Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 -

Μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς τους συμμετέχοντες στο Διεθνές Συνέδριο για την Ποιμαντική Διακονία στη Υγείας



Μήνυμα προς τους συμμετέχοντες στο Δ’ Διεθνές Συνέδριο για την Ποιμαντική Διακονία στον Χώρο της Υγείας απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

 

Οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου, το οποίο διοργανώνεται στη Ρόδο από το «Δίκτυο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ποιμαντική στον Χώρο της Υγείας» και φιλοξενείται από την Ι.Μητρόπολη Ρόδου, ξεκίνησαν χθες και θα ολοκληρωθούν στις 15 Οκτωβρίου.

 

Στο Μήνυμά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης, το οποίο αναγνώσθηκε κατά την έναρξη των Εργασιών του Διεθνούς Συνεδρίου, σημειώνει, μεταξύ άλλων ότι, «η πίστις εις την Ανάστασιν του Χριστού και η γνωριμία των ανθρώπων μετ’ Αυτού, όστις αποτελεί την πηγήν της ζωής, συνιστούν την βάσιν διά την αντιμετώπισιν του πόνου, της απογοητεύσεως, της ψυχικής καταθλίψεως και της ελλείψεως της ελπίδος. Διά τούτο η Εκκλησία μας πιστεύει και διακηρύττει ότι ο πόνος και η ψυχική θλίψις είναι σύνδρομα οφειλόμενα εις την απουσίαν του Θεού από την ζωήν μας».

 

«Οι Άγιοι μας αποτελούν τα πρότυπα της καρτερικότητας εις τας θλίψεις, τας διώξεις και τον θάνατον, διδάσκουν δε με την ζωήν των ότι “η ελπίς ου καταισχύνει” (Ρωμ.ε’, 5). [...] Την βασικήν πηγήν ελλείψεως της ελπίδος και κινήτρων διά την ζωήν εις τας ημέρας μας συνιστά η ευημερία και ο κορεσμός, η άνεσις και η ευδαιμονία, ήτοι πάντα όσα προβάλλουν την υλικήν και σωματικήν υπόστασιν του ανθρώπου, ενώ η Εκκλησία ενδιαφέρεται διά τον καθαγιασμόν του ανθρώπου ως συνόλου και διά την σωτηρίαν του ως ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας», τονίζεται σε άλλο σημείο του Πατριαρχικού Μηνύματος.

 

«Είμεθα βέβαιοι ότι εις τας υπό των εκλεκτών εισηγητών και των συνέδρων διαπραγματευθησομένας ενότητας του Συνεδρίου, αφορώσας εις την έννοιαν της ελπίδος, όπως αυτή εκφράζεται εις την Αγίαν Γραφήν, εις την μοναχικότητα εις την ζωήν και την ασθένειαν, εις την έμπνευσιν ελπίδος εις τους νέους, είς την απόγνωσιν εν όψει σοβαρών ψυχολογικών καταστάσεων και ασθενειών, εις την αντιμετώπισιν των χρονίως πασχόντων, εις τα ευρισκόμενα εις το περιθώριον της ζωής άτομα, εις την πνευματικήν διάστασιν και βιωσιμότητα εν μέσω κοινωνικών προκλήσεως και τέλος, εις την απογοήτευσιν των θεραπόντων και εις την διαχείρισιν των αναφυομένων προβλημάτων, θα αναπτυχθώσιν αρκούντως σοβαροί προβληματισμοί και θα διατυπωθώσιν αξιόλογοι θέσεις, θα εξαχθώσι δε ελπιδοφόρα συμπεράσματα προς ανεύρεσιν της χαμένης ελπίδος και, βεβαίως, προς ωφέλειαν της επιστήμης και των διακονούντων εις τον χώρον της υγείας κληρικών τε και λαϊκών» καταλήγει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, εκφράζοντας τις ευχές του για την πλήρη επιτυχία των εργασιών του Διεθνούς Συνεδρίου, «επευλογούντες εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος πάντας υμάς και τα θεάρεστα έργα των χειρών υμών».

 

Υπενθυμίζεται ότι το Πατριαρχικό Δίκτυο για την Ποιμαντική Διακονία στο Χώρο της Υγείας, συντονιστής του οποίου είναι ο Πρωτοπρεσβύτερος Σταύρος Κοφινάς, διοργανώνει ένα Συνέδριο κάθε τρία χρόνια (2008, 2011, 2014). Τα Συνέδρια αυτά δίνουν την κατάλληλη ευκαιρία στις τοπικές Εκκλησίες, στους επιστήμονες και στους επαγγελματίες που διακονούν τον ασθενή, να ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους και να συζητούν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.

 

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του Μηνύματος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου:

 

Τῷ Αἰδεσιμολογιωτάτῳ Πρωτοπρεσβυτέρῳ κυρίῳ Σταύρῳ Κοφινᾷ, Συντονιστῇ τοῦ «Δικτύου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν Ποιμαντικήν Διακονίαν εἰς τόν Χῶρον τῆς Ὑγείας», τέκνῳ τῆς ἡμῶν Μετριότητος ἐν Κυρίῳ ἀγαπητῷ, χάριν καί εἰρήνην παρά Θεοῦ.

 

Μετά πολλῆς πάντοτε στοργῆς καί ὑψηλοῦ ἐνδιαφέροντος παρακολουθοῦντες ἀπό τοῦ ἐν Φαναρίῳ Σεπτοῦ Κέντρου τά περί τό Δίκτυον Ποιμαντικῆς εἰς τόν χῶρον τῆς ὑγείας, ἐπληροφορήθημεν μέ ἰδιαιτέραν χαράν τήν σύγκλησιν ἐν Ρόδῳ, ἀπό ια´ ἕως καί ιε´ ἐ.ἔ., τοῦ Δ΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, ἔχοντος ὡς θέμα: «Ἀναθερμαίνοντες τήν ἐλπίδα - Ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται», φιλοξενουμένου δέ ὑπό τοῦ Ἱερωτάτου καί λίαν ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ Μητροπολίτου Ρόδου κ. Κυρίλλου, πρός τόν ὁποῖον ἐκφράζομεν τήν ὁλόθυμον Πατριαρχικήν ἡμῶν εὐαρέσκειαν καί εὐχαριστίαν.

Ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι τό θέμα τοῦτο προέκυψεν ἔνεκα τῆς δυσαρέστου καταστάσεως τήν ὁποίαν διαπιστοῦμεν σήμερον, διαδεδομένην ὅσον ποτέ ἄλλοτε εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρώπου, τοὐτέστι τῆς βαθείας ἀπογνώσεως, τῆς ἐξουθενωτικῆς καταθλίψεως καί τῆς ἐλλείψεως νοήματος διά τήν ζωήν. Ἀσφαλῶς, ἡ πίστις εἰς  τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί ἡ γνωριμία τῶν ἀνθρώπων μετ᾽ Αὐτοῦ, ὅστις ἀποτελεῖ τήν πηγήν τῆς ζωῆς, συνιστοῦν τήν βάσιν διά τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ πόνου, τῆς ἀπογοητεύσεως, τῆς ψυχικῆς καταθλίψεως καί τῆς ἐλλείψεως τῆς ἐλπίδος. Διά τοῦτο ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει καί διακηρύττει ὅτι ὁ πόνος καί ἡ ψυχική θλῖψις εἶναι σύνδρομα ὀφειλόμενα εἰς τήν ἀπουσίαν τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωήν μας.

Ὁ Θεός ἐδημιούργησε μόνον ζωήν. Ὁ πόνος καί ὁ θάνατος εἶναι ἀποτελέσματα τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελοῦν δέ συνέπειαν τοῦ κακοῦ, τῆς παραχρήσεως τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς ἐλευθερίας του. Αἱ καταθλίψεις, αἱ στενοχωρίαι, αἱ ἀπογοητεύσεις καί ὁ θάνατος, συνιστοῦν μίαν πραγματικότητα ἀρρήκτως συνδεδε-μένην μέ τήν μεταπτωτικήν κατάστασιν τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία τόν ταλανίζει, ἀναλόγως τῆς ἐγγύτητος ἤ τῆς ἀποστάσεως τήν ὁποίαν ἔχει πρός τόν Θεόν.

Ἡ ὑπέρβασις τῆς ἀτέρμονος περιδινήσεως μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης ἐπιτυγχάνεται μόνον μέ τήν χαράν, ἡ ὁποία ἀντλεῖται ἀπό τόν Χριστόν, ὅστις εἶναι ἡ πραγματική καί ἀληθινή πηγή τῆς χαρᾶς. Ἡ κοινωνία καί συσχέτισις μετ᾽ Αὐτοῦ ἀποτελεῖ, «ἐν ἐλευθερίᾳ», τήν μόνην ὁδόν, διά νά ὑπομένῃ κάποιος τάς δυσκολίας τῆς ζωῆς του. Μόνον ἐντός αὐτῆς τῆς προοπτικῆς δυνάμεθα νά δεχώμεθα τήν στέρησιν τῆς ἡδονῆς καί νά ὑπομένωμεν τήν ὀδύνην, ἀκόμη καί εἰς τήν περίπτωσιν κατά τήν ὁποίαν αὐτή συνδέεται μέ τόν θάνατον. Ἡ τοιαύτη πραγματικότης ἀποτελεῖ ἔκφρασιν τοῦ βιώματος καί τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὕτη ἐντοπίζεται εἰς τήν μαρτυρικήν τελείωσιν τῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπα τῆς καρτερικότητος εἰς τάς θλίψεις, τάς διώξεις καί τόν θάνατον, διδάσκουν δέ μέ τήν ζωήν των ὅτι «ἡ ἐλπίς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε’, 5). Ἡ ἐλπίς δέν καταισχύνει ἡμᾶς τούς βασιζομένους εἰς αὐτήν καί ἐλπίζοντας εἰς τόν Θεόν, ἀλλά δέν καταισχύνει καί Αὐτόν τόν ἴδιον τόν Θεόν, διότι δέν ἀθετεῖ τάς ὑποσχέσεις Του, ἀλλά, πραγματοποιῶν τά ὑποσχόμενα, δίδει εἰς τόν ἄνθρωπον τήν πραγματικήν χαράν τῆς ζωῆς.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πρός ἀποφυγήν πεπλανημένων ἀντιλήψεων καί βιωμάτων,  ἐπί τῶν ὁποίων ἑδράζεται ἐν πολλοῖς ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος, δέν παύει νά τονίζῃ τήν ἐσχατολογικήν προοπτικήν τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ψυχοσωματικήν ἑνοείδειαν του. Ἐξ ἄλλου, τήν βασικήν πηγήν ἐλλείψεως τῆς ἐλπίδος καί κινήτρων διά τήν ζωήν εἰς τάς ἡμέρας μας συνιστᾶ ἡ μονοδιάστατος ἐπιδίωξις τῆς θεραπείας καί τῆς βιολογικῆς ὑγείας, ἡ εὐημερία καί ὁ κορεσμός, ἡ ἄνεσις καί ἡ εὐδαιμονία, ἤτοι πάντα ὅσα προβάλλουν τήν ὑλικήν καί σωματικήν ὑπόστασιν τοῦ ἀνθρώπου. Εἰς αὐτό δέ ἀκβριβῶς τό σημεῖον διαφαίνεται καί ἡ χρηστική προσπάθεια τῆς ἐπιστήμης, ὅταν αὐτή ἀγωνίζεται νά θεραπεύσῃ τό σῶμα καί νά προσφέρῃ μόνον μακροβιότητα. Ἀσφαλῶς, ἡ προσπάθεια αὕτη δέν δύναται νά ἀποτελέσῃ αὐτοσκοπόν διά τόν ὀρθόδοξον πιστόν, διότι ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται διά τόν καθαγιασμόν τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνόλου καί διά τήν σωτηρίαν του ὡς ἑνιαίας ψυχοσωματικῆς ὀντότητας. Εἰ δ’ ἄλλως, θά φθάσωμεν εἰς τό παράδοξον σημεῖον νά συναντῶμεν πολλούς ὑγιεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄρρωστοι, καί πολλούς ἀρρώστους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑγιεῖς, δηλαδή θά ἀνακαλύπτωμεν πολλούς συνανθρώπους μας οἱ ὁποῖοι ἔχουν βιολογικήν ὑγίειαν, ἀλλά δέν εἶναι ὑγιεῖς, καί πολλούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀσθενεῖς, ἀλλά εἶναι ὑγιεῖς καί πλήρεις ἐλπίδος καί χαρᾶς.

Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι εἰς τάς ὑπό τῶν ἐκλεκτῶν εἰσηγητῶν καί τῶν συνέδρων  διαπραγματευθησομένας ἑνότητας τοῦ Συνεδρίου, ἀφορώσας εἰς τήν ἔννοιαν τῆς ἐλπίδος, ὅπως αὕτη ἐκφράζεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, εἰς τήν μοναχικότητα εἰς τήν ζωήν καί τήν ἀσθένειαν, εἰς τήν ἔμπνευσιν ἐλπίδος εἰς  τούς νέους, εἰς τήν ἀπόγνωσιν ἐν ὄψει σοβαρῶν ψυχολογικῶν καταστάσεων καί ἀσθενειῶν, εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῶν χρονίως πασχόντων, εἰς τά εὑρισκόμενα εἰς τό περιθώριον τῆς ζωῆς ἄτομα, εἰς τήν πνευματικήν διάστασιν καί βιωσιμότητα ἐν μέσῳ κοινωνικῶν προκλήσεων καί, τέλος, εἰς τήν ἀπογοήτευσιν τῶν θεραπόντων καί εἰς τήν διαχείρισιν τῶν ἀναφυομένων προβλημάτων, θά ἀναπτυχθῶσιν ἀρκούντως σοβαροί προβληματισμοί καί θά διατυπωθῶσιν ἀξιόλογοι θέσεις, θά ἐξαχθῶσι δέ ἐλπιδοφόρα συμπεράσματα πρός ἀνεύρεσιν τῆς χαμένης ἐλπίδος καί, βεβαίως, πρός ὠφέλειαν τῆς ἐπιστήμης καί τῶν διακονούντων εἰς τόν χῶρον τῆς ὑγείας κληρικῶν τε καί λαϊκῶν.

Ταῦτα λέγοντες καί διαβεβαιούμενοι ἀπό τῆς ἱερᾶς τῆς Μητρός Ἐκκλησίας Καθέδρας, συγχαίρομεν ἅπαντας ἐπί τῇ συγκλήσει τῆς Δ΄ Ἐπιστημονικοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου Ποιμαντικῆς Διακονίας εἰς τόν χῶρον τῆς ὑγείας, εὐχόμεθα πλήρη ἐπιτυχίαν τῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ καί αἴρομεν χεῖρας ἱκέτιδας, ἐπευλογοῦντες εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάντας ὑμᾶς καί τά θεάρεστα ἔργα τῶν χειρῶν ὑμῶν.