Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024 -

Υπαπαντή, ο Σαραντισμός του Ιησού Χριστού


Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά και γιορτάζει την Υπαπαντή του Κυρίου μας, τον Σαραντισμό ή Εκκλησιασμό, όπως αλλιώς λέγεται. 
 
Υπαπαντή θα πει προϋπάντηση, (από το ρήμα υπαπαντώ: υπό + απαντώ) και έχει σχέση με δυο γεγονότα που καταγράφουν οι πηγές της ορθόδοξης πίστης, πού βρίσκουν την εκπλήρωσή τους την μέρα αυτή.
 
Το πρώτο ήταν η νομική υποχρέωση του Ιωσήφ και της θεοτόκου Μαρίας, γονέων του Ιησού Χριστού . Κάθε Εβραίος πατέρας είχε την υποχρέωση από τον Μωσαϊκό Νόμο να προβεί στον εξαγιασμό και την αφιέρωση του πρωτότοκου αρσενικού παιδιού του. Από το βιβλίο τής Εξόδου (13, 1, 12-13) πληροφορούμαστε, ότι ο Θεός, μετά την θανάτωση των πρωτοτόκων παιδιών των Αιγυπτίων, διέταξε τούς Εβραίους να αφιερώνουν σ' Αυτόν, "πάν άρσεν διανοίγον μήτραν". 
Ο Εβραϊκός Νόμος ακόμη όριζε, ότι η μητέρα, μετά την τεσσαρακοστή μέρα από τη γέννηση του παιδιού της, έπρεπε να προσέλθει στο Ναό και να προσφέρει "αμνόν ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα καί νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν τής Σκηνής τού Μαρτυρίου πρός τόν ιερέα" (Λευιτ. 12, 7-8). Ο ιερέας μέσα από αυτή την πράξη τής ιερουργίας προέβαινε σε εξιλεωτική θυσία για τον καθαρισμό της μητέρας και την «αφιέρωση» τού παιδιού της στο Θεό.
Αυτή την νομική υποχρέωση έπρεπε να εκπληρώσει και η Παναγία, η οποία με τη συνοδεία τού Ιωσήφ, έρχεται στα Ιεροσόλυμα κρατώντας στην αγκαλιά το θείο Βρέφος και μαζί τους νεοσσούς για τη θυσία τού καθαρισμού (Ευαγγ. Λουκάς 2, 22-25).
Ο ίδιος ευαγγελιστής παράλληλα διασώζει και ένα άλλο περιστατικό σχετικό με τον δίκαιο Συμεών, πού κατά την στιγμή της εισόδου στον περίβολο τού Ναού "προϋπάντησε" την Παναγία και το Βρέφος. Στον Συμεών είχε αποκαλυφθεί από το Άγιο Πνεύμα, ότι δεν θα πέθαινε μέχρι να δουν τα μάτια του τον σαρκωθέντα Θεό. Ο Συμεών, αν και άνθρωπος με πολλή ευλάβεια, δυσπίστησε στην προφητεία και πρόβαλλε αντιρρήσεις για το αδύνατο της γεννήσεως ανθρώπου με παρθενογένεση. Ο δίκαιος Συμεών λοιπόν την ημέρα της Υπαπαντής του κυρίου Ιησού Χριστού, αξιώθηκε και να δει και να βαστάξει στην γέρικη αγκαλιά του τον σαρκωθέντα Θεό. Αξιώθηκε μ' ένα τρόπο θαυμαστό να προσεγγίσει το μεγάλο μυστήριο τού Αιωνίου, πού μπήκε στην διαδικασία τού χρόνου. 
Η πρώτη μορφή εορτασμού της Μητέρα ήταν στην αρχαία Ελλάδα, μια γιορτή ανοιξιάτικη ήταν αφιερωμένη στη Θεά Γαία (Μητέρα Γη), μητέρα των θεών και των ανθρώπων. Τη γιορτή αυτή διαδέχθηκε η γιορτή που ήταν αφιερωμένη στην κόρη της Γαίας, τη Ρέα. Η Ρέα ήταν η σύζυγος του Κρόνου και η Μητέρα του Δία και όλων των Θεών της αρχαίας Ελλάδας. 
Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, συναντάμε τη Γιορτή της Μητέρας ως γιορτή αφιερωμένη στη Θεά Κυβέλη, που γινόταν κάθε Μάρτιο. Στη συνέχεια, φτάνουμε στην Αγγλία του 15ου-16ου αι. μ.Χ., όπου γιορταζόταν η "Mothering Sunday", δηλ. η "Κυριακή της Μητέρας", την 4η Κυριακή της Σαρακοστής, και ήταν αφιερωμένη στις μητέρες. Εκείνη τη μέρα όλοι οι υπηρέτες έπαιρναν από τα αφεντικά τους μία μέρα άδεια, για να επισκεφτούν τα σπίτια τους και να περάσουν την μέρα τους μαζί με τις μητέρες τους. 
Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στις αρχές του 20ου αιώνα, η δασκάλα Άννα Τζάρβις (Anna Jarvis) από τη Φιλαδέλφεια, αγωνίστηκε για την καθιέρωση της Γιορτής της Μητέρας, τη 2η Κυριακή του Μαΐου. Ήθελε να τιμήσει τη μητέρα της που αγωνίστηκε για τη συμφιλίωση Νοτίων και Βορείων Αμερικανών μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου πολέμου το 1864. Οι αγώνες της Άννας Τζάρβις δικαιώθηκαν το 1914, όταν το Κογκρέσο όρισε την επίσημη εθνική Γιορτή της Μητέρας τη γιορτή αυτή. 
Στην Ελλάδα, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Γιορτή της Μητέρας στις 2 Φεβρουαρίου του 1929, για να συνδυαστεί η Γιορτή αυτή με τη χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής. Τελικά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η γιορτή μεταφέρθηκε από τις 2 Φεβρουαρίου στη 2η Κυριακή του Μαΐου. 
Υπάρχει μεγάλος προβληματισμός και συζήτηση για την αξία της καθιέρωσης επίσημων «Ημερών». Για ένα μάλιστα πρόσωπο τόσο σημαντικό στη ζωή κάθε ανθρώπου, όπως η μάνα, δε χρειάζεται ο φορμαλισμός του εορτασμού σε παγκόσμιο επίπεδο για να της εκφράσουμε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μας. 
Ωστόσο οι καταβολές μας ως λαός και η θρησκευτική πίστη σε όποιο βαθμό διακατέχει τον καθένα από μας, εκτιμώ ότι μας συνδέουν συναισθηματικά περισσότερο με το συμβολικό χαρακτήρα της ημέρας της Υπαπαντής, όπου η νεαρή μητέρα Παναγία πραγματοποιεί την πρώτη συμβολικής αξίας πράξη αποδοχής του νέου της ρόλου. 
Όσες γυναίκες ευτύχησαν να γίνουν μάνες, συνειδητοποιούν το βάθος της ανθρώπινης συγκίνησης που διακατέχει το ζευγάρι των γονιών και ακόμη περισσότερο την ίδια την μητέρα, όταν κρατώντας στην αγκαλιά το σπλάχνο της «βγαίνει» από την εσωτερική κατάσταση της συγκλονιστικής εμπειρίας της γέννας, των διαρκώς μεταβαλλόμενων συναισθημάτων της προσαρμογής (ορμονικής, σωματικής, ψυχολογικής) στη νέα οικογενειακή πραγματικότητα και «προσέρχεται» στην Εκκλησία για να ζητήσει φώτιση για το παιδί της, κουράγιο για την ίδια και τον άνδρα της ενώ παράλληλα με τον τρόπο αυτό μυείται στην κοινωνία Θεού και ανθρώπων το νέο μέλος.