του Αίπους, στη μνήμη της θυσίας των παλικαριών.
Μια ιστορική αναδρομή οδηγεί άφευκτα μια πορεία επίπονη αγώνων και θυσιών στα 100 χρόνια που μεσολάβησαν από την εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 – 13, αγώνων που παρουσίαζαν εξάρσεις και υφέσεις, ζενίθ και ναδίρ, προκειμένου να διατηρήσει την υπόσταση του, την ελευθερία του και να εργαστεί για την προκοπή του.