«Κατάσταση έκτακτης ανάγκης» με επιδείνωση της ψυχικής υγείας των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στα νησιά διαπιστώνουν, σε έκθεσή τους, οι «Γιατροί Χωρίς Σύνορα» και στέλνουν ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ζητώντας την παρέμβασή του.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, στην έκθεση «Κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την ψυχική υγεία στη Σάμο και τη Λέσβο», 110 ασθενείς στη Λέσβο παραπέμφθηκαν στην κλινική της οργάνωσης από τις αρχές Ιουλίου έως τις 21 Αυγούστου 2017, αριθμός αυξημένος κατά 50% συγκριτικά με την περίοδο Απριλίου- Ιουνίου 2017.
Επίσης, από τον Ιούλιο και έπειτα αναφέρουν ότι κάθε εβδομάδα παρουσιάζονται στην κλινική κατά μέσο όρο έξι με επτά άνθρωποι, οι οποίοι χρειάζονται επείγουσα φροντίδα για απόπειρες αυτοκτονίας, αυτοτραυματισμούς, ψυχωτικά επεισόδια και άλλα επείγοντα περιστατικά.
Επιπλέον, το ποσοστό των ασθενών στη Λέσβο με προβλήματα ψυχικής υγείας που πρέπει να παραπεμφθούν σε ψυχίατρο αυξήθηκε από το ένα τρίτο των νέων ασθενών στα τέλη του 2016 και τις αρχές του 2017 στα τρία τέταρτα των νέων ασθενών ψυχικής υγείας τον Αύγουστο του 2017.
Ένδειξη της σοβαρότητας της κατάστασης ψυχικής υγείας των ανθρώπων αποτελούν, σύμφωνα με την έκθεση, τα συμπτώματα για τα οποία παρείχαν φροντίδα οι ψυχολόγοι της οργάνωσης.
Στα τέλη του 2016 και το πρώτο εξάμηνο του 2017, τα τρία κύρια συμπτώματα των ασθενών ψυχικής υγείας στη Λέσβο ήταν κατάθλιψη, άγχος και διαταραχή μετατραυματικού στρες.
Ωστόσο, τον Αύγουστο 2017 τα ψυχωτικά συμπτώματα αντιπροσώπευαν το ένα τέταρτο των συμπτωμάτων των ασθενών, το οποίο, όπως επισημαίνεται, πιθανόν οφείλεται στην έλλειψη πρόσβασης σε φροντίδα σε πρώιμο στάδιο, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αναπτύσσουν σοβαρότερα συμπτώματα.
Μια 30χρονη γυναίκα από το Αφγανιστάν που βρίσκεται στη Λέσβο εξομολογήθηκε τον Ιούλιο του 2017: «Η κόρη μου είναι πέντε χρονών. Σχεδόν δεν μιλάει πια. Κι ο άντρας μου δεν μπορεί να κοιμηθεί. Τις νύχτες μένω ξύπνια και σκέφτομαι τι θα μας συμβεί, τι θα έπρεπε να έχουμε κάνει διαφορετικά. Μερικές φορές με πιάνει τρέμουλο. Το άγχος, ο φόβος, η στεναχώρια».
Ψυχολόγος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στη Λέσβο περιέγραφε τον περασμένο μήνα: «Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε όσους μπορούμε, όμως η κατάσταση στην οποία βρίσκονται είναι φρικτή. Ακούμε για 15 απόπειρες αυτοκτονίας κάθε μήνα στη Μόρια, πρόκειται για αβάσταχτη κατάσταση».
Οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η αμέλεια και η βία, είναι, σύμφωνα με την οργάνωση, σε μεγάλο βαθμό τα αίτια της επιδείνωσης της ψυχικής υγείας. Σε έρευνα που πραγματοποίησαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα σε συνεργασία με το ερευνητικό κέντρο Epicentre σε 1.293 άτομα σε δομές και ξενοδοχεία σε όλη την Ελλάδα στα τέλη του 2016 και τις αρχές του 2017, βρέθηκε ότι σχεδόν οι μισοί ερωτώμενοι είχαν υποστεί βία κατά το πέρασμά τους από την Τουρκία και σχεδόν το ένα τέταρτο είχε υποστεί βία αφότου έφτασε στην Ελλάδα.
Στη Σάμο, το 23,1% των ερωτώμενων υποστήριξε ότι έχει υποστεί βία στην Ελλάδα. Το 50% της βίας αυτής περιγράφηκε ως ξυλοδαρμοί, από τους οποίους το 45% διαπράχθηκε από την αστυνομία ή το στρατό.
Ακόμη, όσοι έφτασαν στη Σάμο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας τον Μάρτιο του 2016 ανέφεραν περισσότερη βία στην Τουρκία και την Ελλάδα από εκείνους που είχαν φτάσει πριν από την εφαρμογή της Συμφωνίας.
Οι ομάδες της οργάνωσης εντόπισαν επίσης μεγάλη συχνότητα περιστατικών σεξουαλικής βίας. Συγκεκριμένα στη Λέσβο περιέθαλψαν 213 θύματα σεξουαλικής βίας από τον Ιανουάριο μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 2017.
Οι μισοί από τους ασθενείς έπεσαν θύματα σεξουαλικής βίας στη χώρα προέλευσής τους, το ένα τέταρτο στην Τουρκία, ενώ το 10% βιάστηκε επανειλημμένα.
Σχεδόν το 80% των θυμάτων σεξουαλικής βίας ήταν από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Ερυθραία, την Αιθιοπία και το Καμερούν. Ωστόσο μόνο το ένα τρίτο των ασθενών της οργάνωσης στη Λέσβο που είναι θύματα σεξουαλικής βίας έχουν προσδιοριστεί ως ευάλωτοι, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ασθενείς να μην μπορούν να μεταφερθούν στην ηπειρωτική χώρα.
Την ίδια ώρα, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα παρατηρούν ότι η κλίμακα των αναγκών για φροντίδα ψυχικής υγείας και η σοβαρότητα της κατάστασης των ασθενών υπερβαίνουν τις δυνατότητες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στα νησιά.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ασθενείς στα νησιά μπορεί να περιμένουν τρεις έως έξι μήνες για ραντεβού με τον ψυχίατρο. Ένας 41χρονος Σύρος εξομολογήθηκε τον Ιούλιο του 2017 στη Λέσβο, όπου βρίσκεται: «Με βασάνιζαν σε μια φυλακή της Συρίας για μήνες. Ήρθα εδώ και πήγα στο νοσοκομείο, γιατί υπέφερα ψυχολογικά. Μου είπαν ότι έπρεπε να περιμένω οκτώ μήνες για να δω έναν ψυχίατρο. Όταν το άκουσα, ένιωσα ότι πεθαίνω».
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα εκφράζουν την ανησυχία τους ότι η επιδείνωση αυτή θα συνεχιστεί, καθώς εξακολουθούν να φτάνουν εξαιρετικά ευάλωτοι άνθρωποι από τη Συρία και το Ιράκ, αλλά και λόγω των σοβαρών ελλείψεων στον εντοπισμό των ευάλωτων ανθρώπων και την παροχή ιατρικής, νομικής και άλλης υποστήριξης.
Απευθύνουν δε έκκληση στις ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές να δώσουν τη δυνατότητα στους αιτούντες άσυλο να μπορούν να μετακινηθούν στην ηπειρωτική χώρα.
Επίσης, ζητούν η διοικητική κράτηση να παραμείνει μέτρο έσχατης ανάγκης, αν και οι Αρχές στη Λέσβο και τη Σάμο καταφεύγουν συχνά σε αυτή, με ελάχιστες ή καθόλου εγγυήσεις για την αποτροπή της κράτησης κάποιου με σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Επιστολή στον πρωθυπουργό Ο πρόεδρος του ελληνικού τμήματος των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα», Χρήστος Χρήστου, στέλνει σήμερα ανοιχτή επιστολή προς τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, προκειμένου να τον ενημερώσει προσωπικά για την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στα ελληνικά νησιά.
Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην επιστολή, «οι συνθήκες για τους πρόσφυγες στα νησιά επιδεινώνονται διαρκώς τους τελευταίους μήνες. Καθώς βασικές ανθρώπινες ανάγκες δεν καλύπτονται ακόμα, παρατηρούμε τη δυστυχία των ανθρώπων αυτών να γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Ένα τεράστιο κύμα αβεβαιότητας και φόβου έχει κατακλύσει τα νησιά, βυθίζοντας ανθρώπους στην απελπισία».
Ο κ. Χρήστου ζητά από τον πρωθυπουργό να κάνει «ένα γενναίο βήμα προς την κατεύθυνση του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης» και να επιτρέψει «τον απεγκλωβισμό των ανθρώπων από τα νησιά και την μεταφορά τους στην ηπειρωτική Ελλάδα σε αξιοπρεπείς συνθήκες, με πρόσβαση σε εξειδικευμένη φροντίδα που τόσο χρειάζονται».