Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024 -

Το έγκλημα πάθους που συγκλόνισε την Ελλάδα: «Ήταν η ώρα του διαβόλου»



Για 15 ολόκληρες ημέρες στο μυαλό του 26χρονου Π.Τ. είχε γίνει εμμονή η γοητευτική γειτόνισσα της θείας του.

Για πρώτη φορά την είδε όταν πήγε να επισκεφθεί την ετοιμοθάνατη γυναίκα και από τότε δεν είχε φύγει ούτε για μια στιγμή από τη σκέψη του.

Η σοβαρή κατάσταση της υγείας της θείας του, η οποία τελικά πέθανε, στάθηκε η αφορμή για να δει ο νεαρός μερικές ακόμη φορές την Τ.Β., η οποία ζούσε μαζί με την κόρη της και τον υποσμηναγό σύζυγό της, που εκείνες τις ημέρες απουσίαζε καθώς βρισκόταν σε υπηρεσία στην Κέρκυρα.

Έτσι, ο νεαρός αποφάσισε να εξομολογηθεί τον έρωτα του στη γυναίκα και για το λόγο αυτό οργάνωσε, βήμα προς βήμα, ένα σχέδιο που στόχο είχε να την ξεμοναχιάσει. Έκλεισε ραντεβού στο σινεμά με τα δυο ξαδέλφια του -παιδιά της θείας του που είχε πεθάνει- αλλά εκείνος δεν πήγε να τα συναντήσει και επισκέφθηκε την Τ.Β.

Η γυναίκα τον ενημέρωσε πως τα ξαδέλφια του έλειπαν καθώς είχαν πάει σινεμά και ο 26χρονος της απάντησε πως το γνώριζε και τότε, χωρίς περιστροφές, της εξέφρασε το θαυμασμό του και της ζήτησε να συνάψουν ερωτική σχέση.

Η Τ.Β. σοκαρισμένη αρνήθηκε, του ζήτησε να μην την ξαναενοχλήσει και τον έδιωξε από το σπίτι της. Όταν ο νεαρός έφυγε η Τ.Β. είπε στη μητέρα της τι συνέβη και στη συνέχεια εκείνη, με τη σειρά της, ενημέρωσε τον αδελφό του νεαρού.

Οι σφοδρές παρατηρήσεις που δέχτηκε ο νεαρός από τον αδελφό του για τη στάση του, σήμαναν την αντίστροφη μέτρηση για το μοιραίο τέλος της γυναίκας. Λίγα 24ωρα αργότερα, ο 26χρονος μπήκε κρυφά στο σπίτι της και κυριολεκτικά την έσφαξε με ένα μαχαίρι που είχε αγοράσει νωρίτερα. Εγκατέλειψε τη γυναίκα αιμόφυρτη στο πάτωμα του σπιτιού και έφυγε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, για να παραδοθεί λίγες ώρες αργότερα στην αστυνομία, όπου ομολόγησε το έγκλημά του.

Ο Π.Τ. περιέγραψε, με κάθε λεπτομέρεια, όλες τις κινήσεις του το μοιραίο εκείνο απόγευμα του Νοέμβρη του 1961.

«Μετά τον εξευτελισμό μου από τον αδελφό μου, πήγα στον Πηνειό για να πνιγώ αλλά σκέφτηκα αντί να αυτοκτονήσω θα ήταν προτιμότερο να σκοτώσω αυτήν», είπε ο νεαρός και στη συνέχεια αφηγήθηκε, με απόλυτη ψυχραιμία, τη στιγμή του εγκλήματος.

Όπως είπε, αγόρασε ένα μαχαίρι και το έκρυψε στη μέσα τσέπη του σακακιού του: «Ήπια έπειτα δυο καραφάκια ούζο και πήγα στο σπίτι της. Ανέβηκα χωρίς να με δει κανείς στη σκάλα, κρύφτηκα πίσω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και όταν σε λίγα λεπτά μπήκε μέσα, της έμπηξα το μαχαίρι στην κοιλιά, χωρίς να πω λέξη. Έβγαλε ένα «αχ» και κινήθηκε για να φύγει αλλά την πρόλαβα, της έδωσα άλλη μια μαχαιριά και όταν έπεσε κάτω της έδωσα άλλες τρεις. Έπειτα πέταξα το μαχαίρι στο χολ, έφυγα και πήγα στη διοίκηση χωροφυλακής όπου και παραδόθηκα».

Ο νεαρός όταν οδηγήθηκε ενώπιον του ανακριτή ήταν σε έξαλλη κατάσταση και δημιούργησε επεισόδιο αρνούμενος να τον εκπροσωπήσει ο συνήγορος που είχε προσλάβει ο αδελφός του.

«Φύγε δε σε θέλω. Δεν θέλω κανέναν, ό,τι έκανα το έκανα και δεν ζητώ καμία υπεράσπιση», φώναξε απευθυνόμενος στον δικηγόρο. Ωστόσο, δυο ημέρες αργότερα απολογήθηκε επαναλαμβάνοντας όσα είχε ομολογήσει στην αστυνομία.

«Για πολλή ώρα την εκλιπαρούσα να μην πει στους δικούς μου τίποτα, της ζήτησα συγγνώμη και της είπα πως στο μέλλον δεν θα την ξαναενοχλούσα… Όταν ο αδελφός μου με παρατήρησε δριμύτατα, ένιωσα ντροπή και απόγνωση… », είπε ενώπιον του δικαστικού λειτουργού.

Η δολοφονία έγινε πρωτοσέλιδο και η τοπική κοινωνία παρακολουθούσε σοκαρισμένη τις εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικό πως η αστυνομία υποχρεώθηκε να οργανώσει ολόκληρο σχέδιο προκειμένου να καταφέρει να βγάλει το νεαρό δράστη από την πίσω πόρτα του ανακριτικού γραφείου, καθώς στο χώρο είχε συγκεντρωθεί οργισμένο πλήθος κόσμου που κρατούσε ξύλα και πέτρες και απειλούσε να τον λιντσάρει.

Στο ίδιο φορτισμένο κλίμα διεξήχθη και η δίκη του Π.Τ. στο κακουργιοδικείο Βόλου, το Μάιο του 1962. Την ώρα που ο 26χρονος οδηγήθηκε στο εδώλιο, συγγενείς και φίλοι της άτυχης γυναίκας κινήθηκαν εναντίον του με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν επεισόδια. Οι συγγενείς του θύματος επιχείρησαν, με τις καταθέσεις τους, να συμπληρώσουν τα κομμάτια του παζλ της ιστορίας που κατέληξε στην στυγερή δολοφονία. Όταν ήρθε η ώρα της απολογία για τον κατηγορούμενο, εκείνος δήλωσε μετανιωμένος και ισχυρίστηκε πως δεν θυμόταν τίποτα για τη μοιραία στιγμή.

«Δε θέλω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, ούτε αμφισβητώ το μέγεθος του εγκλήματος. Ήταν ώρα κακιά, ώρα του διαβόλου. Δεν πήγα στο σπίτι της μακαρίτισσας για να της κάνω ανήθικες προτάσεις. Από την πρώτη στιγμή είχα αισθανθεί συμπάθεια για εκείνη και αυτό θέλησα να της πω. Αλλά δεν με άφησε να μιλήσω και με έδιωξε. Αυτό είναι προς τιμήν της», είπε ο νεαρός και αναφερόμενος στο αδελφό του υποστήριξε:

«Έπειτα από τις δριμύτατες παρατηρήσεις του αδελφού μου, που τον σεβόμουνα σαν πατέρα και προστάτη, έχασα τα λογικά μου. Από τότε δεν ήξερα που πηγαίνω και τι κάνω. Με έσπρωχνε κάποια αόρατη δύναμη προς το κακό. Συναισθάνομαι πόσο βαρύ είναι το έγκλημα μου. Αλλά σας είπα, ήμουν εκτός εαυτού και δεν ήξερα τι έκανα. Ζητώ να με δικάσετε. Όταν με έδιωξε, της ζήτησα συγγνώμη και την ικέτευσα να κρατήσει μυστικό το επεισόδιο. Αλλά αυτή παραπονέθηκε στον αδελφό μου κι εκείνος με εξευτέλισε. Αυτή είναι η αφορμή του φόνου. Τι έγινε έπειτα δεν θυμάμαι… Δεν θυμάμαι, ήμουν εκτός εαυτού, κάποια αόρατη δύναμη με έσπρωξε στο κακό».

Τελικά , το δικαστήριο καταδίκασε τον νεαρό σε θάνατο καθώς το έγκλημα του χαρακτηρίσθηκε ειδεχθές και ο κατηγορούμενος θεωρήθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.