Σε ένα δεύτερο κύκλο επιδείνωσης έχει εισέλθει η ελληνική επιχειρηματικότητα, σύμφωνα με την εξαμηνιαία αποτύπωση οικονομικού κλίματος στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, για το επόμενο εξάμηνο πάνω από τις μισές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι μπορεί να βάλουν λουκέτο, με πιθανό ενδεχόμενο να κλείσουν τελικά 21.000 επιχειρήσεις και να χαθούν 52.000 - 55.000 θέσεις εργασίας, εκ των οποίων 31.000 μισθωτοί (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι).
Αυτό είπε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώγος Καββαθάς στη συνέντευξη Τύπου όπου παρουσιάστηκε η έρευνα και σχολίασε ότι οι επιχειρήσεις ζουν στα χρόνια της αποεπένδυσης και στο «τρίγωνο της αβεβαιότητας» που απαρτίζεται από την αοριστία για την αξιολόγηση, την πίεση από τις προσφυγικές ροές και την πολιτική ρευστότητα.
Ακόμη τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει αυξητική τάση στα επαγγέλματα ... «της βαλίτσας» (φροντιστήρια, κομμωτής, ηλεκτρολόγος κλπ).
«Το δεύτερο στοιχείο που παρατηρείται στην ελληνική επιχειρηματικότητα τον τελευταίο καιρό είναι η μετανάστευση των επιχειρήσεων πράγμα που όπως έχει αποδειχθεί δεν βοηθάει ουσιαστικά ούτε τον ίδιο τον επιχειρηματία, ούτε τη χώρα υποδοχής και φυσικά ούτε την χώρα από την οποία μεταναστεύουν οι επιχειρήσεις» όπως επεσήμανε ο κ. Καββαθάς.
Η εμπροσθοβαρής λιτότητα χωρίς στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη μεγαλώνει τον κύκλο της ύφεσης, είπε ο κ. Καββαθάς και γνωστοποίησε ότι η ΓΣΕΒΕΕ θα αναλάβει πρωτοβουλίες με πρώτη να επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ την έρευνα την απέστειλε ήδη στον πρωθυπουργό και θα πραγματοποιήσει συναντήσεις και με τους αρχηγούς των κομμάτων «ώστε όλοι μαζί να αναλάβουμε μια εθνική πρωτοβουλία για την αναστροφή του κλίματος».
«Η στασιμότητα δοκιμάζει τις επιχειρήσεις με πιθανό το ενδεχόμενο να κλείσουν αρκετές μικρές επιχειρήσεις, ένα μέρος των επιχειρήσεων βγαίνει από την αγορά και οδηγείται στην "επιχειρηματική προσφυγιά" ενώ ακόμη και οι επιχειρήσεις που είναι δυναμικές αναστέλλουν την επενδυτική διαδικασία για να δουν το επόμενο βραχυπρόθεσμο διάστημα» δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Marc Θωμάς Γεράκης με την οποία συνεργάζεται η ΓΣΕΒΕΕ για την πραγματοποίηση της έρευνας και σημείωσε ότι δυστυχώς ο δεύτερος κύκλος επιδείνωσης στον οποίο έχει μπει η οικονομία και η επιστροφή της στο 2012 βρίσκει τις επιχειρήσεις με την κόπωση από τα προηγούμενα χρόνια και χωρίς αντοχές.
Η έρευνα
Η έρευνα δείχνει 3 στις 4 επιχειρήσεις να δηλώνουν επιδείνωση του δείκτη ρευστότητας και ως φυσικό επακόλουθο ο δείκτης αποεπένδυσης παραμένει σε υψηλά επίπεδα με μόλις το 3,4% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι θα προβεί σε νέες επενδύσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις το 9,4% των ερωτηθέντων αναμένει βελτίωση για την πορεία της επιχείρησης του, ενώ το 61,2% αναμένει επιδείνωση και το 52,2% θεωρεί ως πολύ πιθανό τον κίνδυνο του λουκέτου εκ των οποίων άμεσο κίνδυνο διακοπής λειτουργίας το επόμενο διάστημα αντιμετωπίζει το 18,1%.
Ως εκ τούτου από αυτά τα στοιχεία προκύπτει ότι η μείωση των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο θα είναι 21.000 και θα αφορά κυρίως τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ενώ παράλληλα ο κίνδυνος απώλειας 40.000 έως 45.000 θέσεων συνολικής απασχόλησης είναι κάτι περισσότερο ορατός.
Στην έρευνα αποτυπώνεται ότι το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η συσσώρευση φορολογικών υποχρεώσεων και το απόθεμα χρεών που δημιουργήθηκε σε συνδυασμό με τα τρέχοντα υψηλά φορολογικά βάρη με 4 στις 10 επιχειρήσεις αναμένεται να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις για το 2016 και αυτό δεν είναι άσχετο από το γεγονός ότι το 50,3% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έχουν αναλάβει δημόσιο έργο έχει "λαμβάνειν" από δομές του δημοσίου (τοπικές, περιφερειακές αρχές, νοσοκομεία, στρατός, σχολεία κλπ).
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι ότι στις αρχές του 2016 το 61,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι διαθέτει e-banking, ενώ τερματικό POS διαθέτει το 39,9% των επιχειρήσεων.
Τα ποσοστά αν και αυξημένα σε σχέση με τον Ιούλιο του 2015 υποδηλώνουν τον χαμηλό βαθμό διείσδυσης της ψηφιακής τεχνολογίας στις μικρές επιχειρήσεις, την έλλειψη πλαισίου κινήτρων εκ μέρους της πολιτείας και των φορολογικών αρχών και τα αυξημένα κόστη τραπεζικών προμηθειών, που εκτείνονται από την αγορά, τη συντήρηση και τη χρησιμοποίηση των τερματικών συσκευών. Είναι ενδεικτικό ότι πάνω από το 37% των επιχειρήσεων επιβαρύνονται με προμήθεια 1,5% και άνω επί του τζίρου, αυξάνει το κόστος ανά επιχείρηση.
Ακόμη, το επόμενο εξάμηνο αναμένεται νέα συρρίκνωση των επενδύσεων για μία στις τρεις επιχειρήσεις ενώ μόλις το 3,4% δηλώνει ότι θα προβεί σε νέες επενδύσεις. Η κατάσταση αυτή εκτιμάται ότι τροφοδοτεί ένα νέο σπιράλ ύφεσης αποεπένδυσης υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών.
Τέλος καταγράφεται επαναληπτικά η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην έγκαιρη καταβολή των μισθών με μία στις δύο να παρουσιάζει το πρόβλημα και μία στις τρεις να έχει μειώσει τις αποδοχές των υπαλλήλων της στο προηγούμενο εξάμηνο. Επιπρόσθετα μία στις τρεις δηλώνει ότι είναι πιθανόν να μειώσει μισθούς ή ώρες εργασίας στο επόμενο εξάμηνο.