Περάσαμε το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Στο αυτoκίνητο εγώ, ο φωτογράφος του «Φ» Γιάννης Νησιώτης και ο κύριος Βάσος Χρίστου, από το Πέλλα Πάις.
Πριν ακόμα ξεκινήσουμε για το ταξίδι μας στο κατεχόμενο χωριό του, ο κ. Βάσος φρόντισε να μας παρουσιάσει γραπτές μαρτυρίες συγχωριανών του και άλλων ανθρώπων οι οποίοι δύο ημέρες μετά την τουρκική εισβολή, στις 22 Ιουλίου 1974, βρίσκονταν στο Πέλλα Πάις και παρακολούθησαν έντρομοι την απόβαση των Τούρκων στην παραλία του Καζάφανι.
Ο ίδιος, 18 χρόνων τότε, θυμάται τα πάντα. Μιλά με πάθος και εύκολα καταλαβαίνεις ότι τα όσα λέει βγαίνουν από την ψυχή του. Κάποτε θυμώνει και ανεβάζει τον τόνο της φωνής του, κάποτε βουρκώνει, δακρύζει και η φωνή του κόβεται.
Μπήκαμε στο Πέλλα Πάις. Ακριβώς πίσω από το Αββαείο, το σπίτι του. «Αν έμεναν στο σπίτι μου Τουρκοκύπριοι θα το δεχόμουν κάπως, θα έλεγα είναι λόγω της κατάστασης. Όμως το σπίτι μου το ‘’αγόρασε’’, λέει, μια Γερμανίδα. Μα από ποιον το αγόρασε;» διερωτήθηκε με θυμό και παράπονο.
Περπατήσαμε στον χώρο στάθμευσης και από εκεί μας έδειξε τη θάλασσα. Το σημείο, «που έγινε η απόβαση των Τούρκων στο Καζάφανι, στην τοποθεσία «Βίκλα», κοντά στη «Σορέλ», στις 22 Ιουλίου 1974, μερικές μόνο ώρες πριν κηρυχθεί η εκεχειρία» και δύο μέρες μετά την απόβαση στο Πέντε Μίλι. Για τον κ. Βάσο όμως και για τους 6.000 ανθρώπους που βρίσκονταν εκείνη την ημέρα στο Πέλλα Πάις οι μνήμες δεν πρόκειται να ξεθωριάσουν ποτέ.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο για την παραλία στην περιοχή «Βίκλα».
Ο χώρος μπροστά από την παραλία περιφραγμένος. Μια παλιά πινακίδα γράφει στα τουρκικά «στρατιωτική περιοχή». Περπατήσαμε μέχρι το σημείο της απόβασης. Στην αρχή του περιφραγμένου χώρου ένα μισογκρεμισμένο σπίτι.
«Εδώ είχαν μεταφερθεί αιχμάλωτοι. Εδώ είναι που γράφει ο ΛΣ σε μαρτυρία του ότι άκουγαν ουρλιαχτά και το πρωί βρήκαν ανθρώπους σκοτωμένους έξω από το σπίτι».
«Την 22α Ιουλίου 1974, περί την ώρα 13:00 ήρθαν οι Τούρκοι στο χωριό μου. Προτού μπουν στο χωριό, πέρασαν από το σπίτι μου δύο ομάδες λοκατζήδων, περίπου 200 άτομα. Με ερωτήσαν πόθεν πρέπει να φύγουμε για να αποφύγουμε τους Τούρκους, εγώ τους έδειξα και προχώρησαν προς τον Άγιο Επίκτητο για να πάνε στην Κυθρέα. Το σπίτι μου είναι στην άκρη του χωριού. Όταν έφυγαν οι στρατιώτες μετά που λίγα λεπτά, ήρτεν ο τούρκικος στρατός και με ρωτούσαν στη γλώσσα τους αν είδα στρατιώτες και ιδιαίτερα λοκατζήδες να περνούν από το σπίτι μου.
Μετά από λίγο ήρταν άλλοι Τούρκοι στρατιώτες οπλισμένοι όπως οι προηγούμενοι, οι οποίοι έφεραν μαζί τους τρεις λοκατζήδες δικούς μας και εκόψαν τέλλι από την αυλή μου και εδέσαν τους τα χέρια τους πισθάγκωνα. Με συλλάβαν και εμένα και μας κτυπούσαν με τα όπλα και με τα πόδια τους. Μετά μας επήραν προς την κατεύθυνση που ήταν οι Τούρκοι στρατιώτες και όταν ενύκτωσε εφέραν και άλλους 19 λοκατζήδες, τους εδέσαν και αυτούς τα χέρια τους και όλους μας επήραν προς το εργοστάσιο της Σορέλ, όπου είχε ένα σπίτι και εβάλαν μας όλους μέσα.
Κατά τη διάρκεια της νύκτας επαίζαν ριπές έξω που το σπίτι και σε μια στιγμή ακούσαμε δικούς μας να φωνάζουν βοηθάτε μας τζαι σκοτώνουν μας οι Τούρτζοι. Σε μια στιγμή σταμάτησαν οι φωνές τζιαί εκαταλάβαμε ότι τους εσκοτώσαν. Η ώρα έξι το πρωί, που μας εβγάλαν έξω όλους, είδαμε έξω από το σπίτι τέσσερα πτώματα στρατιωτών. Στη συνέχεια μαζί με τους 22 άλλους στρατιώτες μάς οδήγησαν στο Καζάφανι στον τούρκικο τομέα και στη συνέχεια μας επήραν σε ένα σημείο για εκτέλεση. Όταν ήμασταν στο χώρο της εκτέλεσης, κάποιος Τουρκοκύπριος χωριανός μου ήρθε και με πήρε εμένα πίσω από την ομάδα της εκτέλεσης και σε δύο τρία λεπτά άκουσα πυροβολισμούς, τους σκότωσαν όλους».
Η μαρτυρία αυτού του ανθρώπου, λέει ο κ. Βάσος, αξιοποιήθηκε από τη ΔΕΑ και έχουν ήδη βρεθεί περίπου 70 αγνοούμενοι βάσει της δικής του περιγραφής.
Έκοψαν τις αρτηρίες προς το Πέλλα Πάς
Εμείς προχωρήσαμε προς τον τελευταίο βράχο προς τη θάλασσα. «Εγώ ήμουν 18 ετών. Στις 22 Ιουλίου, το μεσημέρι, ήταν δύο ή τρεις ώρες πριν κηρυχθεί η εκεχειρία (στις 4 το απόγευμα). Από το Πέλλα Πάις βλέπαμε το τουρκικό πλοίο να πλησιάζει. Το πλοίο σταμάτησε ανοικτά του κόλπου και πριν αρχίσει η απόβαση, έριξε τα πυρά του προς το βουνό απέναντι.
Το βουνό πήρε φωτιά. Εκείνη την ημέρα στο Πέλλα Πάις ήμασταν στοιβαγμένοι γύρω στις 6.000 άνθρωποι διότι είχαν έρθει από τα γύρω χωριά της Κερύνειας πρόσφυγες και βρήκαν καταφύγιο στα δικά μας σπίτια. Όλοι μαζί προσπαθούσαμε να σβήσουμε τη φωτιά. Από εκεί είδαμε να κατεβαίνουν βάρκες οι οποίες πηγαινοέρχονταν στη στεριά κουβαλώντας Τούρκους στρατιώτες.
Σε κάποια στιγμή η αποβίβαση σταμάτησε και όπως παραδέχθηκαν αργότερα αρκετοί Τουρκοκύπριοι της περιοχής, τους Τούρκους στρατιώτες τους είχαν υποδεχθεί Τουρκοκύπριοι του Καζάφανι. Τους μετέφεραν σε διάφορα μέρη και απέκοψαν τους δρόμους γύρω από το χωριό και γενικά στήθηκαν στις αρτηρίες που εγκλώβιζαν την Κερύνεια και δεν άφηναν διέξοδο προς το Πέλλα Πάις για κανέναν.
Για αυτό και όποιος τόλμησε εκείνες τις ημέρες να διαφύγει μέσω Καζάφανι είτε συνελήφθη είτε δεν επέστρεψε ποτέ.
Η κατάληψη του Πέλλα Πάις
Το ξημέρωμα, όταν ξυπνήσαμε, το Καζάφανι ήταν ντυμένο στα κόκκινα. Δεν υπήρχε δέντρο ψηλό, δεν υπήρχε σπίτι ή πάσσαλος που να μην έχει μια τουρκική σημαία πάνω του.
Το ξημέρωμα της Τρίτης λοιπόν, γύρω στις 10 - 11 το πρωί, οι Τούρκοι άρχισαν να προσπαθούν να καταλάβουν και το Πέλλα Πάις. Κοντά μας υπήρχαν πολλοί στρατιώτες και έφεδροι οι οποίοι αντιλήφθησαν τις προθέσεις των Τούρκων και με όσα όπλα είχαν στη διάθεσή τους άρχισαν να κτυπούν, χωρίς να είναι οργανωμένοι βεβαίως, χωρίς αξιωματικό μαζί τους. Οι Τούρκοι ανταπέδωσαν και η μάχη κράτησε γύρω στη μια μιάμιση ώρα.
Οι δικοί μας ήταν εκείνοι και η ψυχή τους, οι Τούρκοι είχαν βαρύ οπλισμό και ήταν οργανωμένοι. Τελικά κάποιοι πιο ψύχραιμοι στο Πέλλα Πάις έπεισαν τους στρατιώτες μας να σταματήσουν να πυροβολούν, έτσι οι Τούρκοι περιορίστηκαν στα δυτικά και κατέλαβαν το στρατόπεδο της 33ης μοίρας καταδρομών.
Την επόμενη ημέρα, την Τετάρτη ήρθαν τα Ηνωμένα Έθνη και μας έφεραν το μήνυμα ότι οι Τούρκοι θα έμπαιναν στο Πέλλα Πάις και αν έβρισκαν στρατιώτες ή αντίσταση, «θα γινόταν μακελειό». Ο κόσμος έντρομος άρχισε να τρέχει να φύγει από το βουνό. Από την κοιλάδα του θανάτου, όπως τη λέω εγώ, διότι σε εκείνη τη διαδρομή σκοτώθηκαν δεκάδες άνθρωποι.
Στις 25 Ιουλίου επικρατούσε μια νεκρική σιγή. Οι Τούρκοι γύρω-γύρω, ο κόσμος φοβισμένος. Οι λίγοι που μείναμε στο Πέλλα Πάις περιμέναμε τα πάντα αλλά μας διαβεβαίωσαν τα Ηνωμένα Έθνη ότι ήμασταν ασφαλείς.
Μέχρι τις 2 Αυγούστου ο Τούρκοι δεν είχαν παρουσιαστεί. Την ημέρα εκείνη μπήκαν στο Πέλλα Πάις με δύο φορτηγά και μας μάζεψαν όλους. Χώρισαν τους άνδρες σε δύο ομάδες. Τα γυναικόπαιδα τα περιόρισαν σε ένα μικρό ξενοδοχείο για έξι ημέρες. Μας πήραν σε μια μάντρα στην Αγύρτα μέσα στον ήλιο. Την επομένη μας έδωσαν νερό, ψωμί και δύο ελιές. Όλοι οι αιχμάλωτοι από το Πέλλα Πάις ήμασταν 178 άτομα.
Στις 8 Αυγούστου μας πήραν πίσω στο Πέλλα Πάις. Μας έστειλαν στα σπίτια μας και μείναμε εκεί κλειδωμένοι. Στις 22 Αυγούστου μας ξαναμάζεψαν από 16 ετών και πάνω και μας πήραν στο γκαράζ «Παυλίδη» όπου μετά από κάποιες μέρες κάποιους τους πήραν στην Τουρκία και άλλους σε άλλα μέρη.
Εγώ πήγα στην Τουρκία και απολύθηκα στις 25 του Σεπτέμβρη. Μας έδωσαν την επιλογή να πάμε πίσω στο Πέλλα Πάις αλλά εγώ προτίμησα να μείνω στις ελεύθερες περιοχές. Εκείνοι που είχαν οικογένειες ήρθαν πίσω και έμειναν εδώ μέχρι τον Ιούλιο του 1976 οπόταν και εκδιώχθηκαν οριστικά από τα σπίτια τους».
Θα γινόταν μακελειό
Ο κ. Βάσος σταμάτησε να μιλά. Η ιστορία, που μάλλον την έχει ζήσει χιλιάδες φορές μέσα στο μυαλό του από τότε μέχρι σήμερα, είχε τελειώσει. Στόχος του, επανέλαβε πολλές φορές, ήταν να βγουν στο φως εκείνες οι ημέρες που ακολούθησαν την απόβαση στο Καζάφανι.
Ανεβήκαμε ξανά στο Πέλλα Πάις και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ο κ. Βάσος συνέχισε να μας μιλά για τον αγώνα που κάνει αφιερώνοντας μεγάλο μέρος του ελεύθερού του χρόνου στην υπόθεση των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής. Όπως ο ίδιος λέει και ξαναλέει, «αν δεν με σταματούσε η μάνα μου και έφευγα μαζί με τους άλλους, μάλλον θα ήμουν και εγώ αγνοούμενος τώρα».
Όταν είχε φθάσει το μήνυμα στο Πέλλα Πάις ότι θα γινόταν «μακελειό,» ο κ. Βάσος άρχισε να ανεβαίνει το βουνό μαζί με δεκάδες άλλους ανθρώπους για να φύγει... «Έφθασα μέχρι το παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας αλλά διαπίστωσα ότι τα φλιπ-φλοπ που φορούσα δεν θα άντεχαν τη διαδρομή. Έτσι, έτρεξα προς το σπίτι για να αλλάξω παπούτσια. Εκεί είπα της μάνας μου ότι θα φύγω και εκείνη δεν με άφησε. Την επομένη συνάντησα ένα στρατιώτη στην πλατεία και συμφωνήσαμε να φύγουμε μαζί με ένα αυτοκίνητο του εφεδρικού που βρισκόταν εκεί αλλά είχε σκασμένο το ένα λάστιχο. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε το λάστιχο αλλά δεν είχαμε κλειδιά. Πήγα τότε στο σπίτι για να βρώ κλειδί και ενημέρωσα τη μάνα μου. Δεν βρήκα και πήγα στο καφενείο για να βρω κλειδί από κάποιον άλλο συγχωριανό. Όταν επιστρέψαμε με τον στρατιώτη στο αυτοκίνητο, διαπιστώσαμε ότι το “spare” είχε εξαφανιστεί. Εγώ πήγα να πάρω πίσω το κλειδί και όταν επέστρεψα, είχε εξαφανιστεί και ο στρατιώτης...»
Με αυτό τον τρόπο, όπως λέει ο κ. Βάσος, τη γλύτωσε για δεύτερη φορά. Περάσαμε στις ελεύθερες περιοχές και αφήσαμε τον κ. Βάσο στο σημείο που τον είχαμε συναντήσει το πρωί.
Το μυαλό μου για κάποιο λόγο είχε κολλήσει στο σκασμένο λάστιχο και στην τύχη του «spare».
Η μητέρα του κ. Βάσου έμεινε εγκλωβισμένη στο Πέλλα Πάις μέχρι το τέλος του 1976.
Ο ίδιος πήγε να την παραλάβει όταν πέρασε στις ελεύθερες περιοχές κουβαλώντας μαζί της όλα τους τα υπάρχοντα στις 19 Δεκεμβρίου.
Ανάμεσα στις αποσκευές κι ένα ολοκαίνουργιο λάστιχο... το είχε κρύψει για να μη φύγει ο γιος της... και τον έσωσε.
philenews.com