Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 -

Νέες διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για την α΄ κατοικία



Μέχρι το Euro Working Group της Δευτέρας ως πρώτο ορόσημο και από εκεί μέχρι το Eurogroup της 5ης Απριλίου, η ελληνική κυβέρνηση διεκδικεί μια λύση σε ό,τι αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας και την αντικατάσταση του νέου νόμου Κατσέλη.

Χθες υπήρξε νέα συνάντηση μεταξύ του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, η οποία αφορούσε συζήτηση επί του σχεδίου της ΤτΕ για τα «κόκκινα» δάνεια, ενώ σύμφωνα με κάποιες άλλες πηγές συζητήθηκε και το θέμα της αντικατάστασης του νόμου Κατσέλη.

Κάποιες έγκυρες πηγές αναφέρουν πως οι κ.κ. Στουρνάρας και Τσακαλώτος συνάντησαν δύο νοτιοκορεατικές τράπεζες που ενδιαφέρονται να επενδύσουν στο σχέδιο της ΤτΕ για τα «κόκκινα» δάνεια.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αλλά και ο κ. Τσακαλώτος αναμένεται να συναντηθούν την Τετάρτη με τον επικεφαλής των θεσμών Ντέκλαν Κοστέλο προκειμένου να διευθετήσουν τα προβλήματα που φαίνεται να υπάρχουν σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση για το σχέδιο νόμου. Ο κ. Κοστέλο έρχεται για το σεμινάριο σχετικά με το ευρωπαϊκό 6μηνο και για να προχωρήσει το θέμα της αντικατάστασης του νόμου Κατσέλη. Επίσης επιθυμία της κυβέρνησης είναι να κλείσει τη λίστα με τα προαπαιτούμενα και τις υποχρεώσεις της Ελλάδας, κάτι που ετέθη ως προϋπόθεση για την απελευθέρωση της δόσης των 970 εκατ. ευρώ προς τη χώρα μας από το επόμενο Eurogroup. Η κυβέρνηση θα επιμείνει πολύ στο θέμα αυτό προκειμένου να καταφέρει να αποπληρώσει το ΔΝΤ.

Οι διαφωνίες πάντως θεσμών - κυβέρνησης στην παρούσα φάση παραμένουν εξαιρετικά ισχυρές. Οι θεσμοί δεν θέλουν να συμπεριληφθούν στην περίμετρο της προστασίας της πρώτης κατοικίας τα «κόκκινα» επαγγελματικά δάνεια που εκτιμάται πως αφορούν περίπου 50.000 μικροεπαγγελματίες.

Επίσης θέτουν θέμα και ως προς την κλιμάκωση της επιδότησης και ως προς τον έλεγχο αλλαγής των οικονομικών δεδομένων των δανειοληπτών. Για τα θέματα περιουσίας εισοδήματος και καταθέσεων εκτιμάται πως ο δύο πλευρές θα βρουν λύσεις.

Οι συναντήσεις που θα προηγηθούν είναι κρίσιμες, καθώς όπως μεταδόθηκε από τις Βρυξέλλες οι ξένοι δεν δέχονται να περιληφθούν οι επιχειρηματίες και έμποροι στην προστασία της πρώτης κατοικίας.

Με το πλαίσιο νόμου που έχει ήδη διαμορφωθεί προστατεύονται 50.000 έμποροι και επαγγελματίες, αλλά κυρίως, όπως αναφέρουν κάποιες έγκυρες πηγές, εκείνο που ανησυχεί τόσο την Ε.Ε. όσο και την ΕΚΤ είναι η λάθος φιλοσοφία, το λάθος μήνυμα με την αντιμετώπιση ενός τέτοιου θέματος.

Οι πλειστηριασμοί πάντως στην παρούσα φάση, χωρίς πλαίσιο προστασίας για την πρώτη κατοικία, βρίσκονται απολύτως στον αέρα και συγκρατούνται από μια άτυπη συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζιτών.

Φιλόδοξοι στόχοι τραπεζών

«Τα ληξιπρόθεσμα δάνεια, ο όγκος των οποίων ανέρχεται σε 82 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα απαλειφθούν ταχύτερα από τους ισολογισμούς των τραπεζών», γράφει η γερμανική Handelsblatt, τονίζοντας ότι «υπό την πίεση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), οι ελληνικές τράπεζες προτίθενται να απομειώσουν ταχύτερα τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων από ό,τι σχεδιαζόταν έως τώρα». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στα τέλη Μαρτίου τα τέσσερα συστημικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας θα παρουσιάσουν στον προαναφερθέντα ευρωπαϊκό θεσμό και ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων τους για το 2018, τα νέα τους χρονοδιαγράμματα για την εξυγίανση των ισολογισμών τους σε ό,τι αφορά το πεδίο των προβληματικών ανοιγμάτων τους.

Το δημοσίευμα σχολιάζει επιπλέον ότι ο νέος στόχος είναι πολύ φιλόδοξος, καθώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θέλουν να μειώσουν το ποσό των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεών τους κάτω από τα 25 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2021.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου βρίσκονται πάνω στο τραπέζι αρκετές προτάσεις, με την εισήγηση της ΤτΕ να προβλέπει τη μεταφορά ληξιπρόθεσμων χορηγήσεων με ύψος ποσού ονομαστικής αξίας 40 δισ. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες σε ένα Όχημα Ειδικού Σκοπού, το οποίο θα αναλάβει την τιτλοποίηση και πώλησή τους.

Ένα ακόμη σχέδιο, από πλευράς υπουργείου Οικονομικών, προβλέπει επίσης τη μεταφορά των ανοιγμάτων σε ένα είδος «Bad Bank» για την τιτλοποίησή τους. Επίσης, ανοικτό παραμένει το ζήτημα σχετικά με το εάν αυτή η διαδικασία θα επιτραπεί από τον μηχανισμό για την προστασία του ανταγωνισμού στην Ε.Ε. ή θα απαγορευθεί ως μορφή κρατικής ενίσχυσης, ενώ η σχετική απόφαση αναμένεται να ληφθεί εντός Απριλίου.

Όπως επισημαίνεται, έως τώρα οι τράπεζες είχαν την πρόθεση να συμπιέσουν το ποσό των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεών τους κατά 50 δισ. ευρώ έως τα τέλη του 2021. Βάσει στοιχείων ωστόσο από τραπεζικούς κύκλους, η νέα στοχοθεσία και το χρονοδιάγραμμα προβλέπουν ότι η μείωση θα ανέλθει σε 60 δισ. ευρώ, ενώ μόνο η Eurobank, που είναι το δεύτερο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας, σχεδιάζει μία μείωση της τάξης των 10 δισ. ευρώ.

Επισφαλές το 45,5% των δανείων το 2018

Σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής Handelsblatt,  ο συνολικός όγκος των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών, όπως αποτυπώνεται στους ισολογισμούς τους, αγγίζει τα 82 δισεκατομμύρια ευρώ.

Ειδικότερα, και με βάση τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, στα τέλη του 2018 κατά  45,5% τα δάνεια είτε δεν εξυπηρετούνταν πλέον είτε βρίσκονταν στο όριο να κηρυχθούν ληξιπρόθεσμα.

Στο δημοσίευμα της Handelsblatt, επισημαίνεται ως σημείο σύγκρισης ότι το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη, βάσει των στοιχείων της Κομισιόν στα τέλη Νοεμβρίου 2018, βρισκόταν στο 3,4%, ενώ ως αποδεκτό θεωρείται το όριο του 5%.

Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες εξυγίαναν πέρσι τους ισολογισμούς τους κατά 12,7 δισ. ευρώ καταδεικνύει για το ρεπορτάζ ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προχωρούν μεν στην απομείωση των προβληματικών δανείων τους, αλλά με αργούς ρυθμούς.

Όπως τονίζεται στη συνέχεια, απ’ αυτόν τον παράγοντα πλήττεται συνολικότερα η ελληνική οικονομία, καθώς ο μεγάλος όγκος των ληξιπρόθεσμων δανείων περιορίζει τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών.

Επομένως -τονίζεται στο ρεπορτάζ- η μείωση των προβληματικών δανείων θεωρείται ως παράμετρος-κλειδί για την επιστροφή της Ελλάδας σε τροχιά βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.