Ο θετικός σκοπός της ήταν να εξασφαλίσει την καλή θέληση όλων για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κράτους, έτσι ώστε το κράτος να αναπτυχθεί και να προστατεύσει τον εαυτότου από τους εχθρούς του χωρίς να ανησυχεί για εσωτερικές διχόνοιες.
Οι αρνητικοί σκοποί της Πρώτης Δημοκρατίας ήταν να εμποδίσει την εμφάνιση τυράννων και να διασφαλίσει ότι το χρήμα ή η αριστοκρατική καταγωγή δεν θα παρέχουν ιδιαίτερα προνόμια σε κανέναν. Την εποχή που οι Αθηναίοι ανέπτυσσαν τη δημοκρατία τους, συνέρχονταν ταυτόχρονα από μια περίοδο εσωτερικών συγκρούσεων που οδήγησαν στην κυριαρχία ενός ανδρός -με μικρά διαλείμματα- για μισό αιώνα. Οι συγκρούσεις ήταν ταξική πάλη. Η κυριαρχία του ενός ανδρός ήταν τυραννία. Και τα δύο προκαλούσαν τρόμο στους Αθηναίους.
Ο νομοθέτης Σόλων προσπάθησε να βάλει τέλος στην πάλη των τάξεων, στις αρχές του αιώνα που γεννήθηκε η δημοκρατία, αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει έναν ισχυρό άνδρα, τον Πεισίστρατο, να επωφεληθεί από την κατάσταση. Ο Πεισίστρατος κατέλαβε την εξουσία και την κράτησε για πολλά χρόνια, αυτός και οι δυο γιοι του, εν μέρει επειδή υιοθετούσαν τις απόψεις του λαού, και εν μέρει με τη χρήση ένοπλης βίας. Τελικά, μερικά χρόνια μετά το θάνατο του πρώτου τυράννου, ο ένας από τους γιους του δολοφονήθηκε και ο άλλος έχασε την εξουσία από τους Σπαρτιάτες. Τότε, ο λαός της Αθήνας άρχισε να θεσπίζει νόμους για να διασφαλίσει ότι κανένας ποτέ ξανά δεν θα μπορούσε να αποκτήσει τόση εξουσία.
Οι πρακτικές
Η Αθήνα ήταν μια ανεξάρτητη πόλη-κράτος όπως και οι υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Ήταν μικρή και με πολιτισμική συνοχή. Οι πολίτες της πίστευαν ότι είχαν όλοι μεταξύ τους μία συγγενική σχέση, γιατί οι πρόγονοί τους γεννήθηκαν στη γη στην οποία ζούσαν. Μοιράζονταν την ίδια επίσημη θρησκεία, γλώσσα, μυθολογία, και μία ιστορία που διατηρούνταν ζωντανή στη μνήμη τους. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα των διακοσίων χρόνων της δημοκρατίας ο πληθυσμός των ενήλικων ανδρών έφτανε περίπου τους 30.000. Το σύνολο του πληθυσμού της Αττικής (της Αθήνας με τα περίχωρά της) κυμαινόταν πιθανόν μεταξύ 200.000 και 300.000. Η μικρή έκταση και ο ομοιογενής πληθυσμός ήταν πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα για τη δημιουργία της δημοκρατίας.
Αυτό είναι σημαντικό να το θυμόμαστε γιατί κανένα σύγχρονο κυρίαρχο κράτος δεν διαθέτει όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, και οι ΗΠΑ δεν έχουν κανένα από αυτά. Στην Αθήνα όλοι οι πολίτες μπορούσαν να συμμετέχουν με άμεσο τρόπο στην πολιτική ζωή του κράτους επειδή ήταν ολιγάριθμοι, και επειδή γνώριζαν σε γενικές γραμμές πώς έπρεπε να λειτουργούν τα πράγματα και για ποιο λόγο.
Τα εργαλεία της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν μπορούν όλα να είναι χρήσιμα σε εμάς σήμερα. Σχεδιάστηκαν για ένα κράτος με αυτά τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα που εμείς δεν διαθέτουμε. Εντούτοις, ορισμένα από αυτά μπορεί να χρησιμεύσουν ως πρότυπο για μεταρρυθμίσεις που είναι πολύ αναγκαίες στις σύγχρονες δημοκρατίες.
Τα εργαλεία της Πρώτης Δημοκρατίας είναι εν συντομία τα εξής.
Το νομικό σύστημαΔεν υπήρχαν επαγγελματίες δικαστές ή εισαγγελείς. Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει εναντίον κάποιου άλλου, και κάθε πολίτης μπορούσε να υπηρετήσει στα συμβούλια των δικαστών οι οποίοι -με σημερινούς όρους- ήταν ταυτόχρονα δικαστές και ένορκοι. Τα συμβούλια ήταν τόσο μεγάλα ώστε κανένας δεν μπορούσε να τους πάρει με το μέρος του δωροδοκώντας τους· 501 άνδρες ήταν στο συμβούλιο που καταδίκασε τον Σωκράτη. Η θητεία στα συμβούλια ήταν μισθωτή, και γι’ αυτόν το λόγο ήταν πράγματι ανοιχτή στους πολίτες της κατώτερης τάξης. Αν τους έδιναν το δικαίωμα να συμμετέχουν στα συμβούλια χωρίς την απαραίτητη χρηματική αποζημίωση, αυτό στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν ένα κενό γράμμα του νόμου, και στη χειρότερη ένα άσχημο αστείο. Το συμβούλιο διαμορφωνόταν τη μέρα της δίκης με κλήρωση ώστε κανένας να μην μπορεί να εξαγοράσει τους δικαστές. Αν κρίνουμε από τους λόγους που εκφωνούνταν σε αυτά τα λαϊκά δικαστήρια, οι δικαστές αποτελούσαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα όλων των Αθηναίων, αφού δεν έχουμε αναφορές για ομιλητές που να επικαλούνται ταξικά συμφέροντα.
Το κυβερνητικό σώμα Η Εκκλησία αποτελούνταν κανονικά από τους πρώτους 6.000 άνδρες που έφταναν στην Πνύκα (ένα λόφο δίπλα στην Ακρόπολη), αλλά αυτός ο αριθμός δεν ήταν πάντα εφικτός. Δικαίωμα συμμετοχής είχε κάθε ενήλικος άνδρας πολίτης, και αν ο αριθμός δεν συμπληρωνόταν, οι αρχές έδιναν εντολή να περιφέρουν στους δημόσιους χώρους ένα κόκκινο σκοινί, κι έτσι μαζεύονταν αρκετοί για να συγκληθεί η συνέλευση. Ο μισθός για το βουλευτικό αξίωμα εισήχθη στις αρχές του 4ου αι., και μετά από αυτό χρησιμοποιούσαν το κόκκινο σκοινί αντίστροφα - για να κρατούν τον κόσμο μακριά όταν ο χώρος της συνέλευσης ήταν ήδη γεμάτος. Αν και ο μισθός ήταν λιγότερος από ένα κανονικό ημερομίσθιο, ήταν όμως αρκετός ώστε να κάνει ελκυστική την εκπλήρωση αυτού του πολιτικού καθήκοντος. Δικαίωμα να μιλήσει είχε κάθε ενήλικος άνδρας πολίτης· το δικαίωμα να μιλάνε στην Εκκλησία, γνωστό ως «παρρησία», ήταν το πιο πολύτιμο από όλα τα προνόμια των Αθηναίων. Οι απλοί πολίτες, όμως, σπάνια εκμεταλλεύονταν αυτό το προνόμιο, και το παραχωρούσαν στους πολιτικά δραστήριους για να αγορεύουν στην Εκκλησία. Αυτοί οι ομιλητές ήταν γνωστοί ως ρήτορες· μπορούσαν να ασκήσουν ιδιαίτερη επιρροή χωρίς να κατέχουν δημόσιο αξίωμα, με μόνο μέσο τις ρητορικές τους ικανότητες. (Η σύγχρονη λέξη «ρητορική» προέρχεται από το όνομά τους.) Στη Σπάρτη, αντιθέτως, οι απλοί πολίτες μπορούσαν να ψηφίζουν αλλά η δυνατότητα αγόρευσης περιοριζόταν εκ των πραγμάτων στους βασιλείς, τους αξιωματούχους και τα μέλη της Γερουσίας.
Περιορισμοί στην αρχή της πλειοψηφίας Οι εξουσίες της Εκκλησίας περιορίστηκαν σταδιακά με νομοθετικό τρόπο. Σε όλες τις φάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας, η Εκκλησία δεν μπορούσε να ψηφίσει κανένα νομοσχέδιο που να μην έχει περάσει από τη Βουλή, η οποία αντιστοιχεί στις σύγχρονες νομοθετικές επιτροπές. Η Βουλή εκλεγόταν κάθε χρόνο με κλήρο και από τις δέκα φυλές. Αποτελούσε αντιπροσωπευτικό δείγμα των Αθηναίων, και συνήθως εμπόδιζε την κατάθεση προς ψήφιση παράνομων νομοσχεδίων.
Η ώριμη δημοκρατία του 4ου αι. διαχώρισε το νομοθετικό έργο από τις αποφάσεις για τη χάραξη πολιτικής - δηλαδή τη σύνταξη ή την αναθεώρηση των νόμων από αυτό που οι Αθηναίοι αποκαλούσαν απλώς «ψηφίσματα». Οι προτάσεις για τα ψηφίσματα έπρεπε να συμβαδίζουν με τη βασική νομοθεσία - με αυτό που θα ονομάζαμε «σύνταγμα» της Αθήνας. Αν κάποιος κατέθετε προς ψήφιση μια αντισυνταγματική πρόταση, μπορούσε να οδηγηθεί στο δικαστήριο με την κατηγορία της «γραφής παρανόμων» (κατηγορία για παραβίαση του νόμου). Κάθε πολίτης μπορούσε να εμποδίσει την ψήφιση ενός νομοσχεδίου προβάλλοντας αυτή την κατηγορία. Το ζήτημα διευθετούνταν τότε στο δικαστήριο μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου. Αν ο εναγόμενος κρινόταν ένοχος, πλήρωνε πρόστιμο· αν ο ενάγων αποδεικνυόταν επιπόλαιος, τιμωρούνταν.
Η νομοθεσία διαμορφωνόταν μόνο από ένα αντιπροσωπευτικό σώμα που είχε επιλεγεί με κλήρο· αυτό το νομοθετικό σώμα ήταν γνωστό ως Νομοθέται. Αν η Βουλή ήθελε να τροποποιήσει τους νόμους, θα έπρεπε να το αναφέρει σε αυτό το σώμα. Αν το νομοθετικό σώμα ενέκρινε την τροποποίηση των νόμων, τότε το θέμα πήγαινε για ψήφιση στην Εκκλησία.
ΚλήρωσηΗ κλήρωση χρησίμευε για την επιλογή πολιτών από συμβούλια, που επιλέγονταν κάθε χρόνο από τις δέκα φυλές. Η διαδικασία επιλογής διασφάλιζε την ίση εκπροσώπηση κάθε φυλής. Η κλήρωση βασιζόταν στην υπόθεση ότι οποιοσδήποτε είχε περάσει έλεγχο και είχε δώσει τον κατάλληλο όρκο θα είχε αρκετές γνώσεις για να ασκήσει όπως πρέπει την εξουσία σ’ αυτές τις θέσεις όπου υπήρχε περισσότερος χρόνος για συζήτηση και αντιπαράθεση απ’ ό,τι στην Εκκλησία.
Επίσημα αξιώματα. Οι περισσότεροι αξιωματούχοι επιλέγονταν με κλήρο, αλλά πριν αναλάβουν το αξίωμα έπρεπε να περάσουν από επίσημη εξέταση.
Δικαστήρια. Τα συμβούλια αυτών που θα υπηρετούσαν ως δικαστές ορκίζονταν να τηρούν το νόμο, ή όπου δεν ίσχυε κανένας νόμος, να ακολουθούν το δίκαιο.
Η Βουλή. Η Βουλή των Πεντακοσίων ήταν υπεύθυνη για τις εργασίες που στα αμερικανικά νομοθετικά σώματα γίνονται σήμερα από επιτροπές. Τα μέλη της Βουλής εξέταζαν από πριν τη νομοθεσία και αποφάσιζαν τι θα κατετίθετο προς ψήφιση. Τα μέλη και το προεδρείο της Βουλής καθορίζονταν με κλήρωση από ένα συμβούλιο πολιτών που είχαν καλή κοινωνική θέση.
Το νομοθετικό συμβούλιο. Τον 4ο αι. είχε την ευθύνη της διαμόρφωσης και της επικύρωσης των τροποποιήσεων της νομοθεσίας προτού αυτές κατατεθούν στην Εκκλησία για την τελική τους ψήφιση.
ΕκλογέςΓια ορισμένες σημαντικές θέσεις διεξάγονταν εκλογές, ειδικά για εκείνες που απαιτούσαν εξειδικευμένη γνώση σε στρατιωτικά ή οικονομικά θέματα. Οι δέκα στρατηγοί εκλέγονταν κυρίως με σκοπό να ηγηθούν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά κάποιοι από αυτούς είχαν επιρροή στις εξωτερικές υποθέσεις και τα εσωτερικά ζητήματα. Οι στρατηγοί απαιτούσαν υπακοή στο πεδίο της μάχης, αλλά ήταν δυνατό να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή μετά από ψηφοφορία της Εκκλησίας, και μπορεί να πλήρωναν ακριβά μία αποτυχία. Η Εκκλησία είχε το δικαίωμα να τους καταδικάσει σε εξορία, ακόμα και σε θάνατο.
Στη δεύτερη φάση της δημοκρατίας, οι εκλογές χρησίμευαν πολύ συχνά για κρίσιμα ζητήματα -όπως τη διαχείριση των οικονομικών- που πράττοντας φρόνιμα δεν τα είχαν αφήσει στα χέρια ερασιτεχνών.
ΛογοδοσίαΜόλις αποχωρούσε από το αξίωμα, ο αξιωματούχος έπρεπε να παρουσιάσει το έργο που έκανε όσο κατείχε αυτή τη θέση, με μια διαδικασία που ονομαζόταν «ευθύναι» (δηλαδή ίσιωμα, διόρθωση, κατ’ επέκταση λογοδοσία).
Αν ένας αξιωματούχος είχε διαπράξει αξιόποινο αδίκημα, μπορούσε καθένας να τον μηνύσει στο δικαστήριο οποιαδήποτε στιγμή. Ο μόνος περιορισμός ήταν ότι ο κατήγορος έπρεπε να καταθέσει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό εγγύησης το οποίο θα έχανε αν αποφασιζόταν ότι η περίπτωση ήταν άνευ σημασίας.
Αν κάποιος φαινόταν ότι αποκτά υπερβολική εξουσία ή ότι προκαλεί πόλωση στην πόλη, οι πολίτες μπορούσαν να ψηφίσουν να εξοριστεί για δέκα χρόνια. Η διαδικασία ονομαζόταν «οστρακισμός» από τα θραύσματα των οστράκων πάνω στα οποία οι ψηφοφόροι έγραφαν το όνομα αυτού που ήθελαν να εξοριστεί. Πρώτα συγκαλούνταν η Εκκλησία για να αποφασίσει αν θα πρέπει να ψηφίσουν για τον εξοστρακισμό του· μετά συγκεντρώνονταν για να ψηφίσουν. Εντωμεταξύ, οι αντίπαλοι του υποψηφίου μπορούσαν να κάνουν μαζική παραγωγή έτοιμων οστράκων τα οποία μοίραζαν στους ψηφοφόρους. Μερικά από τα όστρακα μπορούμε να τα δούμε στο Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα. Ο οστρακισμός ήταν εξαιρετικά σπάνιος, και δεν εφαρμόστηκε ποτέ ξανά μετά το 415.
Αυτά ήταν τα βασικά εργαλεία. Στην Αθήνα εξυπηρέτησαν με αρκετή επιτυχία τις ανάγκες του λαού για περίπου δύο αιώνες.