Ο μαχητικός Όλιβερ Στόουν γεννήθηκε το 1946 στη Νέα Υόρκη.
Πριν ξεκινήσει μια σπουδαία κινηματογραφική καριέρα δούλεψε πρώτα ως δάσκαλος στο Βιετνάμ, ναύτης, ταξιτζής, κλητήρας, βοηθός παραγωγής και αντιπρόσωπος πωλήσεων
Την ταραχώδη δεκαετία του 60, αφού εγκατέλειψε τον πανεπιστήμιο του Γέιλ, κατατάχτηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ και υπηρέτησε στο αμερικανικό πεζικό το 1967-68. Στο Βιετνάμ έδειξε πολύ θάρρος, τραυματίστηκε δύο φορές και του απονεμήθηκε μπρούτζινο αστέρι ανδρείας. Αφού επέστρεψε από το Βιετνάμ, σπούδασε στην κινηματογραφική σχολή της Νέας Υόρκης. Με τις πλούσιες εμπειρίες που είχε αποκτήσει από τις διάφορες δουλειές αλλά και την τρομακτική εμπειρία του πολέμου, ο Στόουν θα στρέψει από την αρχή το κινηματογραφικό του ενδιαφέρον σε ταινίες με προκλητικά πολιτικά θέματα, θέματα που ενοχλούν, που προβληματίζουν, που κατακρίνουν την αδικία και ξεσκεπάζουν τις δράσεις των κυβερνήσεων, που δρουν για δικά τους συμφέροντα σε βάρος των ανθρώπων. Παράλληλα, οι ταινίες του είναι γεμάτες με πλούσιο σκηνοθετικό στυλ και οσκαρικές ερμηνείες, καθώς ο Στόουν είναι γνωστός για την ικανότητά του να εκμαιεύει δυνατές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του.
Η πρώτη του ταινία ήταν ένα σπουδαστικό φιλμ με τον τίτλο Last Year in Viet Nam (1971). Τα επόμενα χρόνια ασχολήθηκε κυρίως με σενάρια σε μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, όπως Το εξπρές του μεσονυχτίου (1978), με το οποίο κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ, Κόναν ο βάρβαρος (1982) και Ο σημαδεμένος (1983). Το αστέρι του μόλις είχε αρχίσει να λάμπει. Το 1986 ήταν η χρονιά που του έδωσε μεγάλη φήμη. Σκηνοθέτησε την πολιτική ταινία Σαλβαδόρ (1986), με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Γουντς, ο οποίος γι αυτή την ερμηνεία του απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Όμως, η μεγάλη του κινηματογραφική επιτυχία ήρθε με το διάσημο Πλατούν (1986), μια τραγική ιστορία για τον πόλεμο του Βιετνάμ, που του έδωσε άλλο ένα Όσκαρ και έγινε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Μετά το Πλατούν (1986), ο Στόουν καταπιάστηκε με τους γιάπηδες του χρηματιστηρίου, με την καυστική ταινία του Γουώλ Στρητ (1987). Και αυτή η ταινία του είχε πολύ καλή ανταπόκριση και χάρισε στον πρωταγωνιστή της, Μάικλ Ντάγκλας, Όσκαρ ερμηνείας.
Ο Στόουν αργότερα, έκανε ίσως την πιο προσωπική ταινία του, την ταινία-διαμαρτυρία Γεννημένος την 4η Ιουλίου (1989), για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τους βετεράνους του. Ο Στόουν με αυτή την ταινία κέρδισε Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας.
Στην συνέχεια, συμμετείχε σε μια σειρά από παραγωγές ταινιών και επέστρεψε στη σκηνοθεσία το 1991, με την βιογραφία των θρυλικών Doors. Το πιο μεγάλο του όμως σκηνοθετικό τόλμημα ήρθε αμέσως μετά, με το πολιτικό θρίλερ JFK, Η ιστορία που χαράχτηκε στη μνήμη μας (1991), το οποίο ο Στόουν θεωρεί την καλύτερη ταινία του. Εκεί, εξετάζει το θέμα πιθανής συνομωσίας πίσω από τη δολοφονία του Αμερικανού προέδρου Κένεντι.
Η ταινία σήμανε μια αλλαγή στο έργο του Στόουν, γιατί άρχισε να εξερευνά διαφορετικά κινηματογραφικά στυλ και να τα συνδυάζει με έναν πολυδιάστατο τρόπο. Το JFK απέσπασε 8 υποψηφιότητες Όσκαρ και αποτέλεσε μια από τις πιο επιτυχημένες εμπορικά ταινίες του. Αλλά δεν είχε μόνο καλλιτεχνικό αντίκτυπο. Ο πολιτικός σάλος που προκάλεσε η ταινία, έκανε τον Στόουν να καταθέσει αίτημα στην αμερικανική γερουσία σχετικά με το θέμα απόκρυψης στοιχείων για τη δολοφονία του Κένεντι. Και, εν μέρει εξαιτίας της δικής του μεγάλης επιμονής, το αίτημα αυτό έφερε αποτέλεσμα, καθώς οδήγησε σε άνοιγμα απόρρητων αρχείων, που τόσο καιρό κρατούσε κρυφά η αμερικανική κυβέρνηση!
Ο Στόουν ύστερα σκηνοθέτησε την τρίτη του ταινία για το Βιετνάμ, το Ουρανός και γη (1993). Όμως η επόμενη ταινία του ήταν η πιο περιβόητη και αμφιλεγόμενη μέχρι τώρα, το Γεννημένοι δολοφόνοι (1994). Η ταινία εξέταζε το θέμα της βίας, με τρόπο που τη συγκρίνανε με το Κουρδιστό πορτοκάλι του Κιούμπρικ.
Ως συνήθως, ο Στόουν συνέχισε με ταινίες με αμφιλεγόμενα θέματα. Η επόμενη ταινία του εστίαζε στη ζωή του αμερικανού προέδρου Nixon (1995), που και αυτή έλαβε υποψηφιότητες για Όσκαρ. Μετά από ένα καταιγιστικό έργο, αφού γύρισε
10 ταινίες μέσα σε 9 χρόνια, ο Στόουν συνέχισε με πιο αργούς ρυθμούς, κάνοντας τρία συναρπαστικά τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Δύο από αυτά, το «Looking for Fidel» και το «Comandante» (2003) ασχολούνταν με τον Φιντέλ Κάστρο, ενώ στο «Persona Non Grata» έπαιρνε συνέντευξη από παλαιστίνιους ηγέτες.
Το 2004 σκηνοθέτησε μια ιστορική ταινία το Αλέξανδρος (2004), που είχε θέμα τον Μέγα Αλέξανδρο. Έπειτα ασχολήθηκε πάλι με ένα πολιτικό θέμα, με την ταινία του Δίδυμοι πύργοι (2006), σε μια πιο ανθρώπινη όμως ιστορία. Συνέχισε στο ίδιο πολιτικό κλίμα με την ταινία του W. (2008), μια ειρωνική βιογραφία του προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους.
Η επόμενη ταινία του είναι ακόμα πιο μαχητική. Το ντοκιμαντέρ South of the Border (2009), ξεκίνησε ως ένα μια συνέντευξη με τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες και κατέληξε ένα συναρπαστικό οδοιπορικό σε 5 χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου ο Στόουν αφήνει να ακουστεί και η «άλλη πλευρά».
Η πιο πρόσφατη ταινία του είναι το Wall Street: Το χρήμα ποτέ δεν πεθαίνει (2010), που αποτελεί σίκουελ του Γουώλ Στριτ.
Ο μαχητικός Στόουν δεν φαίνεται να σταματά ούτε μια στιγμή να κάνει ταινίες που να προβληματίζουν και να αμφισβητούν και σχεδιάζει μια σειρά ντοκιμαντέρ που θα εξετάζει με αποκαλυπτικό τρόπο σκοτεινά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας.
Ο Στόουν έχει τιμηθεί μέχρι τώρα με 3 Όσκαρ και έχει ψηφιστεί ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών από το Entertainment Weekly.