Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024 -

Μία απίστευτα φρικιαστική ιστορία: Η γυναίκα που δολοφονούσε παιδιά, έπινε το αίμα τους και δημιουργούσε με τη σάρκα τους φάρμακα


Αρχές του περασμένου αιώνα, δεκάδες παιδιά που ζητιάνευαν, εξαφανίζονταν από τους δρόμους της Βαρκελώνης.
 
 
Την περίοδο εκείνη χιλιάδες Ισπανοί είχαν εγκατασταθεί στη Βαρκελώνη για να αναζητήσουν νέες δουλειές. Οι πολίτες υπέφεραν από τη φτώχεια και την ανεργία και η πορνεία ήταν σε έξαρση. Παιδιά πέθαιναν από ασιτία ή από αρρώστιες στις φτωχικές γειτονιές της πόλης. Ωστόσο, μετά την έλευση μιας γυναίκας από την επαρχία αυξήθηκαν οι εξαφανίσεις παιδιών. Ονομαζόταν Ενρικέτα Μαρτί και είχε έρθει στην πόλη για να δημιουργήσει μια νέα ζωή.
 
 
 
Τα πρωινά ζητιάνευε στους δρόμους και το βράδυ εργαζόταν ως πόρνη. Ντυνόταν με φανταχτερά ρούχα, φορούσε καπέλα και φτερά και πήγαινε στα μέρη που σύχναζε η καλή κοινωνία για να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Μόλις κέρδισε μερικά χρήματα άνοιξε ένα δικό της πορνείο. Στην πραγματικότητα, εξέδιδε σε πλούσιους πελάτες, παιδιά τα οποία γνώριζε το πρωί που ζητιάνευε. Στη συνέχεια καλούσε τα παιδιά να μείνουν στο σπίτι της και τα σκότωνε. Η Ενρικέτα εργαζόταν και ως θεραπεύτρια και χρησιμοποιούσε τα πτώματα των παιδιών για να φτιάξει κρέμες και φάρμακα για τις αρρώστιες της εποχής. Αφού έπινε το αίμα τους, άλεθε σε ένα γουδί τα κόκαλα, το λίπος και τις τρίχες των πτωμάτων και δημιουργούσε αλοιφές, τις οποίες πουλούσε σε πλούσιους πελάτες ως φάρμακα για τη φυματίωση. Η δράση της παρέμεινε κρυφή για πολλά χρόνια, ενώ τα φάρμακά της έγιναν περιζήτητα στην υψηλή κοινωνία. Στο διάστημα αυτό, συνέχισε να απαγάγει παιδιά από φτωχές οικογένειες, τα οποία ήταν μεταξύ 3 και 12 ετών. Ο αριθμός των θυμάτων της δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια αλλά υπολογίζεται ότι όσο βρισκόταν στη Βαρκελώνη σκότωσε περισσότερα από 12 παιδιά.
 
 
 
 
 
Η τελευταία απαγωγή και η σύλληψη
Τον Φεβρουάριο του 1912 απήγαγε ένα κορίτσι, το οποίο οδήγησε τις αρχές στη σύλληψη της. Ονομαζόταν Τερεσίτα και η αστυνομία την αναζητούσε επί δύο εβδομάδες. Μια ημέρα, μια γειτόνισσα της Ενρικέτα, είδε ένα κορίτσι με κοντά μαλλιά να στέκεται στο παράθυρο του διαμερίσματος της και να κοιτάει τον δρόμο. Αργότερα, είδε την Ενρικέτα και τη ρώτησε εάν ήταν το παιδί της. Η Ενρικέτα της έκλεισε το παράθυρο δίχως να πει λέξη. Η γειτόνισσα ενημέρωσε έναν γνωστό της και εκείνος ειδοποίησε τις αρχές.
 
 
 
Η αστυνομία έκανε έφοδο στο διαμέρισμα της και βρήκε την Τερεσίτα και ένα ακόμα κορίτσι, που ονομαζόταν Αντζέλιτα. Σε έναν δρόμο κοντά στο σπίτι βρήκαν την Ενρικέτα να ζητιανεύει και τη συνέλαβαν. Η Τερεσίτα δήλωσε στους αστυνομικούς ότι την πήρε από το χέρι και της υποσχέθηκε ότι θα της αγόραζε καραμέλες. Στη συνέχεια την πήγε σπίτι της, την κούρεψε και της έδωσε καινούργιο όνομα. Της είπε ότι εκείνη θα ήταν η νέα της μητέρα και της απαγόρευε να πλησιάζει τα παράθυρα του σπιτιού. Η κοπέλα ανέφερε στους αστυνομικούς ότι είχε δει στο διαμέρισμα μια τσάντα με ματωμένα ρούχα και ένα μαχαίρι.
 
Το δεύτερο κορίτσι που βρέθηκε στο διαμέρισμα ονομαζόταν Αντζέλιτα και βρισκόταν στο διαμέρισμα πριν τη Τερεσίτα. Όπως είπε στην αστυνομία, είχε δει την Ενρικέτα να σκοτώνει στην κουζίνα ένα πεντάχρονο αγόρι που ονομαζόταν Πεπίτο. Οι αστυνομικοί βρήκαν στο διαμέρισμα βρώμικα ρούχα και κόκαλα που ανήκαν σε μικρά παιδιά. Η δολοφόνος είχε χτίσει ψεύτικους τοίχους, όπου έκρυβε τα ίχνη από τα πτώματα, ενώ σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο του σπιτιού, υπήρχαν πενήντα δοχεία, τα οποία ήταν γεμάτα με λίπος, πηγμένο αίμα, τρίχες, σκελετούς χεριών και σκόνη από κόκαλα. Οι ερευνητές αναζήτησαν τα διαμερίσματα, στα οποία είχε μείνει στο παρελθόν και ανακάλυψαν και άλλα ίχνη από ανθρώπινους σκελετούς.
 
 
 
 
Όταν οι αστυνομικοί τη συνέλαβαν και έγινε γνωστή η δράση της ένα οργισμένο πλήθος κινήθηκε κατά πάνω της. Η Ενρικέτα έγινε γνωστή στην Ισπανία με την ονομασία «Η Βρυκόλακας της Βαρκελώνης». Αυτό που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη οργή στην κοινωνία ήταν η κυνικότητα με την οποία διέπραττε τα εγκλήματά της. Δεν δολοφονούσε επειδή έπασχε από κάποια ψυχική διαταραχή αλλά για να κατασκευάζει φάρμακα και να κερδίζει χρήματα. Η Ενρικέτα ανέφερε ότι ήταν θεραπεύτρια και χρησιμοποιούσε τα παιδιά ως πρώτη ύλη για τα φάρμακά που παρήγαγε. Δεν πρόλαβε να περάσει από δίκη, καθώς λίγους μήνες μετά τον εγκλεισμό της στις φυλακές, οι συγκρατούμενοι της τη λίντσαραν και την σκότωσαν στο κελί της.