Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024 -

Τα νομικά «όπλα» για επιστροφή των Γλυπτών



Στις αρχές του 1980 ένα περιστατικό που συνέβη στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού λίγο έλειψε να προκαλέσει πρωτοφανείς εντάσεις ανάμεσα στη Γαλλία και στο Μεξικό.

Ενας Μεξικανός, ονόματι Jose Luis Castaneda, πήγε στη Βιβλιοθήκη για να μελετήσει μερικούς από τους κώδικες των Αζτέκων. Φεύγοντας πήρε τον παλαιότερο, χρονολογούμενο από τον 15ο αιώνα, και επέστρεψε στο Μεξικό. Σήμανε συναγερμός. Τελικώς ο Castaneda εντοπίστηκε στο σπίτι του. Ο κώδικας που είχε αφαιρέσει είχε δωρηθεί από τον ίδιο στο Εθνικό Μουσείο Ιστορίας του Μεξικού, και αυτός, απολογούμενος για την πράξη του, είπε: «Εσωσα ένα σημαντικό κομμάτι από την πολιτιστική μας κληρονομιά».

Το περιστατικό αυτό θυμήθηκε ο γνωστός καθηγητής του Ποινικού Δικαίου Χρίστος Μυλωνόπουλος, όταν πριν από τις γιορτές εισηγήθηκε για την ποινική διάσταση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο που διοργανώθηκε με θέμα την προστασία (από νομικής πλευράς) των αρχαιοτήτων μας αλλά και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Ελληνες και ξένοι νομικοί προσπάθησαν να μυήσουν το κατάμεστο ακροατήριό τους στα θέματα της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών. Σε ό,τι αφορά στην επιστροφή των Γλυπτών, ο κ. Μυλωνόπουλος παρέθεσε σωρεία νομικών επιχειρημάτων που στηρίζουν το αίτημα για επιστροφή, ενώ ενέταξε πέραν των άλλων και ποινικές πτυχές. Υποστήριξε δηλαδή ότι ο Ελγιν πήρε τα γλυπτά πληρώνοντας «κάτω από το τραπέζι», παρανομώντας δηλαδή, διαπράττοντας το βαρύ αδίκημα της δωροδοκίας, που από τότε τιμωρούσαν αυστηρά οι βρετανικές αρχές.

Οι επιστήμονες που καταπιάστηκαν με το φλέγον από κάθε άποψη θέμα της προστασίας των αρχαιοτήτων και των πολιτιστικών κειμηλίων (Ιωάννης Ανδρουλάκης, Ιωάννης Μοροζίνης και ο πανεπιστημιακός από την Ιταλία Ανδρέα Καστάλντο) περιέγραψαν την εικόνα ενός νομικού πλαισίου που συμπυκνώνεται στο δίπτυχο «ελλιπής και αυστηρή», σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον νόμο του 2002 (αριθμός 3028) που προστατεύει όλες τις αρχαιότητες που βρίσκονται επί ελληνικού εδάφους, ακόμα και τις «αλλοδαπές» (όπως αιγυπτιακά ειδώλια), αν είναι καταγεγραμμένες, αλλά όχι εκείνες που βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών.

Η νομοθεσία μας προβλέπει, ως συνήθως, αυστηρότατες ποινές για τους δράστες, τόσο αυστηρές που δημιουργούνται προβλήματα στην πράξη. Το γιατί το εξήγησαν οι ομιλητές: «Οι αυστηρές ποινές δεν βρίσκουν ανταπόκριση σε άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ικανοποιητική δικαστική συνεργασία, ενώ προκαλούνται και δυσκολίες στη διασυνοριακή δήμευση».

Η αυστηρή νομοθεσία όμως δεν αρκεί για να προστατευθούν τα πολιτιστικά κειμήλια εν γένει. Κεφαλαιώδες, όπως τόνισαν οι ειδικοί, είναι να καταγράφονται οι αρχαιότητες και να τηρείται από την πλευρά της χώρας μας η υποχρέωσή της να εφαρμόζει κατά γράμμα τη σχετική σύμβαση της UNESCO του 1970 για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών. Μείζονος σημασίας επίσης είναι το γεγονός ότι πρέπει να δηλώνονται σε διεθνείς πλατφόρμες αρχαία ή άλλα πολιτιστικά αντικείμενα που χάθηκαν, για να είναι ευχερής ο εντοπισμός τους. Αυτό, όπως ειπώθηκε, δυστυχώς δεν γίνεται πάντα. Η παρατήρηση ενός εκ των εισηγητών, του Ιω. Μοροζίνη, για την ακολουθούμενη πρακτική από τη χώρα μας υπήρξε σαφής. «Την ύπαρξη των αρχαιοτήτων γνωρίζει, αλλά την τύχη τους αγνοεί»!